Παράλληλη αναζήτηση
| 863 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -γλωσσος -η -ο [γlosos] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· συνήθ. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: 1. (με α' συνθετικό συνήθ. απόλυτο αριθμητικό) απαντά, υπάρχει στον αριθμό των γλωσσών που υποδηλώνει το α' συνθετικό: δί~, τρί~, τετρά~. 2. χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα που συνεπάγεται το α' συνθετικό: α. προσδιορίζει πρόσωπο που μιλάει γλυκά, άσχημα κτλ.: γλυκό~, κακό~, πικρό~. β. προσδιορίζει κείμενο ή κάτι άλλο σχετικό: ελληνό~, ξενό~.
[2α: θ. του ουσ. γλώσσ(α) -ος· 1, 2β: λόγ. < αρχ. -γλωσσος, -γλωττος θ. του ουσ. γλῶσσ(α), αττ. γλῶττ(α) -ος ως β' συνθ.: αρχ. δί-γλωσσος, ελνστ. πολύ-γλωσσος (δες λ.) & διεθ. -glosse, -glotte < αρχ. -γλωσσος, -γλωττος: ετερό-γλωσσος < γαλλ. hétéroglotte, ισό-γλωσσο < γερμ. Isoglosse]
- -ίνα 2 : (προφ.) επίθημα για την απόδοση στη νέα ελληνική ξένων λέξεων, που δηλώνουν κάποια χημική, φαρμακευτική ή άλλη ανάλογη ουσία· (πρβ. -ίνη): ασπιρίνα, βιταμίνα, μπενζίνα.
[ιταλ. -ina < λατ. -ina (δες στο -ίνα 1) και γαλλ., γερμ. -in(e) -α μέσω των ιταλ.: ιταλ. aspirina > ασπιρ-ίνα, vitamina > βιταμ-ίνα]
- -ίνη [íni] : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών για την απόδοση ξένων λέξεων, που δηλώνουν κάποια χημική, φαρμακευτική ή άλλη ανάλογη ουσία· (πρβ. -ίνα 2): βαζελίνη, ζαχαρίνη, καφεΐνη, ναφθαλίνη, νεομυκίνη, νικοτίνη, πενικιλίνη.
[λόγ. < νλατ. μετον. επίθημα -ina δηλωτικό φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων, χημικών ενώσεων και τεχνητών ουσιών: νλατ. strychnina > στρυχνίνη, διεθ. chlorine (< chlor-) > χλωρ-ίνη (χλώρ-ιο), αγγλ. penicillin > πενικιλίνη, γερμ. Heroin > ηρωίνη (δες λ.), σπανιότ. φυσικών ή χημικών ουσιών: νλατ.(;) adamantina > αδαμαντ-ίνη, παλ. γερμ. Kaffein > καφε-ΐνη < λατ. θηλ. επίθημα -ina: regina `βασίλισσα΄, που παρήγε και αφηρ. ουσ.: medicina `ιατρική΄ (η αλλαγή -α > -η έγινε για να μοιάζουν οι λ. με αρχ. ελλην. όπου υπήρχαν μερικές λ. σε -ίνη: αρχ. ἀξίνη > νεοελλ. αξίνα, ἡρω-ίνη `ηρωίδα΄ καθώς μερικές λ. σε -ίνη αντιστοιχούσαν σε λατ. λ. σε -ina: αρχ. σαρδ-ίνη - λατ. sardina `σαρδέλα΄) & λόγ. επίδρ. στο -ίνα 2: μπενζίνα (< ιταλ. benzina ή ιταλ. benzine) > βενζίνη, ασπιρίνα > ασπιρίνη (δες και -ίνα 2)]
- -ιστικός 1 -ιστική -ιστικό [istikós] : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων από ουσιαστικά (συνήθ. σε συνδυασμό με τα ουσ. σε -ισμός)· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (αταβισμός) αταβιστικός, (φουτουρισμός) φουτουριστικός, (υπαρξισμός) υπαρξιστικός, (κολεκτίβα) κολεκτιβιστικός.
[λόγ. < αρχ. σύνθετο μετουσ. και μεταρ. επίθημα κτητ. επιθ. -ισ-τικός < μεταρ. ουσ. σε -ισ-τής (δες λ.) και μετον. ρήματα σε -ίζω: αρχ. σοφ-ιστής (< σοφ-ίζομαι) > σοφ-ισ-τικός, χαρακτηρ-ίζω > χαρακτηρ-ισ-τικός & γαλλ. -istique, -iste, αγγλ. -istic, -istical, γερμ. -istisch < λατ. -isticus < αρχ. -ιστ-ικός, και σε συνδυασμό με το επίθημα -ισμός < -ismus < ελνστ. -ισμός: νεοελλ. ελλην-ιστικός < γερμ. hellenistisch < Hellenismus (διαφ. το ελνστ. ἑλ λην-ισμός `χρήση ελληνικού ύφους΄), αταβ-ιστικός (αταβ-ισμός) < αγγλ. atavistic (< atavism)]
- -ίτης 2 : επίθημα για την απόδοση στη νέα ελληνική ξένων λέξεων: βακελίτης, γρανίτης, γραφίτης, λιγνίτης.
[λόγ. < γαλλ. -ite, γερμ. -it < αρχ. -ίτης (δες στο -ίτης 1) κατά το ελνστ. πυρ-ίτης (δες λ.): γραν-ίτης < γαλλ. granite]
- -κοσμος [kozmos] : β' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσιαστικά. 1. συνήθ. δηλώνει σύνολο ανθρώπων που έχουν κοινά τα χαρακτηριστικά που συνεπάγεται η λέξη που υπάρχει ως α' συνθετικό· (πρβ. -ιά
24α): αγροτό~, εργατό~. || μαθητό~, φοιτητό~. || φτωχό~· (πρβ. -λογιά). 2. έχει την έννοια του συνόλου με ειδική σημασία που εξαρτάται από το α' συνθετικό: (επιστ.) μικρό~, μακρό~. || σε παραγωγή με προθήματα: υπό~. [λόγ.: 1: ουσ. κόσμος ως β' συνθ. μτφρδ. γερμ. -leute: εργατό-κοσμος < γερμ. Arbeitsleute `εργατιά΄· 2: γαλλ. -cosme < αρχ. κόσμος: μικρό-κοσμος < γαλλ. microcosme]
- -λουτρο [lutro] : β' συνθετικό σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά· συνήθ. δηλώνει την έκθεση ή τη βύθιση του ανθρώπινου σώματος σε αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: ηλιό~, φωτό~· αμμό~, λασπό~. || με αναφορά στο μπάνιο καθαριότητας: αφρό~, ποδό~. || οφθαλμό~.
[λόγ. < αρχ. ουσ. λουτρόν (πρβ. αρχ. επίθ. φιλό-λουτρος `που του αρέσει να πλένεται΄) ως β' συνθ. & σε μτφρδ.: λασπό-λουτρο < γερμ. Schlammbad]
- -ούχος -ος / -α -ο [úxos] : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο εμπεριέχει ως συστατικό του το στοιχείο που εκφράζει το α' συνθετικό: αερι~, αμυλ~, θει~, ιωδι~, φθορι~, πιτυρ~, ραδι~.
[λόγ. επίθ. < ουσ. -ούχος σε μτφρδ. γερμ. -haltig ως β' συνθ.: αλατ-ούχος < γερμ. salzhaltig]
- -ποίηση [píisi] : β' συνθετικό σε αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά παράγωγα συνήθ. από το αντίστοιχο ρήμα σε -ποιώ· δηλώνει την πραγματοποίηση της διαδικασίας που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: αλλαντο~, κονσερβο~, πολτο~· ενοχο~, ηθικο~, κοινωνικο~, αστικο~, τελειο~. || σε σύνθεση αποκλειστικά με λόγιας προέλευσης α' συνθετικό στις περιπτώσεις που υπάρχει και αντίστοιχο μη λόγιο: σακχαρο~, σαπωνο~.
[λόγ. < αρχ. -ποίη(σις) (< ρ. ποιῶ) -ση ως β' συνθ.: αρχ. ὁδο-ποίησις `προετοιμασία΄, ελνστ. δραματο-ποίησις & απόδ. ελαχιστο-ποίηση < γαλλ. minimisation, ουδετερο-ποίηση < γερμ. Neutralisierung]
- -σέλιδος -η -ο [séliδos] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο τυπωμένο ή γενικά γραπτό κείμενο αποτελείται από τόσες σελίδες ή καταλαμβάνει τόσες σελίδες όσες δηλώνει το απόλυτο αριθμητικό που συνήθ. υπάρχει ως α' συνθετικό· (πρβ. -φυλλοςII): δεκαεξα~, δι~, μονο~, πολυ~, τρι~.
[λόγ. σελιδ- θ. του ουσ. σελίς > σελίδα -ος & μτφρδ.: δι-σέλιδος < γερμ. zweiseitig]



