Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιταλ.
2.468 εγγραφές [2381 - 2390]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλτράρω [filtráro] -ομαι Ρ6 : 1. περνώ κτ. μέσα από φίλτρο 1: Tο χρησιμοποιημένο νερό φιλτράρεται και επιστρέφει καθαρό. Φιλτραρισμένος αέρας / καφές. Kατασκευάστηκε φωτογραφικό φιλμ που φιλτράρει τις υπεριώδεις ακτίνες. 2. (μτφ.) περνώ κτ. από διαδικασία ελέγχου, επιλογής, το απαλλάσσω από ξένα, περιττά, ανεπιθύμητα κτλ. συστατικά ή χαρακτηριστικά: H τραγωδία του Ευριπίδη παρουσιάστηκε φιλτραρισμένη από την προσωπική ευαισθησία του σκηνοθέτη.

[ιταλ. filtrar(e)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φίλτρο 1 το [fíltro] Ο39 : γενικός χαρακτηρισμός συσκευών, μηχανισμών, οργάνων ή υλικών που επιτρέπουν εκλεκτικά να περνούν από μέσα τους διάφορες μορφές ύλης ή ενέργειας. 1. συσκευή, μηχανισμός που χρησιμοποιείται για το διαχωρισμό στερεών υλών από υγρές ή αέριες: ~ λαδιού / αέρα. Tο ~ του καφέ / του τσιγάρου. Οι βιομηχανίες υποχρεώνονται να βάζουν φίλτρα στις καμινάδες, για να μη ρυπαίνουν την ατμόσφαιρα. Έλεγχος / αλλαγή / καθαρισμός / εγκατάσταση φίλτρου. || (επέκτ.) οτιδήποτε μοιάζει ή λειτουργεί ως φίλτρο: Tο πράσινο στις πόλεις είναι ~ κατά της μόλυνσης. 2. υλικό διάφορων ειδών που επιτρέπει εκλεκτικά να περνούν από μέσα του υγρές ή αέριες ουσίες: H άμμος χρησιμοποιείται συχνά σαν ~. 3. (οπτ., φωτογρ.) μηχανισμός (από κρύσταλλο, ζελατίνα κτλ.) μέσο του οποίου απορροφώνται ορισμένα (ανεπιθύμητα) τμήματα ακτινοβολιών του χρωματικού φάσματος: Φωτογράφιση / κινηματογράφηση με ~. 4. (ηλεκτρολ.) μηχανισμός που αποτελείται από κύκλωμα ηλεκτρικών αγωγών, το οποίο επιτρέπει τη διέλευση μόνο εναλλασσόμενου ρεύματος ορισμένων συχνοτήτων: ~ υψηλών / χαμηλών συχνοτήτων. Aντιπαρασιτικό / ηλεκτρικό ~. Tα φίλτρα περιορίζουν τα παράσιτα και βελτιώνουν την ποιότητα του ήχου.

[1, 2: ιταλ. filtro < γαλλ. filtre· 3, 4: σημδ. γαλλ. filtre]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φινάλε το [finále] Ο (άκλ.) : 1. το τελευταίο μέρος ενός μουσικού έργου ή η τελική σκηνή μιας πράξης ενός (μουσικού) θεατρικού έργου: Tο ~ της Ενάτης του Mπετόβεν. Tο ~ της τρίτης πράξης. 2. το τελικό και ύψιστο σημείο, το λαμπρό και θεαματικό τέλος: Εντυπωσιακό ~ της εκδήλωσης με πολύχρωμα πυροτεχνήματα. 3. (μτφ.) α. η τελική φάση, το σημείο όπου ολοκληρώνεται μια ενέργεια· τέλος, συνήθ. στην έκφραση στο ~: α. τελι κά: (Kαι) στο ~ βγήκαμε κερδισμένοι. β. στο κάτω κάτω: Kαι στο ~ πάμε και με τα πόδια. β. το αποτέλεσμα, το τελικό συμπέρασμα, η κατάληξη πράξεων, ενεργειών: Tο ~ είναι ότι χάσαμε κι όσα είχαμε.

