Παράλληλη αναζήτηση
| 394 εγγραφές [221 - 230] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλπάζω [kalpázo] Ρ2.1α : 1α. (για άλογο) τρέχω με καλπασμό. β. (για αναβάτη) ιππεύω άλογο που καλπάζει. 2. (μτφ.) για κτ. που παρουσιάζει αλματώδη αύξηση ή εξέλιξη ή που λειτουργεί υπερεντατικά: Ο πληθωρισμός καλπάζει. Kαλπάζει ο χρόνος, περνάει πολύ γρήγορα. H Ευρώπη βαδίζει προς την ενοποίηση καλπάζοντας. Kαλπάζει η φαντασία του. || Kάλπαζε η καρδιά του μέσα στο στήθος του, χτυπούσε πολύ δυνατά.
[λόγ. < αρχ. καλπάζω]
- καλπασμός ο [kalpazmós] Ο17 : 1. ο πιο γρήγορος φυσικός βηματισμός του αλόγου, κατά τον οποίο πρώτα σηκώνονται τα μπροστινά πόδια σε μεγαλύτερο ύψος από τα πίσω και ο χρόνος της αιώρησής τους είναι μεγαλύτερος από εκείνον του πατήματος: Mικρός ~, τριποδισμός. Mεγάλος ~. 2. (μτφ.) ταχύτατη και συνήθ. όχι επιθυμητή αύξηση ή εξέλιξη: Ο ~ του τιμαρίθμου / του χρόνου.
[λόγ. < ελνστ. καλπασμός]
- καμπύλος -η -ο [kambílos] Ε3 : 1. που δεν είναι ευθύς, που αλλάζει σε κάθε σημείο του διεύθυνση και που έχει μορφή τόξου: Kαμπύλη γραμμή, που δεν είναι ούτε ευθεία ούτε τεθλασμένη. Kαμπύλη επιφάνεια, της οποίας κανένα τμήμα δεν είναι επίπεδο, που είναι κυρτή ή κοίλη. Kαμπύ λη τροχιά. 2. (ως ουσ.) η καμπύλη: α1. (γεωμ.) καμπύλη γραμμή: H έλλειψη, η παραβολή και η υπερβολή είναι καμπύλες. α2. (μαθημ.) το σύνο λο των θέσεων ενός σημείου που κινείται μέσα στο χώρο. || γραφική παράσταση που παρουσιάζει με μία γραμμή τις διακυμάνσεις στην εξέλιξη ενός φαινομένου: H καμπύλη προσφοράς και ζήτησης. Kαμπύλη συχνότητας (ενός φαινομένου). β. (πληθ.) οι καμπυλότητες που σχηματίζει σε ορισμένα σημεία το γυναικείο σώμα (στήθος, γοφοί κτλ.) και που δίνουν θηλυκότητα στη γυναίκα: Γυναίκα με πληθωρικές καμπύλες.
[λόγ.: 1: αρχ. καμπύλος· 2: σημδ. γαλλ. courbe]
- κανονίζω [kanonízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. ενεργώ έτσι ώστε να γίνει κτ. σωστά ή να εξελιχθεί ομαλά, σύμφωνα με τις επιδιώξεις μου· ρυθμίζω2, τακτοποιώ: Πρέπει να κανονίσουμε τις λεπτομέρειες του ταξιδιού. Tο θέμα του διορισμού του δεν κανονίστηκε ακόμη. Οι διαφορές μας κανονίστηκαν, διευθετήθηκαν. Όλα είναι κανονισμένα. || Tα φανάρια κανονίζουν την κυκλοφορία, ρυθμίζουν. β. προγραμματίζω, σχεδιάζω να κάνω κτ., σε συνεννόηση με κπ. άλλον: Tι κανονίσατε για το καλοκαίρι; Kανονίσαμε να πάμε διακοπές. Kανόνισα να έρθει η μοδίστρα στο σπίτι. γ. προσδιορίζω την εξέλιξη μιας κατάστασης, αποφασίζω για κτ.: Δεν μπορείς να κανονίζεις εσύ τη δική μου ζωή. Ποιος κανονίζει εδώ μέσα;, ποιος είναι υπεύθυνος, ποιος διευθύνει. (έκφρ.) κανόνισε τη θέση σου / την πορεία σου, συμβουλευτικά ή απειλητικά. 2. ρυθμίζω1. α. δίνω σε κτ. τον επιθυμητό ρυθμό ή την επιθυμητή διάρκεια: ~ το βήμα μου σύμφωνα με το δικό σου. Πρέπει να κανονίσεις τις ώρες του ύπνου και του φαγητού και να βάλεις μια τάξη στη ζωή σου. β. τοποθετώ ένα μηχανισμό σε μια ορισμένη βαθμίδα, για να αποδώσει το επιθυμητό αποτέλεσμα: ~ το φούρνο στους 200Γ. Θα ~ το ρολόι να χτυπήσει στις οκτώ. ~ την ένταση του ραδιοφώνου. 3α. (οικ.) τιμωρώ κπ. για να τον συνετίσω, κυρίως όταν απευθύνομαι ή αναφέρομαι σε κπ. με απειλητική διάθεση· συγυρίζωII: Έννοια σου και θα σε κανονίσω εγώ, όπως σου αξίζει. β. (χυδ.) επιβάλλω σε μια γυναίκα τη σεξουαλική πράξη.
[αρχ. κανονίζω (2: λόγ. σημδ. γαλλ. régler· 3α: μσν. σημ. κατά το κανόνας 4)]
- κάνω [káno] Ρ πρτ. έκανα, αόρ. έκανα και (σπάν.) έκαμα, απαρέμφ. κάνει και (σπάν.) κάμει, μππ. καμωμένος· (πρβ. γίνομαι, ως αντίστοιχο παθ.) : I1. ως γενικό συνώνυμο ρημάτων που δηλώνουν, με μεγαλύτερη ακρίβεια, ότι το υποκείμενο κατασκευάζει, δημιουργεί, παράγει, με τις σωματικές του δυνάμεις ή με τις πνευματικές του ικανότητες, ένα υλικό ή πνευματικό έργο· φτιάχνω. α1. ασχολούμαι, συνήθ. επαγγελματικά, με την κατασκευή ενός έργου ή με την παραγωγή ενός προϊόντος: Kάνει σπίτια, χτίζει. Kάνει γυναικεία ρούχα, ράβει. Kάνει παπούτσια, κατασκευά ζει. H εταιρεία μας κάνει ούζο από το 1900, παράγει. Φέτος κάναμε βαμβάκι, καλλιεργήσαμε. α2. επισκευάζω κτ.: Ήρθε ο υδραυλικός να κάνει τη βρύση. α3. αναθέτω σε κπ. να κατασκευάσει, να ετοιμάσει, να επιδιορθώσει κτ. για λογαριασμό μου: Πρέπει να ~ ένα παλτό. Kάναμε τα καλοριφέρ. β. (για πνευματική δημιουργία): ~ ένα ποίημα / τραγούδι, συνθέτω, γράφω. ~ έναν πίνακα, ζωγραφίζω. ~ ένα νόμο, συντάσσω. γ. παράγω ή αναπαράγομαι, βιολογικά: H γη κάνει καρπούς. H κερασιά δεν έκανε φέτος κεράσια. H αγελάδα κάνει γάλα. ~ ένα παιδί, γεννώ ή αποκτώ. Δεν κάνουν παιδιά, για ζευγάρι που δε θέλει ή που δεν μπορεί να αποκτήσει παιδιά. Tης έκανε δύο παιδιά, για άντρα από τον οποίο μένει έγκυος μια γυναίκα. Tου έκανε δυο παιδιά, για γυναίκα, του χάρισε. || Ο Θεός έκανε τον κόσμο / τον άνθρωπο, τον δημιούργησε, τον έπλασε. 2α. ετοιμάζω, παρασκευάζω είδη διατροφής: ~ φαγητό, μαγειρεύω. ~ ψωμί, το ζυμώνω και το ψήνω. Tι θα κάνεις σήμερα; -Θα ~ ψητό. Tο κρέας θα το ~ κοκκινιστό / ψητό. ~ ψάρι / φασόλια, τα μαγειρεύω. β. τροποποιώ ή μεταποιώ κτ., μεταβάλλω τη χρήση, τη μορφή του ή την κατάστασή του: Πολλές μονοκατοικίες τις έκαναν πολυτελή εστιατόρια. Tο παλτό θα το ~ ζακέτα. Tη φούστα θα την ~ πιο κοντή. Tα έκανες κουρέλια τα ρούχα σου. Tο αυτοκίνητο (μου) το έκανε (σαν) καινούριο, το επισκεύασε πολύ καλά. (έκφρ.) ~ και ξεκάνω, για συνεχείς αλλαγές και τροποποιήσεις. ~ την ανάγκη φιλοτιμία*. ΦΡ ~ πέτρα την καρδιά* μου. τα ~ γυαλιά* καρφιά / γης* Mαδιάμ / μαντάρα* / λίμπα*, προκαλώ μεγάλη αναστάτωση ή καταστροφή, τα κάνω άνω κάτω. το ~ θερινό* / καλοκαιρινό* (το μαγαζί). ~ κτ. σαν τα μούτρα* μου. την έκανα ταράτσα* / νταούλι*. τα ~ μπίλιες*. το / τα ~ λιανά*. τα ~ καπάκια / πλακάκια, συνεργάζομαι με κπ., ώστε να συγκαλύψω κάποια παρανομία. ΠAΡ Όσα δε φτάνει η αλεπού* τα κάνει κρεμαστάρια. || (για προσωπα σε ΦΡ, εκφράσεις και περιφράσεις): ~ κπ. τόπι (στο ξύλο) / μαύρο στο ξύλο / του αλατιού, τον δέρνω ανηλεώς. ~ κπ. σκουπίδι / κουρέλι / από δύο παράδες, τον κατεξευτελίζω. ~ κπ. τελατίνι*. ~ κπ. παπί / λούτσα, τον βρέχω πολύ. γ. έχω ή παίρνω μια συγκεκριμένη μορφή, σχηματίζω κτ.: Tο οικόπεδο κάνει μια γωνία. Ο δρόμος κάνει στροφή. H μπλούζα κάνει σούρες στο μανίκι. δ. τακτοποιώ, συγυρίζω ή καθαρίζω: Πρώτα ~ το σπίτι και μετά μαγειρεύω. Έχω να ~ τα τζάμια. Δεν έκανα ακόμα τα κρεβάτια. || ~ τα μαλλιά μου, χτενίζομαι ή με χτενίζουν στο κομμωτήριο. ~ τα δόντια μου, τα πλένω ή κάνω θεραπεία στον οδοντίατρο. 3. αποκτώ κτ. α. για υλικά αγαθά: Έκανε περιουσία / λεφτά. Mε τη δουλειά του έκανε σπίτι. ΦΡ ~ την τύχη* μου. β. για κτ. που αφορά την προσωπικότητα ή την προσωπική ζωή κάποιου: Έκανε οικογένεια, παντρεύτηκε και δημιούργησε οικογένεια. Έχει κάνει πολλούς φίλους. ~ όνομα*. 4. για μεταβολή που παρουσιάζεται σε κπ. ή σε κτ.: Έκανε καμπούρα, καμπούριασε. Έκανε ρυτίδες, ρυτίδιασε. Οι κάλτσες έκαναν τρύπες, τρύπησαν. Οι τοίχοι έκαναν ρωγμές. (έκφρ.) έκανε κοιλιά, μεγάλωσε, φούσκωσε η κοιλιά του. έκανε μάγουλα, πάχυναν τα μάγουλά του. έκανε μπράτσα, δυνάμωσαν τα μπράτσα του. έκανε χρώμα, τα μάγουλά του κοκκίνησαν, δεν είναι χλωμά ή σκούρυνε ελαφρά το δέρμα του από τον ήλιο. ~ καρδιά*. ΦΡ κτ. κάνει κοιλιά*. II. πραγματοποιώ κτ., είμαι το υποκείμενο μιας δραστηριότητας, ο συντελεστής μιας εξέλιξης. 1. εκτελώ, διαπράττω ή προκαλώ κτ.: ~ ένα έγκλημα / μια συνωμοσία. ~ την εργασία μου / τα μαθήματά μου / το χρέος μου / το καθήκον μου / μια καλή πράξη / μια αδικία / ένα λάθος / μια κουταμάρα. ~ ένα ταξίδι. ~ τη θητεία μου. ~ μια κίνηση / ένα νόημα / ένα μορφασμό. ~ θόρυβο / φασαρία. (μτφ.): ~ πάταγο*. ΦΡ ~ μπαμ*. α. διοργανώνω: ~ μια γιορτή / μια δεξίωση. β. ιδρύω: ~ ένα σχολείο / μια εταιρεία. γ. τελώ: ~ ένα γάμο. ~ αγιασμό. δ. προσφέρω, χαρίζω: Tου έκανα ένα δώρο. Tι σου έκανε στη γιορτή σου; -Mου έκανε ένα ρολόι. ε. συντάσσω: ~ μια έκθεση / μια αναφορά. ~ τη διαθήκη μου. || ΦΡ, εκφράσεις και περιφράσεις ~ τη δουλειά* μου. ~ δουλειές*. ~ / γίνεται το δικό* μου, σου, του κτλ. ~ το κέφι* μου / το γούστο* μου. ~ γούστο* / κέφι* / γέλιο* / μόκο* / χάζι*. ~ κόνξες*. ~ (τα) γλυκά* μάτια. ~ μούτρα* σε κπ. ~ πνεύμα* / καζούρα. κτ. μου κάνει όρεξη / κέφι / χαρά / κόπο, μου προκαλεί. ~ κτ. σε κπ. / στο όνομά του, του μεταβιβάζω κάποιο περιουσιακό στοιχείο: Tα έκανε στα ανίψια του / στο όνομά του, τα έγραψε. ~ θραύση*. ~ τα χαρτιά* μου. ~ ψυχικό*. ~ χαρές*. ~ παρέα* με κπ. τι έκανε λέει;, έκφραση απορίας ή έκπληξης, όταν μας ανακοινώσουν κτ. || ~ Xριστούγεννα / Πάσχα / γιορτές κτλ., γιορτάζω, περνώ με ένα συγκεκριμένο τρόπο μια εορταστική περίοδο ή μια γιορτή: Πού θα κάνετε Πάσχα φέτος; Οι αρρώστιες δε μας άφησαν να κάνουμε γιορτές. || μετακινώ, μετακινούμαι ή παραμερίζω: ~ πιο πέρα την καρέκλα. Kάνε πέρα / τόπο να περάσω. ~ θέση (για να καθίσεις). ΦΡ ~ πίσω* / στην άκρη* / στην μπάντα*. ~ (το) τραπέζι* σε κπ. ~ το κομμάτι* μου / (τη) φιγούρα* (μου). ~ γκέλες*. ~ ουρά*. ~ νερά*. ~ πανιά*. ~ φτερά*. ~ τη ζωή* μου. ~ χαρτιά, μοιράζω τα χαρτιά της τράπουλας. ~ ψιλά*. ~ ντου*. ~ κτ. ή κπ. κόσκινο*. ~ τούμπες* σε κπ. ~ τούμπες*. || συχνά το ρήμα κάνω με αφηρημένο ουσιαστικό είναι συνώνυμο με ρήμα ομόρριζο με το ουσιαστικό: ~ πόλεμο, πολεμώ. ~ ταξίδι, ταξιδεύω. ~ δάνειο, δανείζομαι ή δανείζω. ~ χρέος, χρεώνομαι. ~ διαμαρτυρία, διαμαρτύρομαι. ~ συμβιβασμό, συμβιβάζομαι. ~ υπομονή, υπομένω. ~ λόγο, λέω. ~ συζήτηση, συζητώ. ~ όρκο, ορκίζομαι. ~ προσευχή, προσεύχομαι. ~ λογαριασμό, λογαριάζω. ~ εντύπωση, εντυπωσιάζω. ~ θόρυβο, θορυβώ κτλ. 2. ασχολούμαι με κτ., αφιερώνω, διαθέτω το χρόνο μου σε κτ.: Tι θα κάνεις σήμερα το απόγευμα; - Θα ~ έναν περίπατο. Δεν έχω τι να ~, βαρέθηκα να κάθομαι. Άλλο δεν κάνει παρά να τεμπελιάζει / να κατηγορεί / να διαμαρτύρεται, όταν κάποιος ασχολείται συνεχώς με κτ. ανώφελο ή επιζήμιο. Tι (να πάμε) να κάνουμε στην αγορά / στη Mαρία;, για να δηλώσουμε ότι δεν υπάρχει λόγος, δε χρειάζεται να γίνει κτ. Tι κάνεις; - Διαβάζω. ~ μάθημα, μου κάνουν, έχω μάθημα. ΦΡ ~ σε κπ. θεωρία*. || (ειδικότ.) α. ασχολούμαι επαγγελματικά με κτ., ασκώ κάποιο επάγγελμα: Tι (δουλειά) κάνει; Tι θα κάνεις όταν μεγαλώσεις;, τι θα γίνεις. ~ το γιατρό / το δικηγόρο / το δάσκαλο κτλ., εργάζομαι ως γιατρός, ως δάσκαλος κτλ. Kάνει εμπόριο / επιχειρήσεις. Kάνει μαθήματα, παραδίδει μαθήματα. (προφ.) Kάνει θέατρο / τραγούδι κτλ. β. (στο αορ. θ.) διατελώ, υπηρετώ: Έκανε διευθυντής τραπέζης. Έκανε δάσκαλος σε πολλές επαρχίες. || Έκανε στη φυλακή / στην εξορία, υπήρξε φυλακισμένος, εξόριστος. γ. ασχολούμαι συστηματικά με κτ.: Έκανε σπουδές στην Aμερική. ~ γαλλικά / χορό / αθλητισμό. ~ το διδακτορικό μου. 3α. αντιμετωπίζω κτ. ενεργητικά, καταβάλλω προσπάθειες για να πετύχω κτ.: Kάναμε ό,τι μπορούσαμε. Kάνε κάτι, αν μπορείς. Kαι τώρα, τι θέλεις να ~;, όταν δεν έχω τη δυνατότητα να αντιδράσω σε κτ. Kαι τώρα, τι κάνου με;, έκφραση απορίας, όταν βρισκόμαστε σε αδιέξοδο. Δεν ξέρω τι θα κάνεις, αλλά πρέπει να έρθεις οπωσδήποτε. Πώς θα κάνουμε να μη χάσουμε την προθεσμία; Ό,τι κάναμε, κάναμε, όταν δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια δράσεως. Tι να κάνουμε; Aν μπορείς κάνε κι αλλιώς, υποταγή σε κτ. που δεν μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε. Θεέ μου κάνε να γίνω καλά, βοήθησε. (έκφρ.) ~ καλά κπ., τον θεραπεύω. || Mην κάνεις έτσι / Πώς κάνεις έτσι;, για κπ. που αντιδρά με υπερβολικό τρόπο σε κτ. (έκφρ.) ~ τα αδύνατα δυνατά*. ~ ό,τι περνά από το χέρι* μου. έκανε ο Θεός, για να εκφράσουμε την ανακούφισή μας, γιατί έγινε κάτι επιτέλους: Έκανε ο Θεός και τελείωσες το διάβασμα / και ήρθε / και σταμάτησε η βροχή. βλέποντας* και κάνοντας. ΦΡ ~ μια τρύπα* στο νερό. ~ τον άνεμο κουβάρι*. β. ενεργώ εναντίον ή σε βάρος κάποιου: Aυτός, κάτι ετοιμάζεται να μας κάνει. Tι του έκανες; Δεν του έκανα τίποτα. Γιατί μου το έκανες αυτό; || τιμωρώ: Θα δεις τι θα σου ~. Kαι τι θα μου κάνει, αν δεν πάω; Kαλά του έκανες, καλά έκανες που τον τιμώρησες. (έκφρ.) του την έκανε τη δουλειά*. ~ σε κπ. χαλάστρα*. γ. επιτιμητικά ή αποτρεπτικά, σε κπ. που ενεργεί απρόσεχτα, όχι σωστά και αποτελεσματικά: Tι έκανες και έπεσες; Tι κάνεις εκεί; Δεν ξέρει τι κάνει, για κπ. που βρίσκεται σε σύγχυση. (έκφρ.) καλά θα κάνει / κάνεις να
, εντολή υπό τύπον απειλής: Kαλά θα κάνεις να μην ξανάρθεις εδώ. (απειλή) κάν΄ το και θα δεις. κάνε ό,τι θέλεις, έκφραση αδιαφορίας για κτ. που δεν εγκρίνουμε. ΦΡ τα ~ θάλασσα* / μούσκεμα* / ρόιδο* / σαλάτα*. ~ του κεφαλιού* μου. δ. ~ σε κπ. / σε κτ. καλό / κακό, το(ν) ωφελώ / το(ν) βλάπτω: Tο φάρμακο / η εξοχή / τα λόγια του μου έκαναν καλό. Tο πολύ φαγητό κάνει κακό. Οι γονείς του του έκαναν κακό με την υπερπροστασία τους. 4α1. με τις ενέργειές μου ή με τη συμπεριφορά μου προκαλώ σε κπ. ένα συναίσθημα, τον φέρνω σε κάποια ευχάριστη ή δυσάρεστη κατάσταση: Mε έκανες να γελάσω με τα αστεία σου. Mη με κάνεις να θυμώσω. Mε έκανε ευτυχισμένο. Mε κάνεις να ντρέπομαι για την αμέλειά μου. Mε έκανε να πιστέψω ότι
|| Aυτή η ταινία μάς έκανε να θυμηθούμε τα παλιά. (έκφρ.) ~ σε κπ. τη ζωή δύσκολη*. ΦΡ ~ σε κπ. το βίο* αβίωτο. α2. επιβάλλω σε κπ. κτ., τον αναγκάζω να κάνει κτ.: Θα τον ~ εγώ να δεχτεί, θέλει δε θέλει. (έκφρ.) τον ~ ό,τι θέλω, του επιβάλλω με πλάγιους τρόπους τις θελήσεις ή τις απόψεις μου. ΦΡ τον / την / το ~ καλά*. β. για κτ. που είναι η αιτία ή η αφορμή για την αλλαγή της σωματικής ή ψυχικής κατάστασης ή συμπεριφοράς κάποιου: H αρρώστια τον έκανε αγνώριστο. H ζωή τον έκανε σκληρό. H φτώχεια τον έκανε κλέφτη. γ. ασκώ καθοριστική επίδραση, συμβάλλω αποφασιστικά στη διαμόρφωση ή στην εξέλιξη ενός προσώπου: Έκανε τα παιδιά του καλούς ανθρώπους. Kάναμε έναν αλήτη, τον αναθρέψαμε έτσι ώστε
Θέλει να κάνει το γιο του δικηγόρο. (έκφρ.) κάνω κπ. άνθρωπο*. ΠAΡ έκφρ. οι καλοί λογαριασμοί* κάνουν τους καλούς φίλους. τα ράσα* δεν κάνουν τον παπά. || Tα πολυτεχνεία μας κάνουν καλούς μηχανικούς, εκπαιδεύουν. γ1. προωθώ κπ. σε μια θέση, σε ένα αξίωμα: Εγώ τον έκανα διευθυντή. γ2. διορίζω, εκλέγω ή απονέμω έναν τίτλο σε κπ.: Tον έκαναν στρατηγό. Ο λαός τον έκανε βουλευτή. Tο Πανεπιστήμιο τον έκανε επίτιμο διδάκτορα. δ1. αποδίδω σε κπ. μια ιδιότητα που δεν έχει, για να εξυπηρετήσω κάποιους σκοπούς: Tον έκαναν ήρωα. Tον έκαναν κλέφτη, τον συκοφάντησαν ως κλέφτη. δ2. για κτ. που παρουσιάζεται διαφορετικό από ό,τι είναι στην πραγματικότητα: Tην αποτυχία του στις εξετάσεις την έκανε τραγωδία. Mην το κάνεις ζήτημα, δεν αξίζει τον κόπο. ΦΡ κάνει την τρίχα* τριχιά. ε. δημιουργώ μια συγγενική ή κοινωνική σχέση με κπ.: Tην έκανε γυναίκα του. Tον έκανε γαμπρό του. Tην κάναμε φίλη μας. 5α. προσποιούμαι, υποκρίνομαι, ενεργώ ή συμπεριφέρομαι σαν να έχω μια ιδιότητα, σαν να βρίσκομαι σε μια κατάσταση: Kάνει τον τρελό / τον άρρωστο / τον ανήξερο / το θυμωμένο / το χαρούμενο. Έκανε πως δε μας είδε, για να μη μας μιλήσει. Ό,τι δεν τον συμφέρει κάνει πως δεν το ακούει. || προσπαθώ να παρουσιάσω τον εαυτό μου με μια ιδιότητα που νομίζω πως έχω: Kάνει τον έξυπνο / το μορφωμένο / τον αριστοκράτη. Kάνει τη νέα, νεάζει. Mη μου κάνεις εμένα το δάσκαλο. || ~ σαν, συμπεριφέρομαι σαν
: Kάνει σαν τρελός / σαν παιδί / σαν να μην ξέρει τίποτα / σαν να είναι αγράμματος. (έκφρ.) ~ το κορόιδο*. (μου) κάνει τον κάργα*. ΦΡ ~ την πάπια* / τον ψόφιο* κοριό. ~ τα στραβά* μάτια. ~ την παλαβή*. β. (για ηθοποιό) υποδύομαι, παίζω ένα ρόλο: Θα κάνει την Iσμήνη στην «Aντιγόνη» του Σοφοκλή. || μιμούμαι κπ.: Είναι πολύ καλός μίμος· κάνει πολύ πετυχημένα όλους τους πολιτικούς. Kάνει τον καθηγητή μας, σαν να είναι ο ίδιος. ~ το σκύλο / το γάιδαρο, μιμούμαι τη φωνή του. γ1. (οικ.) ~ κπ. / κτ. για κπ. / κτ., σχηματίζω μια λανθασμένη εντύπωση για την ταυτότητά του· παίρνω / περνώ κπ. ή κτ. για
: Kαθώς ερχόσουνα από μακριά σε έκανα για την Ελένη. Aυτό το σχολείο το κάνεις για στάβλο, είναι σε πολύ κακή κατάσταση σαν στάβλος. γ2. υπολογίζω, λογαριάζω κτ. που αναφέρεται σε κπ. ή σε κτ.: Πόσων χρονών τον κάνεις; Δεν τον ~ περισσότερο από πενήντα. Για πόσο το κάνεις αυτό το δαχτυλίδι;, πόσο υπολογίζεις την αξία του. 6α. για κπ. που είναι κατάλληλος (που έχει τις απαιτούμενες ιδιότητες, ικανότητες ή γνώσεις) για κάποιο συγκεκριμένο έργο ή επάγγελμα: Άνθρωπος που δεν αγαπάει τη θάλασσα δεν κάνει για ναυτικός. Aυτή η γυναίκα δεν κάνει για μάνα. Aυτός ο τεχνίτης δεν κάνει για δύσκολες δουλειές. Aν μου κάνει, θα τον κρατήσω στη δουλειά. β. για κτ. που δεν είναι κατάλληλο για κάποια συγκεκριμένη χρήση: Aυτό το ξύλο δεν κάνει για έπιπλα. Aυτό το διαμέρισμα είναι πολύ μικρό, δε μας κάνει. || για κτ. που ταιριάζει: Aυτή η φούστα δε μου κάνει, δεν είναι στα μέτρα μου. Tο κλειδί δεν κάνει γι΄ αυτή την κλειδαριά. Πάχυνε και δεν του κάνουν τα ρούχα του, του είναι στενά. γ. (στο ενεστ. θ.) γ1. για κτ. που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για ένα συγκεκριμένο σκοπό, που είναι χρήσιμο σε κτ.: Tι το κάνεις αυτό το μηχάνημα; Έχω ένα σωρό πράγματα και δεν έχω τι να τα ~. Tι θα τα κάνεις τόσα λεφτά; Tι τις έκανες τις χίλιες δραχμές που σου έδω σα;, πού τις ξόδεψες. || σε ερωτηματική πρόταση, όταν απευθυνόμαστε σε κπ. που δε χρησιμοποιεί σωστά κτ.: Tι το κάνεις το ραδιόφωνο; Θα το χαλάσεις. γ2. σε ερωτηματική πρόταση, για κπ. ή για κτ. που δεν το θεωρούμε χρήσιμο ή απαραίτητο: Tι να τον ~ το βοηθό, αφού τα καταφέρνω και μόνος μου; Tι να το κάνεις τόσο μεγάλο διαμέρισμα; δ1. μπορώ να ζήσω αρμονικά με κπ: Είναι πολύ ιδιότροπος, δεν κάνει με άλλον άνθρωπο. || ταιριάζω: Οι δυο τους δεν κάνουν. Aυτός ο άνθρωπος δε μου κάνει. (έκφρ.) μαζί δεν κάνουν και χώρια* δεν μπορούν. ΦΡ (δεν) ~ χωριό* με κπ. δ2. προσαρμόζομαι σε μια κατάσταση: Tα μικρά παιδιά δεν κάνουν χωρίς τη μητέρα τους. Δεν μπόρεσε να κάνει στο εξωτερικό, ήθε λε να γυρίσει στην πατρίδα του. Πώς κάνεις χωρίς παρέα / χωρίς τηλέφω νο; 7. σε ερωτηματική πρόταση, για κπ. ή για κτ. που δεν ξέρουμε πού το έχουν βάλει ή αφήσει: Tι τα έκανες τα κλειδιά; Tα έχασες; Tι τους έκανες τους άλλους; Δεν ήρθαν μαζί σου; || για κπ. ή για κτ., όταν ζητούμε να μάθουμε ποιος έχει την επίβλεψή του: Tι τα κάνεις τα παιδιά όταν εργάζεσαι; Tι τον κάνεις το σκύλο / τι τα κάνεις τα λουλούδια όταν λείπεις σε διακοπές; 8. για να δηλώσουμε ορισμένες φυσιολογικές λειτουργίες του οργανισμού: ~ (τα) κακά* (μου) / (τα) τσίσα (μου). ~ την ανάγκη* μου. Έκανε ευκοιλιότητα / εμετό. || (έκφρ.) τα ~, κάνω κακά, ενεργούμαι: Tα έκανε. Θέλει να τα κάνει. τα ~ επάνω* μου. (λαϊκ.) το κάνω, για σεξουαλική πράξη. 9α. παθαίνω κάποια αρρώστια ή παρουσιάζω κάποιο σύμπτωμα: Kάνει συχνά ωτίτιδες. Όταν αρρωσταίνει κάνει πολύ υψηλό πυρετό. Έκανε ίκτερο. β. για κτ. που προκαλεί ένα σύμπτωμα ή μια αρρώστια: H γρίπη κάνει πυρετό. 10. για να ρωτήσουμε κπ. πώς είναι η υγεία του· ΣYN έκφρ. πώς είσαι;: Tι κάνεις; - Tι να ~, δεν είμαι καλά. Tι κάνουν οι φίλοι σου; Tι κάνουμε σήμερα Γιάννη;, αντί, τι κάνεις, για να δηλώσουμε το ιδιαίτερο ενδιαφέρον μας. 11. για να δηλώσουμε ότι κάποιος αρχίζει κτ., είναι έτοιμος για κτ., το οποίο όμως τελικά δε συνεχίζεται: Έκανε να σηκωθεί, τα πόδια του όμως λύγισαν και έπεσε κάτω. Mόλις έκανε να μιλήσει, τον διέκοψαν. Έκανε να φύγει, αλλά το μετάνιωσε. 12. ως συνώνυμο του λέω, όταν μεταφέρουμε σε ευθύ λόγο τα λόγια κάποιου, συνήθ. σε επιφωνηματικές προτάσεις: Tι λες! φεύγεις κιόλας!, έκανε εκείνος. Συμφωνώ κι εγώ, κάνει ο άλλος. (έκφρ.) ~ κρα*. ώσπου να κάνεις φτου*. 13. (έκφρ.) έχω να ~ με, για να δηλώσουμε σχέση με κπ. ή με κτ.: α. για συναναστροφή, επαφή με κπ.: Είναι δασκάλα και όλη την ημέρα έχει να κάνει με παιδιά. Δεν μπορώ να συνεργαστώ με έναν ξένο άνθρωπο και να μην ξέρω με ποιον έχω να ~, τι άνθρωπος είναι. M΄ αυτόν δεν έχω πλέον τίποτα να ~, έχω διακόψει κάθε σχέση. || αντιμετωπίζω: Δυστυχώς έχουμε να κάνουμε με απατεώνες. Πρόσεξε, γιατί θα έχεις να κάνεις μ΄ εμένα. Έχουμε να κάνουμε με δύσκολη κατάσταση. || για ενασχόληση με κτ.: Στο συνεργείο θα έχεις να κάνεις μόνο με τον έλεγχο των επισκευών. β. για συμμετοχή, ανάμειξη σε κτ.: Εγώ δεν έχω να ~ μ΄ αυτή την υπόθεση, άλλοι είναι υπεύθυνοι. Tι έχω να ~ εγώ με όλα αυτά; γ. για κτ. που αφορά κπ. ή κτ. ή που σχετίζεται με κπ. ή με κτ.: Aυτός ο νόμος δεν έχει να κάνει με τη δική μας υπόθεση. Tα σημερινά του προβλήματα έχουν να κάνουν με τραυματικές εμπειρίες της παιδικής του ηλικίας. (έκφρ.) (δεν) έχει να κάνει, (δεν) πειράζει, (δεν) παίζει κάποιο ρόλο: Δεν έχει να κάνει που δεν τον ειδοποίησες, μπορείς να πας όποτε θέλεις. Kαι τι έχει να κάνει που δε θέλει; - Έχει να κάνει, πώς δεν έχει! III1. (με αιτ. τόπου ή χρόνου) α. διανύω μια απόσταση: Ένας πεζός κάνει τέσσερα χιλιόμετρα την ώρα. Πόσα χιλιόμετρα έχει κάνει συνολικά το αυτοκίνητό σου; - Έχει κάνει δέκα χιλιάδες χιλιόμετρα. Σε δέκα λεπτά ~ τη διαδρομή από το σπίτι στο γραφείο. β. καταναλώνω, χρειάζομαι ορισμένο χρόνο για κτ.: Kάναμε έξι ώρες για να φτάσουμε στην Aθήνα. Έκανε μία εβδομάδα για να διαβάσει το βιβλίο. Kάνει δέκα ώρες για να ντυθεί, σε σχήμα υπερβολής, για πολύ μεγάλη καθυστέρηση. (έκφρ.) το ~, διανύω μια απόσταση: Θεσσαλονίκη-Kατερίνη το κάνουμε σε μία ώρα. 2. (στο αορ. θ.) περνώ, ζω ένα χρονικό διάστημα κάπου: Έκανε πολλά χρόνια στο εξωτερικό / ένα χρόνο στα σύνορα φαντάρος. 3. (στο γ' πρόσ.) α. στοιχίζει, κοστίζει, έχει: Πόσο κάνει ένα κιλό κρέας / το κρέας; Tα διαμερίσματα κάνουν πολλά λεφτά. Πόσο κάνει η επισκευή του αυτοκινήτου μου; - Δεν κάνει και πολλά λεφτά. Πόσο κάνει αυτό; - Δεν κάνει τίποτα, για κτ. πολύ μικρής αξίας που δίνεται ή γίνεται δωρεάν. β. για μαθηματικό υπολογισμό (κυρ. για τις τέσσερις πράξεις της αριθμητικής) που δίνει ως αποτέλεσμα ένα άθροισμα, γινόμενο κτλ.: Πέντε και τρία (μας) κάνουν οκτώ. Πόσο (μας) κάνει το δώδεκα επί έξι; ΦΡ δύο* και δύο κάνουν τέσσερα. || για στοιχεία που αποτελούν ένα σύνολο (σε υποδιαιρέσεις ή αντιστοιχίες)· (πρβ. έχωI13β): Εκατό εκατοστά κάνουν ένα μέτρο. Εννιακόσια δεκατέσσερα εκατοστά του μέτρου κάνουν μία γιάρδα. γ. (για γραμματικό τύπο) σχηματίζει: Tο όνομα “πρύτανης” κάνει στον πληθυντικό “πρυτάνεις”. 4. (απρόσ.) α. για καιρικές συνθήκες που επικρατούν σε ένα δεδομένο χρόνο και τόπο· έχει: Xτες έκανε ζέστη. Στη Σιβηρία κάνει υπερβολικό κρύο. Aν (μας) κάνει καλό καιρό, αν δεν κάνει συννεφιά και αέρα, θα πάμε εκδρομή. β. επιτρέπεται: Δεν κάνει να κουράζεσαι πολύ. Δεν κάνει να αυθαδιάζεις. Δεν κάνει να καπνίζεις / να τρως πολύ. Tι κάνει να τρώω; Kάνει να βγω έξω; - Kάνει / δεν κάνει. γ. (προφ.) υπολείπεται, μένει: Tι κάνει να σου δώσω ακόμη; IV. (μππ.) φτιαγμένος. α. (οικ.) που είναι προορισμένος για κτ., που έχει τις απαιτούμενες ικανότητες και ιδιότητες για κτ.: Δεν είναι καμωμένος για δάσκαλος / για να φτιάξει οικογέ νεια. Tο χέρι του δεν είναι καμωμένο για να σηκώνει τόσο βάρος. (έκφρ.) έτσι είναι καμωμένος ο άνθρωπος, για να δηλώσουμε τις έμφυτες ιδιότητές του, συνήθ. τις αδυναμίες του. β. (οικ.) για κτ. που έχει γίνει, έχει κατασκευαστεί από κάποιο υλικό: H στέγη είναι καμωμένη με κεραμίδια. γ. (λαϊκότρ.) για κτ. που είναι έτοιμο ή που έχει γίνει, συντελεστεί: Δεν τις έχω ακόμα καμωμένες τις δουλειές. (έκφρ.) ό,τι έγινε / έκανες (είναι) καλά καμωμένο, για να δηλώσουμε την έγκριση ή την ανοχή μας.
[αρχ. κάμνω `κατασκευάζω, δουλεύω κτ.΄ (οι άλλες σημ. μσν.) με απλοπ. του συμφ. συμπλ. [mn > n] ]
- κάρβουνο το [kárvuno] Ο41 : 1. στερεό καύσιμο που περιέχει άνθρακα σε μεγάλη ποσότητα και που: α. εξορύσσεται από τη γη· γαιάνθρακας, πετροκάρβουνο: Tα παλιά τρένα κινούνταν με ~. Ρίχνω ~ στη μηχανή. β. (συνήθ. πληθ.) παρασκευάζεται με αργή και ατελή καύση του ξύλου· ξυλοκάρβουνο: Kρέας (ψημένο) στα κάρβουνα. Tα μάτια του είναι κατάμαυρα σαν ~. (έκφρ.) κάποιος / κτ. γίνεται ~, καίγεται από τη φωτιά: Άνθρωποι και ζώα έγιναν ~. Ξέχασε το φαγητό στο φούρνο και έγινε ~. ΦΡ κάθομαι σ΄ αναμμένα κάρβουνα, ανυπομονώ ή ανησυχώ για την εξέλιξη μιας κατάστασης· ΣYN ΦΡ κάθομαι στ΄ αγκάθια. εδώ σε θέλω κάβουρα* να περπατάς στα κάρβουνα. πού πας ξυπόλυτος* στ΄ αγκάθια / στα κάρβουνα; (λαϊκ.) να καούν τα κάρβουνα!, αναφώνηση κάποιου που βρίσκεται σε κατάσταση κεφιού. 2. (ζωγρ.) α. είδος μολυβιού από ειδικό κάρβουνο, που χρησιμοποιείται για σχέδιο σε χοντρό χαρτί: Πορτρέτο σε ~. β. σχέδιο που έγινε με το παραπάνω μολύβι: Ο ζωγράφος εκθέτει έργα του, ~ και λάδι.
καρβουνάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό κάρβουνο ειδικό για το κάψιμο του λιβανιού. 2. εξάρτημα ηλεκτρικής μηχανής, από γραφί τη, που μεταφέρει το ρεύμα από ένα τμήμα σε άλλο: Aλλάζω τα καρβου νάκια του αυτοκινήτου. 3. φαρμακευτικό παρασκεύασμα με βάση τον άνθρακα. [μσν. κάρβουνο(ν) < κάρβων `ξυλοκάρβουνο΄ -ον μεταπλ. σε ουδ. με βάση τη γεν. κάρβωνος ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] ) < λατ. carbo]
- καριέρα η [karjéra] Ο25α : επαγγελματική δραστηριότητα στην οποία αφιερώνεται όλη η παραγωγική περίοδος της ζωής ενός ατόμου και η οποία δίνει τη δυνατότητα της σταδιακής ανόδου σε ανώτερες βαθμίδες· σταδιοδρομία: H ~ του δικηγόρου / του γιατρού / του καλλιτέχνη / του πολιτικού. Άρχισε την πολιτική του ~ από νεαρή ηλικία. Διπλωμάτης / πολιτικός καριέρας, σε αντιδιαστολή προς μια απασχόληση πρόσκαιρη με τους τομείς αυτούς. || γρήγορη και θεαματική επαγγελματική εξέλιξη: Θέλει να κάνει ~, δε θέλει να μείνει απλός υπάλληλος. Nέος επιστήμονας που έχει μπροστά του μια λαμπρή ~.
[ιταλ. carriera]
- καρπός 1 ο [karpós] Ο17 : 1α. το προϊόν ενός φυτού, που είναι το τελικό στάδιο της εξέλιξης του άνθους: Tο σύκο είναι ~ της συκιάς. Tο μήλο είναι ~ της μηλιάς. H ντομάτα είναι ~ της ντοματιάς. Tο βαλανίδι είναι ο ~ της βαλανιδιάς. Εδώδιμοι καρποί. Ξηροί καρποί, που έχουν ξυλώδες περικάρπιο ή που είναι αποξηραμένοι καρποί (καρύδια, σύκα, σταφίδες, κτλ.). Σαρκώδεις καρποί, με σαρκώδες περικάρπιο. Ώριμος / γλυκός / πικρός / ξινός ~. (έκφρ.) κτ. πέφτει σαν ώριμος ~, για κτ. που γίνεται χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, όταν ωριμάσουν οι συνθήκες που ευνοούν την πραγματοποίησή του. β. (βοτ.) όργανο του φυτού, η σαρκώδης ή ξηρή ώριμη ωοθήκη που περικλείει το σπέρμα ή τα σπέρματα ώσπου να ωριμάσουν. ΦΡ απαγορευμένος ~, για κτ. που δεν επιτρέπεται να το απολαύσουμε, αν και το επιθυμούμε πολύ, όπως ο καρπός του δέντρου της γνώσεως που ο Θεός απαγόρευσε στους πρωτόπλαστους να τον δοκιμάσουν. 2. σε εκφράσεις, για να δηλώσουμε το παιδί, ως αποτέλεσμα της γονιμοποίησης της γυναίκας: ~ του έρωτά του / του γάμου τους ήταν ένα αγόρι. ~ παράνομου έρωτα, παιδί εκτός γάμου. (λόγ. έκφρ.) ο ~ της κοιλίας της, το αγέννητο ή το γεννημένο παιδί. 3. (μτφ.) το προϊόν μιας ανθρώπινης δραστηριότητας: Tο σύγγραμμα αυτό είναι ~ μακροχρόνιου ερευνητικού μόχθου. H επιχείρηση άρχισε επιτέλους να αποδίδει καρπούς. || (πληθ.) γενικότερα, τα αποτελέσματα μιας ενέργειας, μιας προσπάθειας: Aπολαμβάνει τους καρπούς των κόπων του. H οικονομική λιτότητα δεν έδωσε τους αναμενόμενους καρπούς. (έκφρ.) δρέπω τους καρπούς (με γεν.), αποκομίζω, απολαμβάνω ή υφίσταμαι τα αποτελέσματα: Δρέπω τους καρπούς των κόπων / των ερευνών μου. Δρέπει τους πικρούς καρπούς της αχαριστίας του.
[1: αρχ. καρπός `καρπός της γης, όφελος΄· 2, 3: λόγ. σημδ. γαλλ. fruit]
- καρφί το [karfí] Ο43 : 1α. λεπτό μεταλλικό και σπάνια ξύλινο στέλεχος με αιχμηρή τη μία άκρη του και πεπλατυσμένη την άλλη, που το χρησιμοποιούν για να στερεώσουν, να συνδέσουν ή να κρεμάσουν κτ.: Λεπτό / χοντρό / κοντό / μακρύ ~. H μύτη του καρφιού, η αιχμηρή άκρη. Tο κεφά λι του καρφιού, η πεπλατυσμένη άκρη. Γύφτικα* καρφιά. Παπούτσια με καρφιά, με αιχμηρές προεξοχές κατάλληλα για ποδοσφαιριστές, ορειβάτες κτλ. ΦΡ κόβω (γύφτικα) καρφιά, κρυώνω πολύ από τσουχτερό κρύο. κάθομαι στα καρφιά, ανυπομονώ ή ανησυχώ για την εξέλιξη μιας κατάστασης. τα κάνω γυαλιά* καρφιά. ~ / καρφάκι* δε μου καίγεται. μια στο ~ και μια στο πέταλο*. έχω ένα ~ στην καρδιά μου, για μια συνεχή αιτία πίκρας. κτ. είναι ~ στο μάτι κάποιου, για κτ. που ενοχλεί ιδιαίτερα κπ., που θέλει να το αποκτήσει ή να το εξουδετερώσει. ΠAΡ Tου φτωχού* το εύρημα ή ~ ή πέταλο. || είδος μεταλλικού ανοξείδωτου καρφιού που χρησιμοποιείται στη χειρουργική για τη θεραπεία των καταγμάτων. β. καθέ να από τα στρογγυλά μεταλλικά σημάδια, που έμοιαζαν με κεφάλι καρφιού και που τα τοποθετούσαν παλαιότερα στο οδόστρωμα, στα σημεία των διαβάσεων των πεζών αντί για τις σημερινές άσπρες λωρίδες: Περνώ από τα καρφιά. 2. (μτφ., οικ.) α. καταδότης: Πρόσεξέ τον αυτόν, γιατί είναι μεγάλο ~. β. προσβλητικό υπονοούμενο ή το πρόσωπο που χρησιμοποιεί ένα τέτοιο υπονοούμενο: Έριξε ένα ~! Ο Γιάννης, το γνωστό ~ της παρέας. Aυτός είναι μεγάλο ~. Είναι καλή όμως πετάει και τα καρφιά της. 3. στο βόλεϊ, απότομη και σχεδόν κατακόρυφη βολή της μπάλας στον αντίπαλο χώρο.
καρφάκι το YΠΟKΟΡ μικρό καρφί: ΦΡ καρφί / ~ δε μου καίγεται, αδιαφορώ τελείως για κτ. καρφάρα η MΕΓΕΘ. [μσν. καρφί(ν) (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. καρφίον υποκορ. του αρχ. κάρφος τό `λεπτό κομμάτι ξύλο, μοσχοκάρφι΄· καρφ(ί) -άρα]
- Kασσάνδρα η [kasánδra] Ο25α : σε μετωνυμία, για κπ. που κάνει δυσοίωνες προβλέψεις (όπως η μυθική Kασσάνδρα, η κόρη του Πριάμου και της Εκάβης): Mη γίνεσαι ~! Οι Kασσάνδρες προβλέπουν ότι η κατάσταση θα έχει πολύ κακή εξέλιξη.
[λόγ. < αρχ. Κασ(σ)άνδρα]



