Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιταλ.
2.468 εγγραφές [21 - 30]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-ίλα [íla] : επίθημα για το σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ονόματα· δηλώνει: α. δυσάρεστη οσμή (ή και γεύση, χρώμα): (ιδρώτας) ιδρωτίλα, (λάδι) λαδίλα, (τράγος) τραγίλα, (τσιγάρο) τσιγαρίλα· (πικρός) πικρίλα, (ξινός) ξινίλα, (κίτρινος) κιτρινίλα. β. δυσάρεστη κατάσταση: (σάπιος) σαπίλα.

[λατ. μετουσ. επίθημα -ile (< ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθήματος κτητ. επιθ. -ilis) με βάση ον. ζώων, δηλωτικό “περιοχής”, δηλ. στάβλου για το σχετικό ζώο: equile `στάβλος για άλογα΄ (< equus `άλογο΄), caprile `στάβλος για κατσίκες΄ (< capra `κατσίκα΄), bovile `στάβλος για βόδια΄, suile `στάβλος για γουρούνια΄ ή και μέσω του ιταλ. -ile με την ίδια λειτουργία: caprile, canile (για σκύλους), porcile (για γουρούνια), ίσως με τη βοήθεια εκφράσεων όπως odor di porcile `μυρωδιά στάβλου γουρουνιών΄· η τροπή [e > a] από επίδρ. αφηρημένων θηλ. ουσ. σε ή και από επίδραση των λ. μυρουδιά, βρόμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-ίνα 2 : (προφ.) επίθημα για την απόδοση στη νέα ελληνική ξένων λέξεων, που δηλώνουν κάποια χημική, φαρμακευτική ή άλλη ανάλογη ουσία· (πρβ. -ίνη): ασπιρίνα, βιταμίνα, μπενζίνα.

[ιταλ. -ina < λατ. -ina (δες στο -ίνα 1) και γαλλ., γερμ. -in(e) μέσω των ιταλ.: ιταλ. aspirina > ασπιρ-ίνα, vitamina > βιταμ-ίνα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-ίνη [íni] : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών για την απόδοση ξένων λέξεων, που δηλώνουν κάποια χημική, φαρμακευτική ή άλλη ανάλογη ουσία· (πρβ. -ίνα 2): βαζελίνη, ζαχαρίνη, καφεΐνη, ναφθαλίνη, νεομυκίνη, νικοτίνη, πενικιλίνη.

[λόγ. < νλατ. μετον. επίθημα -ina δηλωτικό φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων, χημικών ενώσεων και τεχνητών ουσιών: νλατ. strychnina > στρυχνίνη, διεθ. chlorine (< chlor-) > χλωρ-ίνη (χλώρ-ιο), αγγλ. penicillin > πενικιλίνη, γερμ. Heroin > ηρωίνη (δες λ.), σπανιότ. φυσικών ή χημικών ουσιών: νλατ.(;) adamantina > αδαμαντ-ίνη, παλ. γερμ. Kaffein > καφε-ΐνη < λατ. θηλ. επίθημα -ina: regina `βασίλισσα΄, που παρήγε και αφηρ. ουσ.: medicina `ιατρική΄ (η αλλαγή > έγινε για να μοιάζουν οι λ. με αρχ. ελλην. όπου υπήρχαν μερικές λ. σε -ίνη: αρχ. ἀξίνη > νεοελλ. αξίνα, ἡρω-ίνη `ηρωίδα΄ καθώς μερικές λ. σε -ίνη αντιστοιχούσαν σε λατ. λ. σε -ina: αρχ. σαρδ-ίνη - λατ. sardina `σαρδέλα΄) & λόγ. επίδρ. στο -ίνα 2: μπενζίνα (< ιταλ. benzina ή ιταλ. benzine) > βενζίνη, ασπιρίνα > ασπιρίνη (δες και -ίνα 2)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-ίρω [íro] -ομαι : επίθημα για την απόδοση στη νέα ελληνική ξένων ρημάτων: γαρνίρω, σερβίρω.

[ιταλ. -ir(e) κατάλ. απαρεμφάτου: σερβ-ίρω < ιταλ. servire]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-ίστας [ístas] θηλ. -ίστρια [ístria] & -ίστα [ísta] : 1. επίθημα για το σχηματισμό ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει το πρόσωπο που: α. παίζει επαγγελματικά (ή ερασιτεχνικά) το μουσικό όργανο που δίνει η πρωτότυπη λέξη: (ακορντεόν) ακορντεονίστας, (άρπα) αρπίστας και αρπίστρια, (βιολοντσέλο) βιολοντσελίστας, (κλαρίνο) κλαρινίστας, (κιθάρα) κιθαρίστας, (κορνέτα) κορνετίστας, (όμποε) ομποΐστας, (πιάνο) πιανίστας και πιανίστρια, (σαξόφωνο) σαξοφωνίστας, (φλάουτο) φλαουτίστας. || (προφ.) βιολίστας αντί βιολιστής. || καντσονετίστας. β. επιδίδεται στο άθλημα που δίνει η πρωτότυπη λέξη: (τένις) τενίστας, (μπάσκετ μπολ) μπασκετμπολίστας και μπασκετμπολίστρια. || ανάλογα (άλμα τριπλούν) τριπλουνίστας· ακοντίστας αντί του ακοντιστής. γ. επιδίδεται στο είδος της τέχνης που δίνει η πρωτότυπη λέξη: (ακουαρέλα) ακουαρελίστας, (μακέτα) μακετίστας· γραφίστας. || (μανικιούρ) μανικιουρίστας. 2. σε ουσιαστικά που δηλώνουν το πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα που δίνει η πρωτότυπη λέξη: (χιούμορ) χιουμορίστας, (στιλ) στιλίστας· αριβίστας, τουρίστας, φασίστας. || καπιταλίστας - καπιταλιστής· αρτίστας θηλ. αρτίστα.

[ιταλ. μετουσ. επίθημα -ista επαγγελμ. ουσ. (αρσ. και θηλ.) και γενικότερα ουσ. που δηλώνουν τον οπαδό θρησκείας, θεωρίας, πολιτικού ηγέτη ή αυτόν που ασκεί μια τέχνη ή ένα άθλημα < λατ. -ista, -istes < αρχ. μεταρ. επίθημα -ισ-τής (κιθάρ-α `μικρή άρπα΄ > κιθαρ-ίζ-ω > κιθαρ-ισ-τής): πιαν-ίστας (πιάν-ο) < ιταλ. pianista (< piano), κιθαρ-ίστας (κιθάρ-α) < ιταλ. chitarrista (< chitarra < αρχ. κιθάρα μέσω των αραβ.), στιλ-ίστας (στιλ) < ιταλ. stilista (< stile), και επέκτ. σε λ. όχι ιταλ. προέλ.: μπασκετμπολ-ίστας (< μπάσκετ μπολ) (δες και -ιστής)· λόγ. -ίσ(τας) -τρια· -ίστας > -ίστα με αποβ. του για δήλωση θηλ. γένους]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-όζος -όζα -όζικο [ózos] : επίθημα για την απόδοση επιθέτων ξενικής προέλευσης· συνήθ. προσδιορίζει το πρόσωπο που έχει την ιδιότητα ή χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: γουστόζος, καπριτσιόζος, φουριόζος. || (ουσ.) μαφιόζος.

[ιταλ. κτητ. μετουσ. επίθημα -oso : καπριτσι-όζος < ιταλ. capriccioso]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-όνι [óni] : ατονημένο υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών: κλεφτρόνι, πρεζόνι, στριφόνι.

[ιταλ. μεγεθ. επίθημα -on(e) με προσθ. του που έχει συχνά υποκορ. σημ. και ειδικά με βάση το ζευγάρι κασ-όνι (< ιταλ. cassone `μεγάλη κάσα΄) - κάσ-α]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-ούνι [úni] : (παρωχ.) υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά: (βυζί) βυζούνι. || ζουζούνι, μαμούνι.

[μσν. -ούνι < αρχ. υποκορ. επίθημα -ιον σε λ. με θ. σε -ων-: ελνστ. κωδώνιον (υποκορ. του αρχ. κώδων), μσν. ρωθώνιον (υποκορ. του ελνστ. ῥώθων) με τροπή [o > u] από επίδρ. του [n] : μσν. κεντρ-ούνι `(μικρό) κεντρί΄ & ιταλ. λ. σε -on(e) με τροπή [o > u] από κλειστή προφ. του [o] στα ιταλ. και ιταλ. διαλεκτ. -une: ιταλ. piccione, pic(c)iuni > πιτσ-ούνι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-ούρα 1 [úra] : επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα· δηλώνει την ενέργεια ή το αποτέλεσμα της ενέργειας που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (ανακατώνω - ανακάτωσα) ανακατωσούρα, (θολώνω) θολούρα, (χάνω - έχασα) χασούρα, (χαιρετάω) χαιρετούρα, (τρώγομαι - φαγώθηκα) φαγούρα.

[μσν. *-ούρα < λατ. & ιταλ. μεταρ. και μετεπιθ. επίθημα -ura αφηρ. και περιλ. ουσ.: λατ. strictura `σφίξιμο΄, λατ., ιταλ. armatura `εξοπλισμός΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-ούρα 2 : μεγεθυντικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ονόματα· συνήθ. επιτείνει μειωτικά την έννοια της πρωτότυπης λέξης: (γαλλικά) γαλλικούρα, (δημοτική) δημοτικούρα, (ελληνικά) ελληνικούρα, (λαϊκός) λαϊκούρα, (μαλλί) μαλλούρα, (μηδενικό) μηδενικούρα.

[μσν. -ούρα < -ουρα 1 (το λατ. και ιταλ. -ura είναι και μετον.: ιταλ. altura `ψηλό μέρος΄): μσν. κομματ-ούρα `μεγάλο κομμάτι΄]

< Προηγούμενο   1 2 [3] 4 5 ...247   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες