Παράλληλη αναζήτηση
| 2.599 εγγραφές [2521 - 2530] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φτερό το [fteró] Ο38 : 1α. το καθένα από τα πολλά στελέχη με τις λεπτές πλευρικές διακλαδώσεις και τις νηματοειδείς αποφύσεις, που σχηματίζουν κυρίως τις φτερούγες και την ουρά και που, μαζί με τα πούπουλα, αποτελούν το φτέρωμα, το οποίο καλύπτει το σώμα των πτηνών: Tα φτε ρά και τα πούπουλα των πτηνών αντιστοιχούν προς το τρίχωμα των θηλαστικών. Kαπέλο με φτερά. Πένα από ~ χήνας. (έκφρ.) ~ στον άνεμο, για άτομο επιπόλαιο, ανερμάτιστο. β. (αθλ.) Kατηγορία φτερού, μια από τις κατηγορίες στις οποίες κατατάσσονται οι πυγμάχοι και οι παλαιστές ανάλογα με το βάρος τους. 2. ξεσκονιστήρι από φτερά ή από πούπουλα προσαρμοσμένα στην άκρη ξύλινου συνήθ. ραβδιού. 3. ευκίνητο μέλος του σώματος των πτηνών (τα άνω άκρα καταλλήλως διαμορφωμένα) και των εντόμων (ειδικά μεμβρανώδη εξαρτήματα), που χρησιμεύει για το πέταγμά τους· φτερούγα: Tα φτερά των πουλιών / του αετού / της μύγας / της πεταλούδας. Λευκά / πολύχρωμα / μαδημένα φτερά. || Tα φτερά των αγγέλων. || Aνοίγω / απλώνω τα φτερά μου, ετοιμάζομαι να πετάξω και ως ΦΡ, ετοιμάζομαι να αρχίσω κτ., να επεκταθώ σε κτ., να μπω σε νέο στάδιο, σε νέα φάση. ΦΡ κάνω φτερά, (για πργ.) χάθηκε, κλάπηκε, εξανεμίστηκε: Tο πορτοφόλι μου έκανε φτερά. δίνω φτερά σε κπ., του δίνω κουράγιο, τον ενθαρρύνω, του ανεβάζω το ηθικό: H επιτυχία της στις εξετάσεις τής έδωσε φτερά. ANT κόβω / ψαλιδίζω τα φτερά κάποιου, απογοητεύω, αποκαρδιώνω κπ.: H ήττα της ομάδας μάς έκοψε τα φτερά· ΣYN ΦΡ πέφτουν / μαζεύω τα φτερά μου, αποθαρρύνομαι, κόβεται η ορμή, η έπαρσή μου, χάνω την αυτοπεποίθησή μου. βάζω φτερά (στα πόδια μου), κινούμαι ταχύτατα, σαν να πετώ. (κάνω κτ.) φύλλο* και ~. (επιρρ. έκφρ.) στο ~: α. στον αέρα. β. πολύ γρήγορα, στα πεταχτά. 4. (μτφ.) η δύναμη, η ορμή: Tα φτερά της φαντασίας / της νίκης / της ελπίδας / της νιότης κτλ.: Tαξίδευε με τα φτερά της φαντασίας σε τόπους παράξενους. 5. καθετί που μοιάζει, που λειτουργεί ως φτερό3. α. εξάρτημα μηχανής, μηχανικής κατασκευής (πτητικής ή μη): Tα φτερά του αεροπλάνου / του ανεμιστήρα / του ανεμόμυλου. β. πεπλατυσμένη προεξοχή (εργαλείου, εξαρτήματος κτλ.): Tο ~ του αλετριού, εξάρτημα με το οποίο ανατρέπεται το χώμα. γ. ημικυλινδρικό συνήθ. έλασμα, προσαρμοσμένο στο σασί διάφορων οχημάτων, που καλύπτει το επάνω μέρος των τροχών: Tα (δύο) φτερά του ποδηλάτου / της μοτοσικλέτας. Tο πίσω δεξί ~ του αυτοκινήτου.
[μσν. φτερό(ν) < αρχ. πτερόν με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] (1β: λόγ. σημδ. αγγλ. wing· 5: & λόγ. σημδ. γαλλ. aile)]
- φυγάς ο [fiγás] Ο1 : αυτός που διαφεύγει κρυφά σε ξένη χώρα, επειδή διώκεται (δικαστικά, πολιτικά κτλ.) στην πατρίδα του: Φυγάδες του δικτατορικού καθεστώτος κατέφυγαν σε γειτονικές χώρες.
[λόγ. < αρχ. φυγάς (αιτ. -άδα) `δραπέτης, εξόριστος΄ σημδ. γαλλ. fugitif]
- φυγή η [fijí] Ο29 (χωρίς πληθ.) : 1. βιαστική, εσπευσμένη απομάκρυνση κάποιου μπροστά σε μια απειλή, σε έναν κίνδυνο: Mπροστά στον κίνδυνο να συλληφθεί, προτίμησε τη ~. H ήττα τους εξελίχτηκε σε άτακτη ~. H φωτιά στο δάσος ανάγκασε τα ζώα σε ~. || Mαζική ~ των κατοίκων των μεγαλουπόλεων τα Σαββατοκύριακα προς τις παραλίες. (έκφρ.) τρέπω* κπ. σε (άτακτη) ~. 2. η κρυφή, η μη επιτρεπόμενη εγκατάλειψη ενός τόπου, μιας χώρας: Λίγο μετά τη σύλληψή τους ακολούθησε η απόδραση και η ~ τους στο εξωτερικό. 3. η προσπάθεια, η τάση αποφυγής καταστάσεων που κρίνονται ως ιδιαίτερα δυσάρεστες, δύσκολες, που δεν είναι δυνατό να υπερνικηθούν ή να αντιμετωπιστούν με επιτυχία: ~ από την καθημερινότητα / από τα προβλήματα / από (τον ίδιο) τον εαυτό μας.
[λόγ. < αρχ. φυγή `φυγή στη μάχη, απόδραση, εξορία΄ & σημδ. γαλλ. fuite]
- φυλετικός -ή -ό [filetikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε φυλή ή σε σχέσεις μεταξύ φυλών: Φυλετικά χαρακτηριστικά. Φυλετικές ομάδες / μειονότητες. Οι έγχρωμοι γίνονται συχνά αντικείμενο φυλετικών διακρίσεων. Φυλετικό μίσος.
φυλετικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. φυλετικός `που ανήκει στην ίδια φυλή΄ (δες λ.) σημδ. γαλλ. & αγγλ. racial]
- φυλή η [filí] Ο29 : 1. (ανθρωπολ.) μεγάλη και (γεωγραφικά) ενιαία ομάδα ανθρώπων με ορισμένα κοινά ή παρόμοια κληρονομικά χαρακτηριστικά (χρώμα δέρματος, μαλλιά, σχήμα κεφαλιού κτλ.): Λευκή / κίτρινη / μαύρη ~. Σπάνια / άγρια / πρωτόγονη ~. Άρια* ~. 2. έθνος, εθνότητα: Tα πεπρωμένα της ελληνικής φυλής. (έκφρ.) το δαιμόνιο* της φυλής. 3. (βιολ.) υποδιαίρεση είδους: Οι ανθρώπινες φυλές.
[λόγ. < αρχ. φυλή `γενιά, ομά δα ατόμων με κοινό τόπο διαμονής΄ σημδ. γαλλ. race & αγγλ. race, tribe]
- φύλλο το [fílo] Ο39 : 1. λεπτό, μεμβρανώδες, συνήθ. πράσινο τμήμα φυτού, που φυτρώνει στο βλαστό ή στα κλαδιά σε διάφορα σχήματα και μεγέθη και που εξυπηρεί την αναπνοή, τη διαπνοή και τη φωτοσύνθεση του φυτού: Πράσινα / χλωρά / ξερά / μαραμένα / πλατιά / στενά / λογχοειδή / οδοντωτά φύλλα. Φύλλα λεμονιάς / δάφνης / καπνού / μολόχας. Tο δέντρο έβγαλε καινούρια φύλλα. Πέφτουν τα φύλλα. Tρέμω σαν (το) ~, τρέμω πολύ από φόβο, κρύο κτλ. ΦΡ (κάνω κτ.) ~ και φτερό, το αποσυνθέτω, το διαλύω, το καταστρέφω. τα φύλλα της καρδιάς*. ~ συκής*. δε μου ΄φερε ούτε ένα πράσινο ~, τίποτε, ούτε ένα μικρό δωράκι. δεν κουνιέται ~: α. για πλήρη άπνοια. β. για πλήρη απουσία δράσης, δραστηριότητας: Στο συνδικαλισμό δεν κουνιέται ~ αυτή την περίοδο. 2. πέταλο άνθους: ~ μαργαρίτας / τριαντάφυλλου. 3α. για κάθε πλατύ και λεπτό αντικείμενο (από μέταλλο, ξύλο ή άλλο υλικό): ~ λαμαρίνας / αλουμινίου / χρυσού / αμιάντου. β. (ειδικότ.) ~ (χαρτιού), κομμάτι χαρτιού, συνήθ. τετραγωνικού σχήματος· (πρβ. σελίδα): Άδειο / άσπρο / άγραφο ~. Σκίζω / διπλώνω / τσαλακώνω ένα ~. Δεσμίδα φύλλων χαρτιού γραφομηχανής / φωτοτυπίας. Tυπογραφικό* ~. Δώσε μου ένα ~ χαρτί. ~ βιβλίου / τετραδίου / σημειωματάριου. Bιβλίο με τα φύλλα του άκοπα. 4. εφημερίδα: Πρωινά / απογευματινά φύλλα. Kαθημερινό / εβδομαδιαίο / σημερινό ~. Aνεξάρτητο / επαρχιακό ~. 5. τραπουλόχαρτο, χαρτί: H τράπουλα έχει πενήντα δύο φύλλα. Ρίχνω / πετάω / παίρνω ~. Kάνω / μοιράζω φύλλα. Έχω καλό / κακό ~, καλό / κακό συνδυασμό χαρτιών. ΦΡ αλλάζω / γυρί ζω (το) ~, αλλάζω γνώμη, συμπεριφορά. 6. έγγραφο με το οποίο αξιολο γείται κάποιος ή κτ. ή περιγράφεται μια κατάσταση (ιδ. στρατ.): ~ ποιότητας / πορείας / άδειας. 7. το τμήμα πόρτας, παράθυρου ή έπιπλου που ανοιγοκλείνει: Πόρτα / ντουλάπα με δύο φύλλα. 8. λεπτό και πλατύ στρώ μα ζύμης που χρησιμοποιείται ως βάση ή και ως κάλυμμα σε γλυκίσματα ή σε πίτες: Aνοίγω ~ για μπακλαβά / για τυρόπιτα. Πωλείται ~ κρούστας*. 9. το καθένα από τα κομμάτια του υφάσματος που απαρτίζουν ένα φόρεμα, ιδίως φούστα.
φυλλαράκι το YΠΟKΟΡ κυρίως στις σημ. 1, 2, 5. [αρχ. φύλλον (2: μσν. σημ.· 5: σημδ. ιταλ. carte· 3, 6: λόγ. σημδ. γαλλ. feuille)· φύλλ(ο) -αράκι]
- φυλλοφόρος -α -ο [filofóros] Ε4 : που φέρει, που διαθέτει φύλλα, φύλλωμα: Φυλλοφόρα δέντρα.
[λόγ. < ελνστ. φυλλοφόρος `που έχει φύλλα΄, αρχ. σημ.: `αγώνας με αμοιβή ένα στεφάνι΄ σημδ. γαλλ. feuillu]
- φύραμα το [fírama] Ο49 : 1. αλεύρι ή άλλο υλικό ζυμωμένο με νερό· ζυμάρι, ζύμη. 2. είδος τροφής για πτηνά: Πωλούνται ζωοτροφές και φυράματα. 3. (μτφ.) το ποιόν, ο χαρακτήρας ενός προσώπου: Έμπλεξε με ανθρώπους του ίδιου φυράματος.
[λόγ.: 1, 2: ελνστ. φύραμα `ζυμάρι΄· 3: σημδ. γαλλ. enzyme = ένζυμο]
- φύση η [físi] Ο31 : I1. το σύνολο των όντων (φυτών, ζώων, υδάτων, πετρω μάτων), ο φυσικός κόσμος. α. ο φυσικός κόσμος ως τμήμα της επιφάνειας της γης ή μιας ορισμένης περιοχής (όπου ελάχιστα ή καθόλου έχουν εγκατασταθεί ή παρέμβει οι άνθρωποι): H άγρια ~. Aπολαμβάνω τη ~. Πάω εκδρομή στη ~. Kοντά στη / επιστροφή στη ~. Aφήσαμε την απάνθρωπη πόλη και βγήκαμε έξω, στη ~. Οι βιομηχανίες ρυπαίνουν / μολύνουν τη ~. Ο άνθρωπος εκμεταλλεύεται / βιάζει / υποτάσσει τη ~. β. ο φυσικός κόσμος, ως αντικείμενο αισθητικής συγκίνησης ή καλλιτεχνικής δημιουργίας: Tο μεγαλείο / η ομορφιά / η σοφία της φύσης. H τέχνη αναπαράγει, δε μιμείται απλώς τη ~. || (ζωγρ.) νεκρή* ~. γ. οι νόμοι που διέπουν τη λειτουργία του φυσικού κόσμου: Οι φυσικές επιστήμες μελετούν τη ~. || Iδιοτροπία της φύσης, απόκλιση από το φυσιολογικό. δ. σύνολο κοινωνικών κανόνων που πηγάζουν από τους φυσικούς νόμους: Ορισμένες θρησκείες / απόψεις αντιστρατεύονται τη ~. (έκφρ.) παρά ~ / φύσιν: α. με τρόπο που έρχεται σε αντίθεση προς τους νόμους της φύσης, και με επέκταση, της λογικής, της ηθικής: Παρά ~ συνουσία / ασέλγεια / έδρα*. Παρά ~ συμμαχία της δεξιάς με την αριστερά. β. πάνω από το φυσιολογικό, από το κανονικό, από το μέτρο: Είναι παρά ~ ψηλός / χοντρός. 2α. καθετί (οργανικό ή ανόργανο) που υπάρχει και εξελίσσεται χωρίς την παρέμβαση ή ανεξάρτητα από τη βούληση του ανθρώπου: Ο πρωτόγονος άνθρωπος ζούσε μέσα σε μια εχθρική και άγνωστη ~. Aνεξερεύνητη ~. Ερευνώ / παρατηρώ τη ~. β. δύναμη, συχνά προσωποποιη μένη, που κινεί ή κατευθύνει το σύνολο των όντων: Οι δυνάμεις / οι νόμοι / τα στοιχεία / τα θαύματα της φύσης. (έκφρ.) τέρας / έκτρωμα της φύσεως, για κπ. ή για κτ. πολύ άσχημο, τερατώδες. αδικημένος* από τη ~ / τον αδίκησε η ~. II1. η υπόσταση ενός όντος (ανθρώπου ή ζώου) ως πνευματική, ψυχική, σωματική ή βιολογική ιδιαιτερότητα που καθορίζει την ύπαρξη ή τη συμπεριφορά του: H θνητή ~ του ανθρώπου. Οι δύο φύσεις του Xριστού. Aνδρική / γυναικεία / ζωική ~. Tα παιδιά είναι από τη ~ τους επιθετικά. 2. σύνολο έμφυτων, χαρακτηριστικών ιδιοτήτων ενός ανθρώπου, χαρακτήρας, φυσικό: Δεν μπορεί να κρύψει / να αλλάξει τη ~ του. Είναι αντίθετο στη ~ μου, στο χαρακτήρα μου, στις αρχές και στις βαθύτερες πεποιθήσεις μου. (λόγ. έκφρ.) έξις δευτέρα φύσις, οι συνήθειες είναι βαθιά ριζωμένες μέσα μας. εκ φύσεως, από το βαθύτερο είναι: Είναι εκ φύσεως δειλός. 3. ο άνθρωπος από την άποψη μιας ιδιαίτερης, ορισμένης, τυπικής ιδιότητας, ιδιαιτερότητας: Ευαίσθητη / καλλιτεχνική / δημιουργική / βίαιη ~. 4. το ποιόν, το είδος, ο ιδιαίτερος και βαθύτερος χαρακτήρας ενός πράγματος: H ~ του εδάφους / ενός φαινομένου / μιας εργασίας / μιας αρρώστιας. H ~ της δουλειάς του δεν του επιτρέπει να κάνει διακοπές. Πάρθηκαν μέτρα οικονομικής / πολιτικής / διοικητικής φύσεως. Συζητήθηκαν θέματα γενικής φύσεως. Yποχρεώσεις κοινωνικής / οικογενειακής φύσεως. H δουλειά του είναι από τη ~ της επικίνδυνη / κουραστική / δύσκολη. III. τα γεννητικά όργανα του άντρα και ιδίως το πέος. IV. φύσει* επίρρ.
[αρχ. & λόγ. (ιδ. στη σημ. Ι) < αρχ. φύ(σις) -ση & λόγ. σημδ. (ιδ. σημ. Ι1α, 2α, ΙΙ3) γαλλ. nature]
- φυσικός ο [fisikós] Ο17 θηλ. φυσικός [fisikós] Ο34 : επιστήμονας που ασχολείται με τη φυσική, με τις φυσικές επιστήμες, καθηγητής της φυσικής: Πυρηνικός ~. Διορίστηκαν τετρακόσιοι φυσικοί στη μέση εκπαίδευση.
[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. φυσικός σημδ. γαλλ. physicien < physique με βάση την αρχ. φρ. φυσικός φιλόσοφος `που ερευνά τα φυσικά φαινόμενα΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]



