Παράλληλη αναζήτηση
| 173 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζατρίκιο το [zatríkio] Ο40 : (λόγ., παρωχ.) σκάκι.
[λόγ. < ελνστ. ή μσν. ζατρίκιον < περσ. shatranj `βασιλικό παιχνίδι΄]
- ζατρίκιον το.
-
- Είδος παιχνιδιού, σκάκι:
- εκάθητο … παίζων ζατρίκιον ό οι Πέρσαι σαντράτς καλούσιν, οι δε Λατίνοι σκάκον (Δούκ. 9917).
[<περσ. shatranj. Η λ. τον 8. αι. (LBG), σε σχόλ. και στο Meursius]
- Είδος παιχνιδιού, σκάκι:
- ζενδικός -ή -ό [zenδikós] Ε1 : Zενδική γλώσσα, η γλώσσα της Aβέστα, των ιερών κειμένων του ζωροαστρισμού. Zενδικό κείμενο.
[λόγ. < γαλλ. zend (ορθογρ. δαν.) (από τα νεότ. περσ.) -ικός]
- ζίλια τα [zíla] Ο44 : (μουσ.) ρυθμικό συνοδευτικό λαϊκό όργανο, που αποτελείται από δύο κοίλους μεταλλικούς δίσκους, που τους χτυπούν τον ένα με τον άλλο· (πρβ. κύμβαλο).
[τουρκ. zil (λ. περιλ., περσ. προέλ.) -ια, πληθ. του -ι]
- ζιρκόνιο το [zirkónio] Ο42 : 1. (χωρίς πληθ.) χημικό στοιχείο: Tα κράματα του ζιρκονίου χρησιμοποιούνται στους σωλήνες των πυραύλων και στους πυρηνικούς αντιδραστήρες. 2. είδος ημιπολύτιμου λίθου.
[λόγ.: 1: νλατ. zircon(ium) -ιον· 2: γερμ. Zirkon (από τα περσ.) -ιον]
- ζουλάπιν το· ζουλάπι.
-
- Φαρμακευτικό παρασκεύασμα ρευστό, φτιαγμένο από νερό και αποστάγματα λουλουδιών, ζάχαρη ή μέλι, που χρησιμοποιείται ως μαλακτικό και ηρεμιστικό ή για να διαλύονται σ’ αυτό άλλα φάρμακα:
- (Ιατροσ. κώδ. σις´).
[<αραβ. ğulāb <περσ. gulāb. Η λ. τον 7.-9. αι. (LBG, ‑ιον), στο Meursius (λ. ‑ιον) και το Du Cange (και τ. ζουλάβιν)]
- Φαρμακευτικό παρασκεύασμα ρευστό, φτιαγμένο από νερό και αποστάγματα λουλουδιών, ζάχαρη ή μέλι, που χρησιμοποιείται ως μαλακτικό και ηρεμιστικό ή για να διαλύονται σ’ αυτό άλλα φάρμακα:
- ζουρνάς ο [zurnás] Ο1 : είδος πνευστού λαϊκού οργάνου με διπλό γλωσσίδι και με οξύ διαπεραστικό ήχο· πίπιζα, καραμούζα: Tίποτε άλλο δεν εκφράζει καλύτερα το ύφος και το «ήθος» του δημοτικού μέλους από την άγρια γοητεία και τη γλυκύτητα του ήχου του ζουρνά. Ο ~ παίζεται πάντοτε μαζί με το νταούλι. ΦΡ η τελευταία* τρύπα του ζουρνά.
[τουρκ. zurna -ς (από τα περσ.)]
- ζωροαστρισμός ο [zoroastrizmós] Ο17 : θρησκεία των αρχαίων Περσών, που ιδρύθηκε από το Zαρατούστρα· (πρβ. παρσισμός): Xαρακτηριστικό του ζωροαστρισμού είναι ένας έντονος μανιχαϊσμός.
[λόγ. < γαλλ. zoro astrisme < Zoroastr(e) < αρχ. Zωροάστρ(ης) (< περσ. Zarāthustra) -isme = -ισμός]
- θεριακλής ο [θerjaklís] Ο8 θηλ. θεριακλού [θerjaklú] Ο37 : (οικ.) για να χαρακτηρίσουμε κπ. που του αρέσει κτ. υπερβολικά και κυρίως το μανιώδη καπνιστή ή αυτόν που του αρέσει υπερβολικά ο καφές.
[θεριακ(ή) -λής με επίδραση των τουρκ. tiryak `θεριακή΄ (< περσ. tiryak < ελνστ. ή μσν. θηριακή), tiryakî `θεριακλής, οπιομανής΄ (< περσ. tiryaki), tiryakîlik `θεριακλίκι΄· θεριακλ(ής) -ού]
- ινδουισμός ο [inδuizmós] Ο17 : το σύνολο των θρησκευτικών ιδεών, αντιλήψεων και εθίμων του μεγαλύτερου μέρους του λαού της Iνδίας: Ο ~ αποτελεί ένα κράμα του βραχμανισμού και άλλων θρησκειών, που όμως δε συγκροτείται σε ενιαία θρησκεία.
[λόγ. < γαλλ. hindouisme (-isme = -ισμός) < περσ. Hindū = Iνδία]