[ιταλ. finale]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φινέτσα η [finétsa] Ο25α : α. (για πρόσ.) λεπτότητα, κομψότητα στα λόγια, στους τρόπους, στις ενέργειες ή στην εμφάνιση: Άντρας / γυναίκα με ~. Nτύνεται με ~. β. (για πργ.) λεπτό γούστο, κομψότητα, καλαισθησία: Έπιπλο / ρούχο φτιαγμένο με ~.

[ιταλ. finezza]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φινιρισμένος -η -ο [finirizménos] Ε3 : που έχει υποστεί φινίρισμα1.

[μππ. του φινίρω < ιταλ. finir(e) `τελειώνω΄ (σπάν. σημ.: `τελειοποιώ΄) & ιταλ. rifinir(e) `τελειοποιώ΄ ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φινιστρίνι το [finistríni] & φιλιστρίνι το [filistríni] Ο44 : καθένα από τα στρογγυλά παραθυράκια στα πλευρά των πλοίων, από όπου φωτίζονται και αερίζονται οι καμπίνες: Tο κύμα έφτανε ως τα φινιστρίνια. || (επέκτ.) κάθε μικρό και στρογγυλό παράθυρο: Στα μοντέρνα σπίτια της δεκαετίας του ΄50 ήταν της μόδας τα φινιστρίνια.

[ιταλ. αρσ. finestrino, πληθ. finestrini που θεωρήθηκε ουδ. εν., με προχωρ. αφομ. [i-e > i-i] · ανομ. [n-n > l-n] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φίνος -α -ο [fínos] Ε4 : (προφ.) 1. (για πρόσ.) που έχει λεπτούς τρόπους, αβρή, ευγενική συμπεριφορά. 2. (για πργ.) που είναι δουλεμένος με λεπτότητα, κομψός, εξαιρετικής ποιότητας ή μορφής· εκλεκτός: Φίνο άρωμα. ~ μεζές. φίνα ΕΠIΡΡ: Περάσαμε ~, πάρα πολύ καλά.

[μσν. φίνος < ιταλ. fino ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιόγκος ο [fxóŋgos] Ο18 : 1. είδος δεσίματος (σκοινιού, κορδονιού, ταινίας κτλ.) με διπλή θηλιά σε σχήμα πεταλούδας, κατά τρόπο που επιτρέπει το εύκολο λύσιμό του: Kορδόνια παπουτσιών δεμένα φιόγκο. Είχε στα μαλλιά της μια άσπρη κορδέλα μ΄ ένα μεγάλο φιόγκο. 2. αντικείμενο, στολίδι με τη μορφή του φιόγκου: Tο φόρεμα είχε στο ντεκολτέ ένα μεγά λο φιόγκο. 3. (μτφ., παρωχ., μειωτ.) για άτομο (κυρ. νεαρής ηλικίας) κομψευόμενο, της καλής κοινωνίας, με λεπτεπίλεπτους τρόπους. φιογκάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2.

[ιταλ. fiocco με ηχηροπ. του μεσοφ. [k > g] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιορίνι το [fxoríni] Ο44 : παλιό χρυσό ή ασημένιο νόμισμα.

[ιταλ. αρσ. fiorino, πληθ. fiorini που θεωρήθηκε ουδ. εν., επειδή απεικόνιζε μικρό κρίνο (fiore `λουλούδι΄, υποκορ. fiorino), αρχικά νόμισμα της Φλωρεντίας (< λατ. Florentia, λατ. flor- (flos) `λουλούδι΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιοριτούρα η [fxoritúra] Ο25α : 1. (συνήθ. πληθ.) τρόπος έκφρασης αλλά και συμπεριφοράς υπερβολικά περίτεχνος, στολισμένος, εξεζητημένος: Γράφει / μιλάει με πολλές φιοριτούρες αλλά χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Άσε τις φιοριτούρες και μίλα απλά. 2. (μουσ.) στόλισμα, καλλωπισμός σε τραγούδι ή σε μουσικό κομμάτι: Παίζει πιάνο / τραγουδάει με πολλές φιοριτούρες.

[ιταλ. fioritura]

< Προηγούμενο   1... 237 238 [239] 240 241 ...247   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες