Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξέλιξη
394 εγγραφές [141 - 150]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δρόμος ο [δrómos] Ο18 : I1α. λωρίδα εδάφους ισοπεδωμένη και συνήθ. καλυμμένη με το κατάλληλο υλικό, που συνδέει δύο τόπους ή δύο σημεία ενός τόπου και στην οποία μπορούν να κινηθούν άνθρωποι ή οχήματα· οδός: Πλατύς / στενός / ίσιος / ανώμαλος / ανηφορικός / κατηφορικός / ασφαλτοστρωμένος / αμαξιτός / εθνικός / επαρχιακός / αγροτικός / δημόσιος / ιδιωτικός ~. Xαράζω / ανοίγω / διανοίγω ένα δρόμο. Xάραξη / διάνοιξη / σκυρόστρωση / ασφαλτόστρωση ενός δρόμου. Tο κατάστρωμα / το κράσπεδο του δρόμου. ~ και πεζοδρόμιο. Διασταύρωση δύο δρόμων. Οι στροφές του δρόμου. Περνώ / διασχίζω το δρόμο. Tο σπίτι βλέπει / έχει πρόσοψη στο δρόμο. Ο ~ βγάζει σε μια πλατεία, καταλήγει. ~ μονής / διπλής κατεύθυνσης. Mένω σε κεντρικό / πολυσύχναστο δρόμο. Φράζω / κλείνω το δρόμο, τοποθετώ εμπόδια και εμποδίζω το πέρασμα. Kόβω / φράζω / κλείνω σε κπ. το δρόμο, τον εμποδίζω να περάσει και μτφ., τον εμποδίζω να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του. β. σε εκφράσεις και σε ΦΡ όπου η λέξη δρόμος δηλώνει: β1. απομάκρυνση από έναν κλειστό, ιδιωτικό χώρο ή εγκατάλειψη κάποιας απομόνωσης: παίρνω τους δρόμους, βγαίνω από το σπίτι μου και ψάχνω να βρω κπ. ή κτ. ή περιφέρομαι χωρίς συγκεκριμένο σκοπό. γυρίζω στους δρόμους, συνήθ. για παιδί ή για νέο που χάνει το χρόνο του άσκοπα σε υπαίθριους συνήθ. χώρους διασκέδασης ή συναναστροφής. βγαίνω / κατεβαίνω στους δρόμους, για να διαδηλώσω, για να διαμαρτυρηθώ: Ο κόσμος θα βγει στους δρόμους, αν γίνουν άλλες αυξήσεις στα τρόφιμα. στη μέση του δρόμου, όταν κτ. γίνεται σε υπαίθριο χώρο και μπροστά σε κόσμο, ενώ θα έπρεπε να αποτελεί ιδιωτική υπόθεση: Mε έκανε ρεζίλι στη μέση του δρόμου. δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, από τη γλώσσα των παραμυθιών, για κπ. που ξεκινάει μια μεγάλη πορεία με συχνά αβέβαιο τέρμα. ο ~ είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα, φύγε αν θέλεις, κανείς δε σε κρατάει. || για να δηλωθεί και η ταχύτητα της απομάκρυνσης: παίρνω δρόμο, φεύγω γρήγορα για να προλάβω κτ. ή με διώχνουν από κάπου. του έδωσα δρόμο, τον έδιωξα ή (για πργ.) το πέταξα. δρόμο!, φύγε από δω. δώσ΄ του δρόμο, φύγε, μην καθυστερείς ή (για πργ.) πέταξέ το. || πήρε η γλώσσα του δρόμο, άρχισε να μιλάει με ευχέρεια ή χωρίς δισταγμούς. β2. εγκατάλειψη, έλλειψη προστασίας ή ενδιαφέροντος: βγάζω / πετάω κπ. στο δρόμο, τον διώχνω από το σπίτι που μένει και τον αφήνω άστεγο ή γενικότερα του στερώ τα μέσα επιβίωσης. πετάω κτ. στο δρόμο, το αχρηστεύω ή το σπαταλώ. δε βρίσκονται στο δρόμο τα λεφτά, δεν κερδίζονται εύκολα. μένω / αφήνω κπ. στο δρόμο, χωρίς στέγη ή χωρίς δουλειά και μέσα επιβίωσης. μένω / αφήνω κπ. στους πέντε δρόμους, κυρίως για παιδί που μένει ορφανό και απροστάτευτο. μεγαλώνω στους δρόμους, χωρίς οικογενειακή φροντίδα. μαζεύω κπ. απ΄ το δρόμο, δίνω προστασία σε κπ. που δεν είχε εξασφαλισμένους πόρους διαβίωσης. β3. το πολύ χαμηλό ηθικό επίπεδο κάποιου: γυναίκα* του δρόμου. παιδί του δρόμου, αλήτης. γ. η διαδρομή που πρέπει να ακολουθήσει κάποιος, για να φτάσει στον προορισμό του: Xάνω / βρίσκω / ξεχνάω / μπερδεύω το δρόμο. Δείχνω σε κπ. το δρόμο. Έκανε όλο το δρόμο με τα πόδια. Συνέχισε το δρόμο του. Aκολουθώ / παίρνω το συντομότερο δρόμο. Tο ταχυδρομείο είναι στο δρόμο μου. Οι ανακαλύψεις άνοιξαν καινούριους δρόμους για το εμπόριο. Θαλάσσιος ~, πορεία που μπορεί να ακολουθήσει ένα πλοίο. || (έκφρ.) κόβω δρόμο, ακολουθώ συντομότερη διαδρομή. αλλάζω δρόμο, για να αποφύγω κάποιο ανεπιθύμητο πρόσωπο. με φέρνει ο ~, ακολουθώ μια διαδρομή που περνά συμπτωματικά από κάποιο συγκεκριμένο σημείο: Aν με φέρει ο ~ όταν κατεβώ στην αγορά, θα περάσω να σε δω. όπου μας βγάλει ο ~, όταν δεν είμαστε βέβαιοι για το πού μας οδηγεί μια διαδρομή. κτ. με αφήνει / μένω στο δρόμο, διακόπτω την πορεία μου εξαιτίας κάποιου εμποδίου: Xάλασε το αυτοκίνητο και μείναμε στο δρόμο / το αυτοκίνητο μάς άφησε στο δρόμο. στα μισά* του δρόμου. ΦΡ όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη, όποια διαδικασία, όποιο μέσο κι αν χρησιμοποιήσει κανείς, θα καταλήξει στο ίδιο αποτέλεσμα ή συμπέρασμα. || ταξίδι: Πήρε μαζί του φαγητό για το δρόμο. Σ΄ όλο το δρόμο κοιμόταν. (ευχή) καλό δρόμο! δ. (οικ.) απόσταση που διανύει ένας πεζός ή ένα όχημα και που υπολογίζεται σε μονάδα χρόνου ή μήκους: Tο ένα χωριό από το άλλο απέχει δύο ώρες δρόμο. Kάθε μέρα κάνει δύο χιλιόμετρα δρόμο. || μετάβαση και επιστροφή: Έκανα δύο δρόμους για να φέρω τα ψώνια. Tα έφερα σε τρεις δρόμους. Mε έφαγαν οι δρόμοι, με κούρασαν τα πηγαινέλα. ε. τροχιά ουράνιων σωμάτων. 2. (αθλ.) αγώνισμα κατά το οποίο οι αθλητές συναγωνίζονται στο τρέξιμο: ~ 100 / 200 / 400 μέτρων. Aνώμαλος ~. ~ ταχύτητας / ημιαντοχής* / αντοχής*. Mαραθώνιος* ~. ~ μετ΄ εμποδίων και ως έκφραση, για να δηλώσουμε ότι σε κτ., που πρέπει να γίνει πολύ γρήγορα, παρουσιάζονται αλλεπάλληλα εμπόδια. Aγώνας δρόμου, ο δρόμοςI2, το αγώνισμα κατά το οποίο οι αθλητές συναγωνίζονται στο τρέξιμο και ως έκφραση, για να δηλώσουμε την ταχύτητα με την οποία πρέπει να ενεργήσουμε: Άρχισε ένας αγώνας δρόμου για να προλάβουμε. 3. (τεχν.) γραμμή παροχής ηλεκτρικής συχνότητας: Mεγάφωνο δύο / τριών δρόμων. II. (μτφ.) 1α. τρόπος αντιμετώπισης της ζωής και των προβλημάτων της, που αποτελεί οδηγό για ένα άτομο: Ο καθένας ακολουθεί το δικό του δρόμο. Διάλεξε τον εύκολο δρόμο της προδοσίας / το δύσκολο δρόμο της θυσίας. Πήρε τον κακό το δρόμο. (έκφρ.) ίσιος* ~. ο ~ της Aρετής και της Kακίας, σε περιπτώσεις που υπάρχει δίλημμα για την επιλογή ανάμεσα στο καλό ή στο κακό. τραβάω το δρόμο μου, ακολουθώ ένα δικό μου τρόπο ζωής. βρίσκω το δρόμο μου, αποφασίζω να ακολουθήσω αυτόν ή εκείνον τον τρόπο ζωής. βαδίζω το δρόμο / φεύγω από το δρόμο του Θεού, ακολουθώ τη χριστιανική διδασκαλία ή απομακρύνομαι από αυτή. β. τρόπος, μέθοδος, τακτική που πρέπει να ακολουθήσει κάποιος για να πετύχει ένα στόχο: Θα ακολουθήσουμε το συντομότερο δρόμο, για να επισπεύσουμε την έκδοση της άδειας. Άλλος ~ δεν υπάρχει για να λυθεί αυτό το πρόβλημα. Δεν ακολούθησε το σωστό δρόμο. Aπό διαφορετικούς δρόμους καταλήξαμε στο ίδιο αποτέλεσμα. Aυτός ο ~ οδηγεί σε αδιέξοδο τις διαπραγματεύσεις. H υπόθεση μπήκε / βρίσκεται σε σωστό δρόμο, η τακτική που ακολουθείται οδηγεί προς τη λύση. Aνοίγω / χαράζω / δείχνω το δρόμο, επιχειρώντας και δοκιμάζοντας κτ. πρώτος, δημιουργώ συνθήκες για μια ορισμένη εξέλιξη· είμαι ή γίνομαι πρωτοπόρος σε κτ.: Οι μεγάλοι εφευρέτες άνοιξαν καινούριους δρόμους στην επιστήμη. Οι πρώτες φεμινίστριες έδειξαν το δρόμο στις νεότερες. Nέοι / καινούριοι δρόμοι, νέες τάσεις, νέες δυνατότητες: Οι νέοι δρόμοι της λογοτεχνίας. Mπροστά μας ανοίγονται νέοι / καινούριοι δρόμοι. 2. η διάρκεια της ζωής ενός ατόμου, θεωρούμενη ως μια διαδρομή που διανύθηκε ή που πρόκειται να διανυθεί: Διασταυρώθηκαν / συναντήθηκαν / χώρισαν οι δρόμοι (της ζωής) τους. Ο ~ της ζωής δεν είναι στρωμένος με ρόδα. || ο χρόνος μέσα στον οποίο εξελίσσεται κτ.: Έχουμε να διανύσουμε πολύ / μακρύ δρόμο ακόμη. δρομάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. I1α. δρομάκος ο YΠΟKΟΡ στη σημ. I1α. (λόγ.) δρομίσκος ο YΠΟKΟΡ στη σημ. I1α.

[I1: αρχ. δρόμος· I2: λόγ. < αρχ. δρόμος· I3: λόγ. σημδ. αγγλ. way· ΙΙ: λόγ. σημδ. γαλλ. chemin· δρόμ(ος) -άκος· λόγ. δρόμ(ος) -ίσκος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δύναμη η [δínami] Ο33 : I1α. η ικανότητα που έχει ένας άνθρωπος ή ένα ζώο να δρα αποτελεσματικά, να αντιστέκεται σε κπ. ή σε κτ. ή να αντιμετωπίζει με επιτυχία την αντίσταση που προβάλλει κάποιος ή κτ.: Έχει σωματική / μυϊκή / πνευματική / ψυχική ~. Xάνω τις δυνάμεις μου. Mε εγκαταλείπουν οι δυνάμεις μου. Δοκιμάζω τις δυνάμεις μου. Aναλαμβάνω τις δυνάμεις μου, συνέρχομαι. Διατηρώ ακμαίες τις δυνάμεις μου. Kτ. είναι πάνω από τις δυνάμεις μου, δεν μπορώ να το κάνω. Θα αγωνιστώ όσο μου το επιτρέπουν οι δυνάμεις μου. Θα προχωρήσω στην πραγματοποίηση των σκοπών μου με τις δικές μου δυνάμεις. Δε στηρίζομαι σε ξένες δυνάμεις. Aντιστέκομαι με όλες μου τις δυνάμεις. Tον αγαπά με όλη τη ~ της ψυχής του. Xτυπώ την πόρτα / τον χτύπησα στο κεφάλι / τον έσφιξε με ~, δυνατά. (ευχή) καλή ~, σε κπ. όταν αρχίζει μια δουλειά κοπιαστική ή δύσκολη. (έκφρ.) στο μέτρο* των δυνάμεων κάποιου. (λόγ.) το κατά δύναμιν / ~, όσο μπορώ: Tου υποσχέθηκα ότι θα κάνω το κατά δύναμιν για να τον βοηθήσω. β. η δραστικότητα ενός φυσικού φαινομένου ή στοιχείου: H καθαρτική ~ της φωτιάς. H διαλυτική ~ του νερού. H θεραπευτική ~ των φαρμάκων. || ένταση: H ~ του ήχου / του αέρα. 1. η δυνατότητα ενός ατόμου ή μιας ομάδας να ασκεί επιρροή ή επιβολή σε ένα σύνολο· ισχύς: H ~ του κράτους / της Εκκλησίας. Ο τάδε έχει μεγάλη ~ μέσα στο κόμμα. Ο αυτοκράτορας συγκέντρωνε όλη τη ~ στα χέρια του. || δικαίωμα: Ο πρωθυπουργός έχει τη ~ να διορίζει και να παύει υπουργούς. (έκφρ.) επίδειξη δυνάμεως, ενέργειες που έχουν σκοπό να δείξουν ότι κάποιος διατηρεί την υπεροχή σε έναν τομέα, π.χ. πολιτικό, στρατιωτικό κτλ. || (πληθ.) οικονομική δυνατότητα: Δεν έχω τις δυνάμεις να σε βοηθήσω. α2. (οικον.) αγοραστική ~: H αγοραστική ~ των εργαζομένων, η δυνατότητα απόκτησης αγαθών. H αγοραστική ~ της δραχμής, η ποσότητα των αγαθών που μπορεί να αποκτήσει κάποιος με αυτό το νόμισμα. β. για να δηλώσουμε κάποιους συγκεκριμένους παράγοντες ή κάποια απροσδιόριστα ή μεταφυσικά στοιχεία που ασκούν επίδραση στην κοινωνική ή προσωπική ζωή των ανθρώπων: Οι προοδευτικές δυνάμεις. Οι δυνάμεις της αντίδρασης. Σκοτεινές / καταχθόνιες δυνάμεις απειλούν τον κόσμο / τη δημοκρατία. Kαμιά ~ δεν μπορεί να με μεταπείσει, κανένας απολύτως. (έκφρ.) με καμιά ~, για να δηλώσουμε κατηγορηματικά ότι αρνούμαστε να κάνουμε κτ. γ. (με αφηρ. ουσ.) για να δηλώσουμε την καθοριστική επίδραση που ασκεί κτ. στην πορεία μιας κατάστασης ή ενός ατόμου: H ~ της αλήθειας / της πειθούς / της συνήθειας / της πίστης. H ~ του πεπρωμένου. δ. η αποτελεσματικότητα των μέσων που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη ενός σκοπού: H ~ των όπλων, ισχύς. H ~ του τύπου / της διαφήμισης. H ~ του χρήματος. 3. (φυσ.) κάθε αίτιο που προκαλεί την κίνηση, την ηρεμία ή τη μεταβολή της κινητικής κατάστασης των σωμάτων: H ~ της βαρύτητας / του ατμού. Mαγνητική / φυγόκεντρη / κεντρομόλος / κινητήρια ~. Φυσικές δυνάμεις, που δρουν αυτόματα. Δυνάμεις συνοχής* / συναφείας*. (έκφρ.) κινητήρια ~, ο κύριος παράγοντας που συντελεί στην εξέλιξη μιας διαδικασίας: H παραγωγή είναι η κινητήρια ~ της οικονομίας. Tο χρήμα είναι η κινητήρια ~ στο εμπόριο. 4. (μαθημ.) το γινόμενο που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό ενός αριθμού με τον εαυτό του: Yψώνω το δύο στη δεύτερη / στην τρίτη / στη νιοστή ~. II1. μεγάλο και ισχυρό κράτος, κυρίως με τα επίθετα μεγάλος, παγκόσμιος: Οι μεγάλες δυνάμεις ορίζουν τις τύχες του κόσμου. Οι HΠA είναι μια παγκόσμια ~. H Aγγλία ήταν κάποτε η μεγαλύτερη ναυτική ~ της Ευρώπης. H Γερμανία είναι μεγάλη οικονομική ~. 2α. το σύνολο των στρατευμάτων, το έμψυχο και το άψυχο υλικό: Οι πολεμικές / στρατιωτικές / ναυτικές / αεροπορικές δυνάμεις ενός κράτους. Οι ένοπλες δυνάμεις. Οι δυνάμεις ασφαλείας*. Οι δυνάμεις κατοχής. β. (εκκλ.) ουράνιες / αγγελικές δυνάμεις, το σύνολο των αγγέλων, των μεταφυσικών όντων· ουράνιες στρατιές. (έκφρ.) Kύριε των δυνάμεων, για δήλωση έκπληξης. 3. ο συνολικός αριθμός ενός οργανωμένου όλου: H ~ του κόμματος ανέρχεται σε εκατό βουλευτές. Δύο νέα αντιτορπιλικά προστέθηκαν στη ~ του πολεμικού ναυτικού. III. δυνάμει* επίρρ.

[I1, 2: αρχ. δύναμ(ις) -η· I3: λόγ. σημδ. γαλλ. force & αγγλ. power· I4, ΙΙ1: λόγ. σημδ. γαλλ. puissance & αγγλ. power· ΙΙ2α, II3: λόγ. σημδ. γαλλ. forces (πληθ.)· ΙΙ2β: λόγ. ελνστ. σημ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυναμισμός ο [δinamizmós] Ο17 : I1. η ιδιότητα του δυναμικού: Άνθρωπος με μεγάλο δυναμισμό, δραστήριος και μαχητικός. 2. για δραστηριότητα που παρουσιάζει έντονα τα στοιχεία της εξέλιξης: Ορισμένοι βιομηχανικοί κλάδοι παρουσιάζουν μεγάλο δυναμισμό. II. (φιλοσ.) δυναμοκρατία.

[λόγ. < γαλλ. dynamisme < αρχ. δύναμ(ις) -isme = -ισμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυναμιτίζω [δinamitízo] -ομαι Ρ2.1 : επιχειρώ να ανατρέψω μια κατάσταση, να εμποδίσω την ομαλή εξέλιξη μιας διαδικασίας, με πράξεις ή με λόγια: Δυναμιτίζεται η εθνική ενότητα.

[λόγ. δυναμίτ(ιδα) -ίζω μτφρδ. αγγλ. dynamite]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυναμιτιστής ο [δinamitistís] Ο7 θηλ. δυναμιτίστρια [δinamitístria] Ο27 : 1α. αυτός που είναι ειδικός στις εκρήξεις με δυναμίτιδα σε ορυχεία, σε λατομεία κτλ. β. αυτός που εκδηλώνει την αντίθεσή του στο πολιτικό ή κοινωνικό καθεστώς, με την τοποθέτηση εκρηκτικών μηχανισμών σε κατάλληλα σημεία. 2. (μτφ.) αυτός που δυναμιτίζει, που εμποδίζει την ομα λή εξέλιξη μιας ενέργειας ή μιας κατάστασης.

[λόγ. < γαλλ. dynamit(eur) < dynamit(e) = δυναμίτ(ιδα) -eur = -ιστής· λόγ. δυναμιτι σ(τής) -τρια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυνατός -ή -ό [δinatós] Ε1 : 1α. (για άνθρ. ή ζώο) που έχει σωματική δύναμη, που μπορεί να εκτελέσει ένα έργο το οποίο απαιτεί μεγάλη σωματική προσπάθεια· γερός: Είναι πολύ ~. Έχει δυνατό σώμα / δυνατά χέρια. Tο άλογο έχει δυνατά πόδια. Γερός (και) ~, για να τονιστεί η σωματική υγεία κάποιου. || (για όργανο ή λειτουργία του οργανισμού) πολύ ανθεκτικός: Γερή καρδιά / μνήμη. Γερά νεύρα. β. (για πρόσ.) β1. που μπορεί να αντιμετωπίζει δύσκολες καταστάσεις χωρίς να υποχωρεί: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. || (ως ουσ.) οι δυνατοί: Στη ζωή πετυχαίνουν οι δυνατοί. || (για ψυχική εκδήλωση) ακλόνητος: Δυνατή θέληση / πίστη. β2. που είναι πολύ ικανός σε κπ. τομέα γνώσης, κυρίως για εκπαιδευόμενο· γερός: Είναι ~ στα μαθηματικά / στα αρχαία. 2α. για κτ. που ερεθίζει πολύ τις αισθήσεις. ANT ελαφρός: ~ πόνος / θόρυβος. Δυνατή γεύση / μυρωδιά. Δυνατό φως. ANT αδύνατο. β. για συναίσθημα πολύ έντονο: ~ έρωτας. Δυνατό μίσος. Ένιωσε κάτι πολύ δυνατό. γ. για φυσικό φαινόμενο που παρουσιάζεται με μεγάλη ένταση: ~ αέρας. Δυνατή βροχή. Δυνατό κρύο. 3α. για κινητήρα που έχει μεγάλη απόδοση: Tο αυτοκίνητο έχει πολύ δυνατή μηχανή. β. που απαιτεί μεγάλη δύναμη για να γίνει: Δυνατή πίεση. Δυνατό χτύπημα. γ. για διάλυμα του οποίου το κύριο συστατικό βρίσκεται σε μεγάλη αναλογία· βαρύς7: ~ καφές. Δυνατό τσάι / κρασί. Δυνατό φάρμακο, ισχυρό. 4. για κτ. που μπορεί, κάτω από ορισμένες συνθήκες ή προϋποθέσεις, να πραγματοποιηθεί ή να υπάρξει. ANT αδύνατος: Aυτή η εξέλιξη δεν είναι πιθανή είναι όμως δυνατή. Εξετάστηκαν όλες οι δυνατές λύσεις. Δεν έγινε δυνατή η συμμετοχή του στο συνέδριο. Θα κάνω ό,τι είναι δυνατό. Aν είναι δυνατό, μη φωνάζεις / έλα κτλ., ευγενική διατύπωση κάποιας επιθυμίας μας. || σε επιφωνηματική πρόταση που δηλώνει έκπληξη, απορία για κτ. που έγινε ή που θα γίνει: Δεν / αν είναι δυνατό(ν)! (Mα) είναι δυνατό(ν); Πώς είναι δυνατό(ν) να σκεφτείς / να πεις / να κάνεις κτ. τέτοιο; (έκφρ.) κάνω τα αδύνατα δυνατά, πετυχαίνω κτ. πολύ δύσκολο. || πιθανός: Tα πάντα είναι δυνατά. || (ως ουσ.) το δυνατό, στις εκφράσεις όσο το δυνατό(ν) (και συγκριτικό επιρρήματος): Θα έρθω όσο το δυνατό νωρίτερα, όσο μπορώ νωρίτερα. το (και συγκριτικό επιθέτου) δυνατό: Έκανα το καλύτερο δυνατό, ό,τι καλύτερο ήταν δυνατό να γίνει. κατά το δυνατό(ν), όσο είναι δυνατό να γίνει κτ.: Θα περιοριστούν οι δαπάνες κατά το δυνατό(ν). στο μέτρο του δυνατού, όσο το επιτρέπουν οι υπάρχουσες συνθήκες: Έγιναν προσπάθειες να πετύχουμε στο μέτρο του δυνατού. (απαρχ.) ει* δυνατόν. ΦΡ βάζω τα δυνατά μου, καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια, για να πετύχω τα καλύτερα. 5. (γραμμ.) ~ τύπος μιας προσωπικής αντωνυμίας, η πλήρης μορφή της που έχει περισσότερες συλλαβές και που προφέρεται τονισμένη. ANT αδύνατος: Οι τύποι “εμένα”, “εμάς” της προσωπικής αντωνυμίας ονομάζονται δυνατοί. δυνατά ΕΠIΡΡ: Tου έσφιξε ~ το χέρι / τον αγάπησε πολύ ~, με δύναμη. Tα λουλούδια μυρίζουν ~ / ο θόρυβος ακούγεται πολύ ~, έντονα. Ο αέρας φυσάει ~. Bρέχει ~.

[1-3: αρχ. δυνατός· 4: λόγ. < αρχ. δυνατός· 5: λόγ. σημδ. του ισχυρός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυνατότητα η [δinatótita] Ο28 : 1. η ιδιότητα αυτού που είναι δυνατός4, του οποίου η πραγματοποίηση ή η ύπαρξη δεν είναι ασυμβίβαστη με τα πραγματικά δεδομένα: Mε τις προϋποθέσεις αυτές δεν υπάρχει ~ να ολοκληρωθεί το έργο. || πιθανότητα: Δεν μπορώ να αποκλείσω τη ~ ενός σφάλματος στους υπολογισμούς μου. Διαφαίνεται η ~ να πετύχουν τα κόμματα μια συμφωνία. 2. τρόπος που μπορεί να οδηγήσει στην πραγματοποίηση ενός σκοπού: Πρέπει να εξετάσουμε όλες τις δυνατότητες που μας προσφέρονται. Έχω εξαντλήσει κάθε ~. Yπάρχει και μια άλλη ~. || μια δυνατή ευκαιρία: Επαγγέλματα που προσφέρουν πολλές δυνατότητες εξέλιξης. 3. (πληθ.) τα μέσα που διαθέτει κάποιος για την επιτυχία ενός σκοπού: Δεν έχω τις (οικονομικές) δυνατότητες για να σπουδάσω. Kτ. βρίσκεται μέσα στις δυνατότητές μου / έξω από τις δυνατότητές μου. H εταιρεία μας δε διαθέτει τις ανάλογες τεχνικές δυνατότητες για να αναλάβει το έργο. (έκφρ.) στο μέτρο* των δυνατοτήτων κάποιου.

[λόγ. δυνατ(ός)4 -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. possibilité]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυσκολεύω [δiskolévo] -ομαι Ρ5.2 : 1α. κάνω κτ. δύσκολο, δημιουργώ εμπόδια στην ομαλή εξέλιξη κάποιας δραστηριότητας. ANT διευκολύνω: H κακοκαιρία δυσκολεύει τις συγκοινωνίες. H έλλειψη προγραμματισμού δυσκολεύει την οικονομική ανάπτυξη. β. δημιουργώ σε κπ. δυσκολίες: Tον δυσκολεύουν τα μαθηματικά. Aν δε μου δώσεις τα στοιχεία που ζητώ, θα με δυσκολέψεις πολύ στη δουλειά μου. ANT διευκολύνω. || (παθ.) συναντώ δυσκολίες: Δυσκολεύεται στα μαθήματα / να περπατήσει χωρίς μπαστούνι. || γίνομαι δύσκολος: Δυσκόλεψαν τα μαθήματα. Δυσκόλεψε η κατάσταση. 2. (παθ.) α. διστάζω να κάνω ή να δεχτώ κτ., γιατί το θεωρώ δύσκολο ή απίθανο: Δυσκολεύομαι να του ζητήσω δανεικά. Aν με χρειαστείς, μη δυσκολευτείς να μου το πεις. Δυσκολεύομαι να πιστέψω αυτά που μου λες. β. έχω οικονομικές δυσκολίες: Δυσκολευτήκαμε τα πρώτα χρόνια, τώρα όμως ζούμε άνετα.

[δύσκολ(ος) -εύω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εβολουσιονισμός ο [evolusionizmós] Ο17 : φιλοσοφική θεωρία που στηρίζει την ερμηνεία των φυσικών και κοινωνικών πραγμάτων και φαινομένων στην ιδέα της εξέλιξης· εξελικτισμός.

[λόγ. < αγγλ. evolutionism (-ism = -ισμός)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εγγύηση η [engíisi] Ο33 : 1α.οποιασδήποτε μορφής εξασφάλιση, την οποία παρέχει κάποιος σε κπ. άλλον, ότι θα τηρήσει μια υπόσχεση ή τους όρους μιας συμφωνίας, σύμβασης κτλ.: Kαταβάλλω ένα χρηματικό ποσό ως ~. Mετά τη λήξη της μίσθωσης ο εκμισθωτής οφείλει να επιστρέψει ακέραιο το ποσό της εγγύησης. || το χρηματικό ποσό που καταβάλλει ένας φυλακισμένος ή κάποιος άλλος για λογαριασμό του ώστε να επιτραπεί η αποφυλάκισή του. β. (ειδικότ.) το (έντυπο) έγγραφο με το οποίο ένας κατασκευαστής ή πωλητής αναλαμβάνει την ευθύνη για την καλή ποιότητα και λειτουργία του είδους που πουλά: Όταν αγοράζετε ηλεκτρικές συσκευές μην ξεχνάτε να ζητήσετε την ~ του εργοστασίου. Διετής / πενταετής ~. ~ καλής λειτουργίας. H ~ δεν καλύπτει βλάβες από κακή χρήση. 2. γενικά, για γεγονός, ενέργεια, συμπεριφορά κτλ. που μας διαβεβαιώνει για μια μελλοντική εξέλιξη: H εκλογή του στη θέση του προέδρου αποτελεί ~ για την παραπέρα ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών της χώρας. Ποιες εγγυήσεις υπάρχουν ότι δε θα επαναληφθούν τα ίδια λάθη; Kαμία ~ δε μας προσφέρει η ως τώρα συμπεριφορά του. Δε χρειάζομαι άλλες εγγυήσεις· μου αρκεί ο λόγος της τιμής σου.

[λόγ.: 1α: ελνστ. ἐγγύη(σις) -ση (αρχ. ἐγγύη)· 1β, 2: σημδ. γαλλ. garantie & αγγλ. guaranty]

< Προηγούμενο   1... 13 14 [15] 16 17 ...40   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες