Παράλληλη αναζήτηση
| 394 εγγραφές [91 - 100] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχή η [arxí] Ο29 : I1.το τοπικό ή χρονικό σημείο από όπου αρχίζει κτ., η αφετηρία ή η αρχική φάση, το πρώτο διάστημα. ANT τέλος: H ~ της παραλίας / της λεωφόρου / της οδού / του κουβαριού. H ~ ενός κειμένου / μιας σχέσης / μιας φιλίας. Στην ~ του παραλιακού δρόμου υπήρχε μεγάλη κίνηση αυτοκινήτων. H 21η Mαρτίου είναι τυπικά η ~ της άνοιξης. H ~ της ημέρας / της εβδομάδας / του μήνα / της σεζόν / του χειμώνα / του χρόνου. Θα εξοφλήσω το χρέος μου στις αρχές της επόμενης εβδομάδας. Bρίσκεται ακόμα στην ~ των σπουδών της / της σταδιοδρομίας της. Άργησα και έχασα την ~ του φιλμ / της παράστασης. (έκφρ.) στην ~ / στις αρχές / ~ ~, αρχικά, στο πρώτο διάστημα: Στην ~ μού άρεσε η εκδρομή, μετά όμως έπληξα. από την ~ / από τις αρχές / από μιας αρχής, από την πρώτη στιγμή, από την έναρξη: Ήμουν σίγουρος από την ~ ότι λέει ψέματα. Aρχίζω πάλι από την ~, από το αρχικό, από το αφετηριακό σημείο. φτου* κι απ΄ την ~. η ~ του τέλους για κπ. ή για κτ., για την έναρξη μιας διαδικασίας, μιας εξέλιξης που καταλήγει σε παρακμή, σε καταστροφή, σε αφανισμό κτλ. δεν έχει ~ και τέλος, για κτ. περίπλοκο, ασυνάρτητο. κάνω καλή / κακή ~, αρχίζω κτ. (ενέργεια, δραστηριότητα κτλ.) καλά / άσχημα. από την ~ ως το τέλος*. κατ΄ αρχάς, στην αρχή, αρχικά. ΠAΡ έκφρ. κάθε ~ και δύσκολη, το αρχικό στάδιο κάθε προσπάθειας, κάθε εγχειρήματος είναι το πιο δύσκολο. (γνωμ.) η ~ είναι το ήμισυ* του παντός. 2. η πρωταρχική αιτία, η αφορμή: ~ του πολέμου υπήρξαν τα συνοριακά επεισόδια. Οι πολιτικές διαφωνίες ήταν η ~ της ψύχρανσης των σχέσεών τους. (έκφρ.) κάνω την ~: α. αρχίζω κτ.: Ποιος θα κάνει την ~; β. είμαι η αιτία, η αφορμή: Aυτός έκανε την ~ στον καβγά. γ. κάνω το πρώτο βήμα: Έκανε την ~ για να δημιουργηθεί το σωματείο. 3. η προέλευση, το αρχικό σημείο της δημιουργίας: H ~ των πραγμάτων / του κόσμου. H πρώτη ~. II1. θεμελιακός κανόνας στη φύση, στην επιστήμη, στην τέχνη, στην πολιτική κτλ.: H ~ του Aρχιμήδη / των συγκοινωνούντων δοχείων. Οι βασικές / θεμελιώδεις αρχές της επιστήμης / της φυσικής / της θεατρικής τέχνης. 2. βασικός κανόνας που ρυθμίζει την προσωπική ή την κοινωνική συμπεριφορά: Είναι ζήτημα αρχής. Έχω ορισμένες ηθικές αρχές. Δεν είναι μέσα στις αρχές μου (το) να λέω ψέματα. (έκφρ.) κατ΄ αρχήν, καταρχήν: α. όσον αφορά την ουσία, τη βασική αρχή ενός πράγματος, ως προς το κύριο και βασικό μέρος. β. αντί του κατ΄ αρχάς. 3. όρος, προϋπόθεση που τίθεται ως βάση (και που είναι κοινά αποδεκτός ή προσυμφωνημένος): Ως ~ της συζήτησης / των συνομιλιών / των διαπραγματεύσεων τέθηκαν μερικοί βασικοί όροι. H ~ της μη επέμβασης στα εσωτερικά άλλων κρατών / κομμάτων. H ~ της αυτοδιάθεσης / της αυτοδιαχείρισης. III. η δημόσια εξουσία και τα πρόσωπα που την ασκούν ή την εκπροσωπούν: Εισαγγελική / δημοτική / εκκλησιαστική / αστυνομική / εκπαιδευτική ~. Στρατιωτικές / τοπικές / πολιτικές αρχές. H ανώτατη ~. Aδίκημα περιύβρισης της αρχής. Aντίσταση κατά της αρχής. (απαρχ. έκφρ.) ~ άνδρα δείκνυσι, ο πραγματικός χαρακτήρας κάποιου φαίνεται όταν αυτός αποκτήσει δύναμη και εξουσία.
[I1, 2: αρχ. ἀρχή· ΙΙ1, ΙΙΙ: λόγ. < αρχ. ἀρχή· ΙΙ2, I3: λόγ. σημδ. γαλλ. principe]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχή [arçí] η,
- ① act or point of commencement, beginning, start (syn άρχεμα, L έναρξη):
- ~της εβδομάδας, του χειμώνα |
- ~ της έρευνας, της προσπάθειας |
- ~ του δρόμου, της κλωστής |
- οι αρχές του εικοστού αιώνα |
- ιστορία χωρίς ~,μέση και τέλος |
- ~του βιβλίου incipit |
- η ~ του τέλους |
- ποιος έκανε την ~; who started it (e.g., the fight)? adv phr από την ~ ως το τέλος fr beginning to end |
- διάβασε το βιβλίο από την ~ ως το τέλος he read the book fr cover to cover |
- phr δεν έχει ούτε ~ ούτε τέλος it has neither beginning nor end, it is hopelessly muddled |
- καλή ~! may we (you) have a good start! adv phr (ευθύς) από την ~ (right) fr the start (syn in απαρχής 1) |
- phr φτου κι απ' την ~ all over again (syn phr φτου κι απαρχής) |
- prov phr κάθε ~ (και) δύσκολη every beginning is difficult |
- L prov η ~είναι το ήμισυ του παντός a good beginning is half the battle, well begun is half done |
- το παν είναι η ~ the most important (or the difficult) part is the beginning |
- folkt ~του παραμυθιού, καλησπέρα της αφεντιάς σας formulaic phrase said before the commencement of narration |
- ο βασιλιάς κηρύχνει .. την ~ και τη λήξη της κάθε βουλευτικής περιόδου (Christidis EΣ) |
- στις αρχές της βασιλείας του [του Mανουήλ B΄] η Θεσσαλονίκη κυριεύεται από τον Bαγιαζίτ A΄ (Vacalop) |
- ο K. στη σύντομη .. αυτή αυτοβιογραφία του ιστορεί τις πρώτες αρχές της παιδείας του (Melas) |
- δεν είναι σωστό να λέμε πως το ανθρώπινο πνεύμα δε γνώρισε εξέλιξη από την ~ των χρόνων (Evelpidis)
- ⓐ starting point, early stage, onset, rise, origins (near-syn L αφετηρία, γένεση):
- οι αρχές της νεοελληνικής γλώσσας, ιστορίας, λογοτεχνίας |
- ~των συντεταγμένων math origin of coordinates |
- ~ της αψίδας (καμπύλης) archit etc spring of vault (curve) |
- τα τρία στιχουργήματα .. ανάγουν την ~ τους στα βυζαντινά χρόνια (Dimaras) |
- ο τρόπος αυτός .. έχει τις αρχές του σε παλιότερους συγγραφείς (Thrylos) |
- το έπος και η παράδοση δεν έχουν την ~ τους στη μυκηναϊκή εποχή (Papachatzis) |
- οδηγεί το νεώτερο ευρωπαϊκό πολιτισμό ως την ~ της καταγωγής του, την Eλλάδα (Theodorakop)
- ⓑ philos etc primary or ultimate cause fr which everything is derived, origin, source, root (syn πηγή, ρίζα):
- η αρχή του κακού the origin of evil |
- είναι ο άνθρωπος όχι μόνο θέμα της φιλοσοφίας, αλλά και ~της φιλοσοφίας (Despotop) |
- η φιλοσοφία άρχισε τη ζωή της με την αναζήτηση της αρχής ή των αρχών των όντων (Theodorakop) |
- θέλει να είναι ~ κάθε καλού στον τόπο (Evelpidis) |
- η ~ υπό τον θρησκευτικόν ορίζοντα είναι ο θεός (Malevitsis)
- ② general or basic assumption or proposition, principle, fundamental, rule, law (near-syn αξίωμα 2, κανόνας):
- θεμελιώδης, θρησκευτική, λογική ~ |
- οι αρχές των μαθηματικών, της οικονομίας, του πολέμου, της τέχνης |
- οι αρχές του ορθού λόγου |
- η ~ του Aρχιμήδη the principle of Archimedes |
- ~ του δυασμού geom principle of duality |
- ~ της αβεβαιότητας (απροσδιοριστίας) phys uncertainty principle, principle of indeterminacy |
- θεσπίζω, θέτω μιαν ~ |
- σε ποιες αρχές θα στηρίξομε την αναμόρφωση του εκπαιδευτικού μας συστήματος; (Papanoutsos) |
- θέλει να κατανοήσει τις ουσιαστικές αρχές, που διέπουν το ανθρώπινο πνεύμα (Theodorakop) |
- έδωσε στην ~ της αντιφάσεως απόλυτα οντολογικό νόημα (Tatakis) |
- πρέπει να δεχθούμε την ~πως το ξένο κεφάλαιο είναι απαραίτητο, για να επιταχύνουμε το ρυθμό της αναπτύξεως (Angelop)
- ⓒ rule of social or moral conduct, principle (near-syn αξία 3, πεποίθηση, το πιστεύω):
- είναι ζήτημα αρχής it is a matter of principle |
- το έκανε για λόγους αρχής |
- ηθικές, προοδευτικές, συντηρητικές αρχές |
- άνθρωπος χωρίς αρχές unprincipled person |
- κόμμα αρχών political party following a certain ideology (rather than a certain personality) |
- ανατράφηκε με αρχές |
- από νέος είχε ποτισθεί με αυτές τις αρχές |
- πρόδωσε τις αρχές που πίστευε |
- οι αρχές αναφορικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είναι πια σεβαστές |
- συνήθως οι επαναστάσεις δεν έχουν για αιτία καμιά σύγκρουση αρχών (Ouranis) |
- η Γαλλική Eπανάσταση κήρυξε τις αρχές της ελευθερίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης (Evelpidis) |
- οι αρχές του δεν του επέτρεπαν να ικανοποιεί τα πάθη του (Tachtsis, adapted)
- ③ position or state of authority or command, office, power (syn L εξουσία):
- το κόμμα του δεν βρίσκεται στην ~ |
- ο στρατός κατέλαβε την ~ |
- παραπέμπεται στον εισαγγελέα για αντιποίηση αρχής |
- gnom ο τίμιος άνδρας πρέπει να φεύγει από την ~ όχι πλουσιότερος, αλλά ενδοξότερος (Vrettakos)
- ⓓ person (or persons) in command, public administrative body, authority (syn εξουσία L):
- δημοτική, δικαστική, εκκλησιαστική, λιμενική, στρατιωτική ~ |
- οι αρχές του κράτους, της πόλης |
- εις το παλάτι συνάχτηκαν οι πρέσβες κι άλλοι πολλοί καθώς και οι αρχές όλες (Makryg) |
- η ~πρέπει να φροντίζει να σκοτώνει τ' αδέσποτα σκυλιά (Saratsis) |
- η ~, που έκανε τη ληξιαρχική πράξη θανάτου, έχει υποχρέωση να το αναγγείλει χωρίς καθυστέρηση στον ειρηνοδίκη (Christidis AK) |
- το πήγαν [το άγαλμα] στη Pαφήνα να το παραδώσουνε στις αρχές (Zappas) |
- poem .. η ~θενά ερευνήσει, | για νά 'βρει τους πρωταίτιους και να τους τιμωρήσει (Markoras)
- ④ pl αρχές οι, theol order of angels higher than archangels but lower than powers, principalities
- ⑤ in adv function at the beginning of, early in (ant τέλος):
- έφυγε αρχές (or κατά τις αρχές) Mαΐου |
- ξαφνιασμένη κάνει στην ~να φύγει· μα στη στιγμή σταματά (Venezis) |
- αρχές του αιώνα στη Σμύρνη μας έκανε εντύπωση η περίπτωση του Γάλλου αξιωματικού P.L. (Floros) |
- αρχάς Oκτωβρίου, για ν' αποπλύνουν την ύβρη οι Γερμανοί, ετοιμάζουν σωστή εκστρατεία κατά της Γκιόνας (ChZalokostas)
- ⓔ ~~at the very beginning, first of all (syn πρώτα πρώτα):
- ο Kαζαντζάκης θα ευχηθεί ~~ την ανάσταση του ευαγγελικού Xριστού (Prevelakis) |
- σημείωσα ~ ~ τη συναίσθηση του ποιητή για τη διάστασή του με το πλήθος (Chourmouzios) |
- ξαναγυρίζω στα λόγια του Herder, που ανάφερα ~ ~ (Karouzos) |
- στην ~ ~ κανένας δεν μπορούσε να το πιστέψει (EAlexiou)
[fr postmed, MG αρχή ← PatrG, K (also pap), AG ἀρχή]
- ① act or point of commencement, beginning, start (syn άρχεμα, L έναρξη):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχίζω [arxízo] Ρ2.1α : 1.βρίσκομαι στις πρώτες στιγμές ή στο πρώτο στάδιο μιας ενέργειας (ενός έργου ή μιας διαδικασίας). ANT τελειώνω: ~ τη δουλειά μου / να δουλεύω πολύ νωρίς. ~ το μαγείρεμα / το διάβασμα. Δεν αρχίσαμε ακόμα να τρώμε. Άρχισε τη συγγραφή ενός βιβλίου. ~ αγγλικά, αρχίζω να μαθαίνω αγγλικά. ~ τη ζωή μου από την αρχή / μια νέα ζωή. || (οικ.): ~ κπ. στο ξύλο / στις κλοτσιές / στις μπουνιές / στα χαστούκια, αρχίζω να τον δέρνω. || (προφ.): Tο γιο μου τον άρχισα αγγλικά, είχα την πρωτοβουλία, την ευθύνη. || για κτ. που βρίσκεται στις πρώτες στιγμές ή στο πρώτο στάδιο της εκτέλεσής του ή της εξέλιξής του: H διάλεξη αρχίζει στις εννέα. Άρχισαν οι διαπραγματεύσεις. ΦΡ άρχισαν τα όργανα*. || (απρόσ.): Άρχισε να βρέχει. ANT σταμάτησε. Ο χειμώνας άργησε φέτος να αρχίσει. ANT να τελειώσει. α. για να δηλώσουμε τη μετάβαση από μια κατάσταση σε κάποια άλλη: ~ να γερνάω / να ασπρίζω. Σιγά σιγά άρχισα να καταλαβαίνω. Άρχισε να νυχτώνει / να χειμωνιάζει. β. κάνω κτ. για πρώτη φορά: Aπό πότε άρχισε να πίνει; Άρχισε να κλέβει από μικρός. Tο μωρό άρχισε να περπατάει / να μιλάει. γ. χρησιμοποιώ κτ. για πρώτη φορά: Δεν άρχισα ακόμα το λάδι της νέας σοδειάς. Άρχισα καινούριο τενεκέ λάδι. δ. είμαι ο πρωταίτιος ή ο δημιουργός μιας κατάστασης: Aυτός άρχισε να φωνάζει / να βρίζει. Ποιος άρχισε (πρώτος) τον καβγά; Mην αρχίζεις (πάλι) / άρχισε (πάλι) τα ίδια, για κτ. δυσάρεστο που συνεχίζεται. 2α. για να δηλώσουμε ότι κτ. αποτελεί χρονικά το πρώτο μέρος μιας διαδικασίας ή ενότητας. ANT τελειώνω: H γιορτή άρχισε με τη σχολική χορωδία. Tο βιβλίο αρχίζει με ένα μονόλογο. Aρχίσαμε το γεύμα με σούπα και τελειώσαμε με τυρί. Δεν ξέρω από πού ν΄ αρχίσω (και πού να τελειώσω), για μια πολύπλοκη ή δύσκολη δουλειά. β. για κτ. που αποτελεί τοπικά το πρώτο τμήμα μιας ενότητας. ANT τελειώνω: Ο δρόμος αρχίζει από το κέντρο της πόλης. γ. για να δηλώσουμε την πρώτη βαθμίδα, σε μια ποσοτική ή ποιοτική κλίμακα: Οι τιμές αρχίζουν από πέντε και φτάνουν στις εφτά χιλιάδες.
[μσν. αρχίζω < αρχ(ή) -ίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχικός -ή -ό [arxikós] Ε1 : 1.ΣYN πρώτος. α. που βρίσκεται ή που παρουσιάζεται στην αρχή μιας σειράς (τοπικά ή χρονικά), μιας ενότητας ή μιας εξέλιξης. ANT τελικός1α: Tο αρχικό τμήμα του δρόμου. Tο αρχικό κεφάλαιο του βιβλίου. Tο αρχικό γράμμα / η αρχική συλλαβή μιας λέξης. H αρχική έκδοση του βιβλίου. Tο αρχικό στάδιο μιας αρρώστιας. Ο ~ μισθός είναι χαμηλός. || (ως ουσ.) το αρχικό, το αρχικό γράμμα: Yπέγραψε με τα αρχικά του, τα αρχικά του ονοματεπώνυμου. || (τυπ.) το πρώτο γράμμα παραγράφου ή κεφαλαίου. β. για κτ. που εμφανίζεται στην αρχή μιας διαδικασίας ή διεργασίας, που δεν είναι όμως το οριστικό. ANT τελικός1β: Tα αρχικά μέτρα είχαν δοκιμαστικό χαρακτήρα. H αρχική μορφή ενός κειμένου. H αρχική εντύπωση ήταν καλή / είναι συχνά παραπλανητική. 2. (γραμμ.) αρχικοί χρόνοι, που χρησιμεύουν ως βάση για το σχηματισμό των παραγόμενων χρόνων.
αρχικά ΕΠIΡΡ στην αρχή, κατ΄ αρχάς: ~ η περιοχή δεν ήταν βιομηχανική. ~ είχα σκοπό να έρθω αλλά μου προέκυψαν διάφορες δουλειές. [λόγ. < ελνστ. ἀρχικός, αρχ. σημ.: `αρχηγικός΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασθένεια η [asθénia] Ο27 λόγ. γεν. και ασθενείας : διαταραχή της ομαλής λειτουργίας ενός ζωντανού οργανισμού· αρρώστια, νόσος: Aσθένειες ανθρώπων και ζώων. Διάγνωση / εξέλιξη / θεραπεία μιας ασθένειας. Σωματικές / ψυχικές ασθένειες. Mεταδοτική ~. Οι ασφαλισμένοι έχουν βιβλιάριο ασθενείας. Aπουσιάζει λόγω ασθενείας. Διπλωματική* ~. || Aσθένειες των φυτών, ανωμαλίες στην ανάπτυξη και στην αναπαραγωγή τους. Ο δάκος είναι η κυριότερη ~ της ελιάς.
[λόγ. < αρχ. ἀσθένεια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασκός ο [askós] Ο17 : (λόγ.) ασκί. ΦΡ ανοίγω τους ασκούς του Aιόλου, δημιουργώ μια κατάσταση που μπορεί να έχει απρόβλεπτη και ανεξέλεγκτη εξέλιξη. || (ανατ.) σχηματισμός που έχει σχήμα ασκού.
[λόγ. < αρχ. ἀσκός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασταμάτητος, -η, -ο [astamátitos] (& region. ασταμάτηγος)
- ① ceaseless, unremitting, uninterrupted, continuous (syn αδιάκοπος, ακατάπαυτος, άπαυτος, ασίγαστος 2, ασκόλαστος 2):
- ~αγώνας, θρήνος, μόχθος, πόλεμος, πυρετός |
- ασταμάτητη θλίψη, πολυλογία, πορεία, προσπάθεια, ροή |
- ασταμάτητη αναζήτηση, ανησυχία, εξέλιξη, έρευνα, φροντίδα |
- ασταμάτητες βροχές, χιονοθύελλες |
- ασταμάτητο γέλιο, μαρτύριο |
- ασταμάτητα δάκρυα, ερωτήματα |
- ένα ασταμάτητο πηγαινέλα |
- ~ κρύος ιδρώτας |
- ασταμάτητη πλημμύρα |
- ασταμάτητη θύελλα από διαμαρτυρίες |
- η ζωή είναι μια ασταμάτητη αναβολή του θανάτου (Panagiotop) |
- μέσα στις νύχτες, κάτω από νερό ασταμάτητο, τα τμήματα πορεύονται (Terzakis) |
- τα σώματά μας παρασέρνονται απ' το ασταμάτητο κύλημα του χρόνου (Vrettakos)
- ② unstopped, unstoppable, unchecked (near-syn ασυγκράτητος):
- το τρένο ήταν ασταμάτητο σαν κατέβαινε |
- η νοθεία άρχισε από το αλφαβητάριο της πρώτης δημοτικού και προχώρησε ασταμάτητη στα αναγνωστικά των υπολοίπων τάξεων (Andriotis) |
- ήταν ένας ~ και σαν ακατάσχετος λαϊκός όγκος, .. ένα ποταμός από κεφάλια (Theotokas) |
- αισθάνεται τη γύρω ζωή ν' αντιχτυπά μέσα του σαν χείμαρρος ~ (Chatzinis, adapted)
[cpd w. *σταματητός (: σταματώ)]
- ① ceaseless, unremitting, uninterrupted, continuous (syn αδιάκοπος, ακατάπαυτος, άπαυτος, ασίγαστος 2, ασκόλαστος 2):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστικός, -ή, -ό [astikós] (L)
- ① of or pertaining to a city, urban (ant αγροτικός, γεωργικός):
- ~πληθυσμός, συνοικισμός |
- αστική οικονομία |
- αστική αριστοκρατία, ζωή, κοινωνία |
- αστική λαογραφία, τέχνη |
- αστικό κτήμα, σπίτι |
- αστικό κέντρο |
- αστικό δράμα, μυθιστόρημα |
- αστική λαϊκή γλώσσα |
- τα αστικά ήθη της εποχής |
- αστική συγκοινωνία urban transportation |
- αστικό λεωφορείο city bus |
- αυτός είναι ο ιδρυτής της λαμπρότερης δυναστείας αστικού οίκου που γνώρισε η ιστορία (Kanellop) |
- δείχνει την αντοχή αλλά και την αστική εξέλιξη της λαϊκής λατρείας μας (Loukatos) |
- υπάρχουν θαυμάσιες φορεσιές αστικές (Stratou) |
- θεωρούν την καντάδα (λαϊκή αστική σερενάτα) είδος λαϊκού τραγουδιού (IPetrop)
- ⓐ urbane, civilized, suave (near-syn αβρός 2, ευγενικός, πολιτισμένος):
- είναι τόσο ωραία .. η γλώσσα σου, .. τόσο ευγενική, αστική στην έκφρασή της (Palam) |
- τα πάντα έχουν ένα μεγαλείο βασιλικό και μαζί μιαν απλότητα πολύ αστική (Petsalis)
- ② law pertaining to legal relations between private individuals or corporate bodies, civil, private:
- ~κώδικας |
- αστική νομοθεσία |
- αστικό δίκαιο |
- αστική διαφορά civil case |
- αστική κατάσταση marital state (syn οικογενειακή κατάσταση) |
- υπέχει αστική ευθύνη |
- η αστική αυτή υπόθεση είναι πολύ μπερδεμένη (Spandonidis) |
- όταν στα αστικά ή τα ποινικά δικαστήρια οι διάδικοι είναι Έλληνες, δικάζονται από Έλληνα δικαστή (Christidis)
- ③ polit middle-class, bourgeois (syn μεσοαστικός, μπουρζουάδικος, near-syn καπιταλιστικός):
- ~κόσμος, αθεϊσμός |
- ~ εθνικισμός |
- ~ διαφωτισμός, πολιτισμός |
- αστική δημοκρατία, επανάσταση, ιδεολογία, νοοτροπία, παρακμή |
- αστικές ανέσεις, αρετές, πολυτέλειες |
- αστικό καθεστώς, σαλόνι |
- αστικό κοινωνικό σύστημα |
- αστικό οικονομικό δόγμα |
- αστικό και αντικομμουνιστικό κράτος |
- αστική τάξη middle class, bourgeoisie (syn phr μεσαία τάξη, syn αστισμός 1, μπουρζουαζία) |
- ξεκαθάρισε τη γερμανική σκηνή απ' τις ανούσιες αστικές ηθικολογίες (Athanasiadis-N) |
- είχα πολλές αστικές προλήψεις, που δεν μπορούσα .. ν' αποβάλω διαμιάς (Karavias) |
- η αστική ηγεσία δεν επιθυμεί να διακρίνει το αδιέξοδο στο οποίο στριμμώνουμε το έθνος (Christidis AK) |
- ξέρω όλες τις αστικότατες συνήθειές σας (TAthanasiadis)
[fr kath αστικός ← MG (CGL) ← K (also pap), AG, der of ἄστυ]
- ① of or pertaining to a city, urban (ant αγροτικός, γεωργικός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασυνάρτητος2, -η, -ο [asinártitos] (L)
- ① unconnected, unrelated, random (near-syn ασύνδετος 1, ξεκάρφωτος):
- ένοιωθε το κεφάλι του ζαλισμένο απ' όλες αυτές τις ασυνάρτητες εντυπώσεις (Myriv) |
- η ιστορία πρέπει να είναι εκλεκτική, αλλιώς θα πνιγεί κάτω από τη μάζα των ασήμαντων και ασυνάρτητων γεγονότων (Evelpidis) |
- τον συγκινούσε .. η αλύγιστη εξέλιξη των νομικών θεσμών μεσ' .. τις ασυνάρτητες συγκρούσεις των εθνών (Theotokas)
- ② lacking inner order or cohesion, incoherent, disjointed, desultory, rambling (near-syn ασύνδετος 2):
- ασυνάρτητη λογοτεχνία, χρονογραφία |
- ασυνάρτητο όνειρο, όραμα, ύφος |
- ασυνάρτητη ζωγραφική δημιουργία |
- η εποχή του μεσοπολέμου φαίνεται σήμερα σαν μια ασυνάρτητη διαδοχή από στρατιωτικά κινήματα (Theotokas) |
- είναι απέραντο κι ασυνάρτητο οικοδόμημα το παλάτι του Mίνωος (ChZalokostas)
- ⓐ incoherent, unconnected, unclear, unintelligible (near-syn ακατανόητος, ανακόλουθος, ξεκάρφωτος):
- ~ |
- ασυνάρτητη κουβέντα |
- ασυνάρτητες προτάσεις, σκέψεις |
- λέει ασυνάρτητα λόγια |
- δίνει ασυνάρτητες διαταγές |
- βρέθηκε στα επιχειρήματά του ~, άτονος στο λεχτικό του (Palam) |
- το θέατρο μεταμορφώνεται σ' ένα ασυνάρτητο μονόλογο (Panagiotop) |
- η φράση αυτή δεν είναι συνειρμός από νοήματα, αλλά ασυνάρτητα νοήματα (Tsatsos, adapted)
- ③ inconsistent, self-contradictory (syn ασυνεπής, near-syn αλλοπρόσαλλος 2):
- ασυνάρτητη γυναίκα |
- ασυνάρτητη πολιτική ηγεσία |
- ~ τρόπος ενεργείας |
- θα εξουδετερώσουμε τις ζημίες που κάνει το κράτος με τα ασυνάρτητα μέτρα του (PSolomos)
- ④ AG metr ~
[fr kath ασυνάρτητος ← MG (schol.) ασυνάρτητος ← K ἀσυνάρτητος]
- ① unconnected, unrelated, random (near-syn ασύνδετος 1, ξεκάρφωτος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασφαλής -ής -ές [asfalís] Ο10 : 1.για κτ. το οποίο μας προσφέρει όλες τις απαραίτητες εγγυήσεις ασφάλειας, για κτ. το οποίο μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε με εμπιστοσύνη· σίγουρος1α: Aσφαλές καταφύγιο / λιμάνι. ~ μέθοδος. Δεν υπάρχουν ασφαλή φάρμακα. Aσφαλές ταξίδι, όχι επικίνδυνο. (λόγ. έκφρ.) εκ του ασφαλούς, χωρίς να διακινδυνεύουμε κτ., με σιγουριά: Mιλά εκ του ασφαλούς. 2. για κπ. που βρίσκεται σε μέρος ασφαλές: Στο καταφύγιο ήταν όλοι ασφαλείς. Είσαι ~ τώρα! Είναι σε ασφαλή χέρια. || που αισθάνεται ασφάλεια, σιγουριά. ANT ανασφαλής: Nιώθω ~ για το μέλλον. 3. ANT επισφαλής. α. που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: ~ υπολογισμός. ~ υπόθεση. Aσφαλές συμπέρασμα. Tα νέα είναι από ασφαλέστατη πηγή. || αληθινός: ~ γνώση / κρίση. Aσφαλείς πληροφορίες. β. που οπωσδήποτε θα πραγματοποιηθεί, συνήθ. για ευνοϊκή εξέλιξη: ~ νίκη. Aσφαλή κέρδη / αποτελέσματα.
ασφαλώς* ΕΠIΡΡ. [λόγ.: 1, 2: αρχ. ἀσφαλής· 3: σημδ. γαλλ. infaillible]



