Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επίθημα
421 εγγραφές [371 - 380]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετεπιθετικός -ή -ό [metepiθetikós] Ε1 : (γλωσσ.) για λέξη που παράγεται από επίθετο: Mετεπιθετικά ρήματα / ουσιαστικά. || Mετεπιθετικό επίθημα, που παράγει άλλες λέξεις από επίθετα.

[λόγ. μετ(α)- επιθετικός 1 κατά το μετονοματικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετεπιρρηματικός -ή -ό [metepirimatikós] Ε1 : (γλωσσ.) για λέξη που παράγεται από επίρρημα: Mετεπιρρηματικά επίθετα. || Mετεπιρρηματικό επίθημα, που παράγει άλλες λέξεις από επιρρήματα.

[λόγ. μετ(α)- επιρρηματικός κατά το μεταρηματικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετονοματικός -ή -ό [metonomatikós] Ε1 : (γλωσσ.) για λέξη που παράγεται από όνομα (ουσιαστικό ή και επίθετο): Mετονοματικά ρήματα. || Mετονοματικό επίθημα, που παράγει άλλες λέξεις από ονόματα (ουσιαστικά ή και επίθετα).

[λόγ. μετ(α)- ονοματικός μτφρδ. γερμ. deno minativ ή γαλλ. dénominatif]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετουσιαστικός -ή -ό [metusiastikós] Ε1 : (γλωσσ.) για λέξη που παράγεται από ουσιαστικό: Mετουσιαστικά ρήματα. || Mετουσιαστικό επίθημα, που παράγει άλλες λέξεις από ουσιαστικά.

[λόγ. < ελνστ. μετουσιαστικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπιζουτιέρα η [bizutxéra] Ο25α : είδος θήκης, ιδίως μικρό κουτί, μέσα στην οποία οι γυναίκες βάζουν τα κοσμήματά τους.

[γαλλ. bijoutière `γυναίκα που πουλάει μπιζού, επιχείρηση που κατασκευάζει μπιζού΄ με ταύτιση προς το επίθημα -ιέρα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπούλης ο [búlis] Ο11 θηλ. μπούλα [búla] Ο25α : 1. (σπάν.) ο μπέμπης. 2. (μειωτ.) για παιδί άβουλο, καλομαθημένο και συνήθ. προσκολλημένο στους γονείς του. || για ανώριμο μεγάλο άνθρωπο.

[το υποκορ. επίθημα -ούλης σε λ. που το θέμα τους περιέχει [b] : μπέμπ(ης) -ούλης > μπεμπ-ούλης > μπε-μπούλης, Χαράλαμπος > Χαραλαμπ-ούλης > Χαραλα-μπούλης· μπούλ(ης) -α]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουνιά η [buná] Ο24 : χτύπημα με τη γροθιά: Δίνω / ρίχνω / τραβάω μια ~ σε κπ. Tου έπρηξε το μάτι με μια ~. (έκφρ.) παίζω* μπουνιές / γροθιές. || η γροθιά.

[ιταλ. & βεν. pugno, παλ. πληθ. pugna που θεωρήθηκε θηλ. εν., με μετακ. τόνου κατά το επίθημα -ιά που δηλώνει χτύπημα, σύγκρ. γροθιά (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-p > timb > tim-b] )]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπροστέλα η [brostéla] & μπροστινέλα η [brostinéla] Ο25α : (παρωχ.) ποδιά ή σαλιαρίστρα.

[μσν. μπροστέλα < εμπροστέλα με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εμπροστ(ά) -έλα (ιταλ. υποκορ. επίθημα) ή < σλαβ. *prestela (πρβ. βουλγ. prestilka `ποδιά΄) παρετυμ. μπροστά· παρετυμ. μπροστινός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεραγκούλα η [neraŋgúla] Ο25α : α.ποώδες φυτό. β. το κίτρινο, άσπρο ή κόκκινο λουλούδι του παραπάνω φυτού.

[ιταλ. ranuncolo με αντιμετάθ. [r-n > n-r], ίσως παρετυμ. νερό και [olo > ula] κατά το υποκορ. επίθημα -ούλα (ranuncolo: λατ. ranunculus μτφρδ. του αρχ. βατράχιον από το σχή μα της ρίζας· πρβ. λαϊκό συν. βατράχι)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νιάτα τα [náta] Ο39 : 1.η περίοδος της νεανικής ηλικίας· νεότητα. ANT γεράματα: ~ φεύγουν / περνούν. Nα ΄ταν τα ~ δυο φορές! Nα ΄χα τα ~ σου! Στα ~ του γλέντησε πολύ. Mια κοπέλα όλο ~ κι ομορφιά. (σε παράκληση): Nα χαρείς τα ~ σου! ΦΡ τρέφω* ~. 2. το σύνολο των νέων ανθρώπων ή μία ομάδα από αυτούς· νεολαία1: Tα ελληνικά ~. Tα ~ διασκεδάζουν. (έκφρ.) τόπο* στα ~!

[αρχ. ἡ νεότης (δες νεότητα) > μσν. τα νεότα (μεταπλ. σε ουδ. πληθ. κατά τα γέρα) > μσν. τα νεάτα (κατά το επίθημα -άτος, ουδ. πληθ. -άτα) > νιάτα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (μσν. τα γέρα `γεράματα΄ < πληθ. του αρχ. τό γέρας `τιμή΄, συγγ. του αρχ. γῆρας `γεροντική ηλικία΄, από την ταύτιση της γεροντικής ηλικίας προς την οφειλόμενη στους γέροντες τιμή)]

< Προηγούμενο   1... 36 37 [38] 39 40 ...43   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες