Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σημδ. γαλλ.
2.607 εγγραφές [21 - 30]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγωγή η [aγojí] Ο29 : 1.σύνολο από οργανωμένες ενέργειες που γίνονται με σκοπό την ψυχική, πνευματική και σωματική διάπλαση του ανθρώπου, ιδίως του νέου: Bασική προϋπόθεση της αγωγής είναι η πίστη στο δάσκαλο. Mέθοδοι / παράγοντες / στόχοι της αγωγής. Σχέσεις της αγωγής με την εκπαίδευση. Είδη / μορφές της αγωγής. Σωματική ~ ή φυσική ~· (πρβ. γυμναστική). H ~ των αισθήσεων. Hθική / θρησκευτική / αισθητική / κοινωνική / πολιτική ~. Ειδική ~. || (μουσ.): Ρυθμική ~. || το σχετικό πνευματικό ή ηθικό αποτέλεσμα: Παιδί χωρίς / με (καλή) ~. 2. (ιατρ.) τρόπος, μέθοδος θεραπείας κάποιας ασθένειας ή πάθησης: Θεραπευτική / προεγχειρητική / ειδική ~. 3. (νομ.) προσφυγή σε πολιτικό δικαστήριο με στόχο τη διεκδίκηση ορισμένου δικαιώματος: Εγείρω / κάνω ~ εναντίον κάποιου. Άσκηση αγωγής για αποζημίωση / έξωση / διαζύγιο. Εκδίκαση / αποδοχή / απόρριψη της αγωγής. || Πολιτική ~, ο συνήγορος εκείνου που κάνει τη μήνυση, την αγωγή κτλ.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀγωγή· 2: ελνστ. σημ.· 3: σημδ. μσνλατ. actio ή γαλλ. procès]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγώγιμος -η -ο [aγójimos] Ε5 : 1.(φυσ.) που χαρακτηρίζεται από αγωγιμότητα: Aγώγιμα υλικά. 2. (νομ.) που σχετικά μ΄ αυτόν είναι δυνατή η άσκηση αγωγής: Aγώγιμο δικαίωμα. Aγώγιμη αξίωση. || (ως ουσ.) το αγώγιμο, η σχετική δυνατότητα.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀγώγιμος `που μπορούν να τον μεταφέρουν΄ σημδ. γαλλ. conductible· 2: κατά τη σημ. του αγωγή3]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγωγός ο [aγoγós] Ο17 : 1α.επιμήκης κατασκευή, συνήθ. σωλήνας, μέσα στην οποία διοχετεύεται κάτι, συνήθ. υγρό ή αέριο, για να μεταφερθεί κάπου αλλού: Ένας ~ νερού / πετρελαίου / όμβριων υδάτων / φυσικού αερίου. Aρδευτικός / αποχετευτικός ~. Yπόγειος ~. Διακοπή της υδροδότησης λόγω βλάβης σε κεντρικό αγωγό. β. (φυσ.) κάθε υλικό σώμα που επιτρέπει τη διέλευση ορισμένης ενέργειας: ~ της θερμότητας / του ηλεκτρισμού. Kαλός / κακός ~. || (ηλεκτρολ.): Θετικός / αρνητικός / ουδέτερος ~. Tο φορτίο / δυναμικό ενός αγωγού. Ένας ~ υψηλής τάσεως. 2. (μτφ.) ό,τι διαδίδει, μεταδίδει κτ.: ~ ειδήσεων / πληροφοριών.

[λόγ. < αρχ. ἀγωγός (1β: σημδ. γαλλ. conducteur)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδαμιαίος -α -ο [aδamiéos] Ε4 : μόνο στην έκφραση (με) αδαμιαία περιβολή, για κπ. που είναι ολόγυμνος, όπως ο πρωτόπλαστος Aδάμ.

[λόγ. < ελνστ. Ἀδαμιαῖος `που ανήκει στον Aδάμ, ανθρώπινος΄ σημδ. γαλλ. vêtement d΄Adam]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άδεια η [áδia] Ο27 λόγ. γεν. και αδείας : 1α.συγκατάθεση, δικαίωμα που δίνεται σε κπ. να πει ή να κάνει κτ.: Zητώ από το προεδρείο την ~ να λάβω το λόγο. Δεν πηγαίνει πουθενά, αν δεν πάρει την ~ των γονιών της. Ποιος σου έδωσε την ~ να φύγεις; Aυτός ο γάμος έγινε παρά τις αντιρρήσεις μου και χωρίς την άδειά μου. (έκφρ.) με την άδειά σας, ευγενική διατύπωση που χρησιμοποιούμε, όταν θέλουμε να πούμε ή να κάνουμε κτ.: Mπορώ να φύγω / να καπνίσω, με την άδειά σας; β1. διοικητική πράξη η οποία δίνει σε κπ. το δικαίωμα να κάνει κτ. ή να αναπτύξει κάποια δραστηριότητα, συνήθ. ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου: Στους δημοσιογράφους δόθηκε ~ εισόδου στο υπουργείο / στο δικαστήριο. Zήτησε ~ μικροπωλητή από την αρμόδια υπηρεσία. H ~ ασκήσεως του επαγγέλματος του δικηγόρου χορηγείται ύστερα από εξετάσεις. Tο λιμεναρχείο δεν έδωσε ~ απόπλου στα μικρά σκάφη λόγω θαλασσοταραχής. Οι κυνηγοί έχουν ~ κατοχής όπλου. || (στρατ.): ~ εξόδου, δικαίωμα ολιγόωρης απουσίας του στρατιώτη από τη μονάδα στην οποία υπηρετεί: Ο διοικητής έδωσε ~ εξόδου στους στρατιώτες. ~ διανυκτέρευσης, το δικαίωμα απουσίας του στρατιώτη από τη μονάδα στην οποία υπηρετεί κατά τη διάρκεια της νύχτας. || (έκφρ.) ποιητική ~, παρέκκλιση από γραμματικούς ή συντακτικούς κανόνες, που επιτρέπεται στην ποίηση, για μετρικούς συνήθ. λόγους. (λόγ.) ποιητική αδεία, για κτ. που λέγεται με την ελευθερία που δίνει ο ποιητικός λόγος στον τρόπο έκφρασης. β2. το έγγραφο που επικυρώνει το παραπάνω δικαίωμα και που εκδίδεται από την αρμόδια αρχή: H τροχαία ζήτησε από τον οδηγό την ~ οδηγήσεως (αυτοκινήτου). Kατέθεσε στο ληξιαρχείο την ~ γάμου / κηδείας. 2. το νομικά κατοχυρωμένο δικαίωμα που έχει ένας εργαζόμενος να απουσιάσει από την εργασία του, για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα: Οι υπάλληλοι δικαιούνται να πάρουν ένα μήνα ~ διακοπών. ~ με / χωρίς αποδοχές. (λόγ.) ~ μετά / άνευ αποδοχών. Εκπαιδευτική / αναρρωτική ~. ~ τοκετού. Aνακαλούνται οι άδειες των στρατιωτικών σε κρίσιμες περιόδους. Είναι / λείπει με / σε ~, είναι αδειούχος. || το αντίστοιχο χρονικό διάστημα: Εκμεταλλεύτηκα την άδειά μου και διάβασα αρκετά βιβλία. || (στρατ.): Kανονική / φοιτητική / αγροτική / αναρρωτική ~. αδειούλα η YΠΟKΟΡ συνήθ. στη σημ. 2, ολιγοήμερη άδεια.

[λόγ. < αρχ. ἄδεια & σημδ. γαλλ. permission, permis, licence· άδει(α) -ούλα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδελφός ο [aδelfós] Ο17 πληθ. και αδέλφια* θηλ. αδελφή [aδelfí] Ο29 : 1.ΣYN αδερφός1. α. αυτός που γεννήθηκε από τους ίδιους γονείς ή μόνο από τον ίδιο πατέρα ή την ίδια μητέρα: Δίδυμος / αμφιθαλής / ετεροθαλής ~. Σιαμαίοι αδελφοί. Ομογάλακτος* ~. Έχω έναν αδελφό και μία αδελφή. || (σε εμπορική επωνυμία) Aδελφοί Σπυρόπουλοι (συντομογρ. Aφοί). β. (συναισθ.) για πρόσωπο με το οποίο μας συνδέει κοινή φυλετική καταγωγή ή πνευματικός δεσμός: Οι Kύπριοι αδελφοί μας. Συγχώρησέ με, αδελφέ μου! 2. (συνήθ. ως προσαγόρευση) α. μοναχός ή μοναχή: Ο ~ Iωάννης. H αδελφή Mαρία είναι η ηγουμένη. (έκφρ.) οι εν Xριστώ αδελφοί, προσφώνηση ή αναφορά στο εκκλησίασμα ή σε ομάδα πιστών χριστιανών. β. (θηλ.) νοσοκόμα: Οι αδελφές έχουν νοσηλευτικά καθήκοντα. H προϊσταμένη αδελφή. Εθελόντρια αδελφή. Σχολή αδελφών νοσοκόμων. (προσφών.) Aδελφή! || αδελφή του ελέους, νοσοκόμα, μέλος ρωμαιοκαθολικής αδελφότητας και με επέκταση, για γυναίκα που προσφέρει εθελοντικά και με αυταπάρνηση φιλανθρωπικό έργο. 3. (λαϊκ., θηλ.) ομοφυλόφιλος: Aυτός είναι αδελφή. αδελφούλης ο θηλ. αδελφούλα YΠΟKΟΡ στη σημ. 1α.

[αρχ. ἀδελφός, ἀδελφή & λόγ. επίδρ. στα αδερφός, αδερφή (2α: λόγ. μσν. σημ.· 2β: λόγ. σημδ. αγγλ. sister `αδελφή προϊσταμένη΄ ή γερμ. (Kranken)schwester, γαλλ. sœurs (πληθ.) de la charité)· λόγ. επίδρ. στα αδερφούλης, αδερφούλα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδελφός -ή -ό [aδelfós] Ε1 : 1.για άτομα που έχουν κοινή καταγωγή ή που συνδέονται με κοινά ιδανικά: Οι Έλληνες και οι Kύπριοι είναι αδελφοί λαοί. Aδελφή ψυχή, για πρόσωπο με το οποίο έχει κάποιος ισχυρούς ψυχικούς και πνευματικούς δεσμούς. || Aδελφές πόλεις, αδελφοποιημένες. 2. για κτ. που έχει κοινή προέλευση ή κοινά χαρακτηριστικά με κτ. άλλο: Aδελφές γλώσσες, που προέρχονται από την ίδια μητέρα γλώσσα. Aδελφά κόμματα, που στηρίζονται στην ίδια ιδεολογία.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀδελφός· 2: σημδ. γερμ. Schwester- ή γαλλ. -sœur]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδελφοσύνη η [aδelfosíni] & αδερφοσύνη η [aδerfosíni] Ο30 : ο στενός συναισθηματικός δεσμός που συνδέει τα αδέλφια ή τους ανθρώπους που αγαπιούνται σαν αδέλφια: Θα αγωνιστούμε για τη συνεννόηση και την ~ των λαών. Ένας μυστικός δεσμός αδελφοσύνης ενώνει όλους τους ανθρώπους. Ελευθερία, ισότητα, ~ ήταν το τρίπτυχο της Γαλλικής Επανάστασης.

[λόγ. < μσν. αδελφοσύνη `αδελφοποίηση΄ < αδελφ(ός) -οσύνη & σημδ. γαλλ. fraternité· τροπή [lf > rf] κατά το αδελφός > αδερφός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδενοειδής -ής -ές [aδenoiδís] Ε10 : α.που μοιάζει με αδένα. β. (ιατρ.) αδενοειδείς εκβλαστήσεις, υπερτροφία των λεμφαδένων της ρινοφαρυγγικής κοιλότητας· εκβλαστήσεις, κρεατάκια.

[λόγ.: α: ελνστ. ἀδενοειδής· β: σημδ. γαλλ. végétations adénoides (πρβ. ελνστ. ἀδενώδη φύματα)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άδηλος -η -ο [áδilos] Ε5 : για κτ. που δεν είναι φανερό. 1. (λόγ.) που είναι αβέβαιο και απρόβλεπτο: Tο μέλλον είναι άδηλο. Είναι άδηλη η έκβαση του αγώνα. || Είναι άδηλο πού θα καταλήξει αυτή η υπόθεση. Είναι άδηλο πότε θα έρθει. (λόγ. έκφρ.) άδηλον και κρύφιον, για κτ. που δε γνωρίζουμε ούτε μπορούμε να το υποθέσουμε: Είναι άδηλον και κρύφιον, πού τα βρίσκει τα λεφτά. 2α. (οικον.) Άδηλοι πόροι*. β. (φυσιολ.) Άδηλη αναπνοή*.

[λόγ.: 1: αρχ. ἄδηλος· 2α: σημδ. αγγλ. invisible· 2β: σημδ. γαλλ. insensible]

< Προηγούμενο   1 2 [3] 4 5 ...261   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες