Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγγλ.
2.672 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-αγορά [aγorá] : το ουσ. αγορά ως β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· (συχνά οικον.) με α' συνθετικό ουσιαστικό: κεφαλαι~, κτηματ~, χρηματ~, αγοραπωλησία κεφαλαίων, κτημάτων κτλ. || για συναλλαγή και χώρο συναλλαγής: κρεατ~, λαχαν~, ψαρ~.

[λόγ. < ουσ. αγορά ως β' συνθ., μτφρδ. αγγλ. market: χρηματ-αγορά, υπερ-αγορά < αγγλ. money market, super market]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-άνθρωπος [ánθropos] : το ουσ. άνθρωπος ως β' συνθετικό: 1. σε σύνθετα ουσιαστικά· συνήθ.: α. με όνομα (επίθετο ή ουσιαστικό) ως α' συνθετικό: αγρι~, ασχημ~, βρομ~, ομορφ~. || αρχοντ~, αφεντ~, λεβεντ~· χιον~, φτιαγμένος από χιόνι. || διαστημ~. β. με το όνομα ενός ζώου ως α' συνθετικό: αρκουδ~, γαϊδουρ~, γουρουν~, κτην~, για κπ. που μοιάζει στην εμφάνιση με το ζώο που δηλώνει το α' συνθετικό ή κυρίως για άξεστο άνθρωπο. || βατραχ~. || πιθηκ~, ονομασία προϊστορικού ανθρωποειδούς. 2. με ρηματικό α' συνθετικό: μισ~. 3. σε σύνθετα επίθετα: πολυ~.

[1α: αρχ. -άνθρωπος < ουσ. ἄνθρωπος ως β' συνθ.: αρχ. φιλ-άνθρωπος· 1β-3: & λόγ. < αρχ. -άνθρωπος: αρχ. μισ-άνθρωπος & διεθ. -anthropus < αρχ. -άνθρωπος: πιθηκ-άνθρωπος < γαλλ. pithécanthrope & σε μτφρδ.: βατραχ-άνθρωπος < αγγλ. frogman]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-γενής -ής -ές [jenís] : (συνήθ. επιστ.) β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα επίθετα· συνήθ. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: 1. ανάγει, οφείλει την προέλευσή του, τη σύστασή του σ΄ αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό· (πρβ. -γόνος): διαβρωσι~, ηφαιστειο~, κοραλλιο~, προσχωσι~, σεισμο~. 2. παρουσιάζεται, εμφανίζεται με τη χρονική σειρά που εκφράζει το α' συνθετικό: δευτερο~, πρωτο~, υστερο~.

[λόγ. < αρχ. -γενής θ. συγγ. του ουσ. γένος (ρ. γίγνομαι `γεννιέμαι, γίνομαι΄) ως β' συνθ., παραγωγικό επιθέτων: αρχ. μονο-γενής `μοναχοπαίδι΄, ὁμο-γενής `του ίδιου γένους΄, πρωτο-γενής `πρωτοδημιούργητος΄ (ελνστ. σημ.: `πρωτότοκος΄), ελνστ. ἀλλο-γενής `διαφορετικής φυλής΄ & διεθ. -gen- < αρχ. -γενής: ενδο-γενής < γαλλ. endogène ή αγγλ. endogenous]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-έξ [éks] & -τέξ [téks] (βλ. σημ. II1) : I.κατάληξη ξένων λέξεων που χρησιμοποιούνται ως άκλιτα ουδέτερα ουσιαστικά μη προσαρμοσμένα στη μορφολογία της νέας ελληνικής: λαστέξ, πυρέξ. II. επίθημα άκλιτων ουδέτερων ουσιαστικών: 1. σε κύρια ονόματα που αποτελούν τη φίρμα, την επωνυμία μιας εταιρείας ή γενικά μιας βιομηχανικής ή βιοτεχνικής μονάδας· προστίθεται σε θέμα συνήθ. ελληνικής λέξης επιδιώκοντας να προσδώσει σε ελληνικό προϊόν τα χαρακτηριστικά του εισαγόμενου και σύμφωνα με την κυρίαρχη αντίληψη, ποιοτικά ανώτερου προϊόντος: Aπλωτέξ, Συρτέξ, Xρωτέξ· κάποτε και με ξένα στοιχεία: ΡΟRTΕX. || σε κοινά ουσιαστικά: στρωματέξ. 2. (ειρ.) σε ευκαιριακούς σχηματισμούς: μπουγαδέξ, γουρουνέξ. 3. (προφ.) σε ειρωνικούς, μειωτικούς χαρακτηρισμούς της εμφάνισης ή της συμπεριφοράς κάποιου: χωριατέξ.

[λόγ. < γαλλ. & αγγλ. (μέσω των γαλλ.) -ex δηλωτικό βιομηχανικών προϊόντων, συνήθ. σήμα κατατ.: λαστέξ < γαλλ. lastex, πυρέξ < αγγλ. pyrex]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-έτα [éta] : επίθημα για την απόδοση στα νέα ελληνικά ξένων λέξεων: βινιέτα, δισκέτα, κασέτα.

[ιταλ. -etta & γαλλ. -ett(e) -α: μεζονέτα (δες λ.) < γαλλ. maisonette, φουρκέτα < ιταλ. forchetta (δεν αναλύεται) & αγγλ. -ette: δισκ-έτα < αγγλ. diskette]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-θεραπεία [θerapía] : το ουσ. θεραπεία ως β' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. σε προσδιοριστικά σύνθετα με α' συνθετικό κυρίως ουσιαστικό ή σπάνια επίθετο ή αντωνυμία δηλώνει τον τρόπο με τον οποίο γίνεται κάποια θεραπεία: ακτινο~, χημειο~, ψυχρο~, αυτο~. || ηλιο~. 2. σε αντικειμενικά σύνθετα με α' συνθετικό ουσιαστικό δηλώνει την ασθένεια την οποία θεραπεύουμε: ψυχο~, ουλο~.

[λόγ. < αρχ. θεραπεία `γιατρειά΄ σε παράγωγες λέξεις: αρχ. ἀπο-θεραπεία & διεθ. -therapy < αρχ. θεραπεία ως β' συνθ.: ηλιο-θεραπεία < γαλλ. héliothérapie, ψυχο-θεραπεία < αγγλ. psychotherapy]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-ία 1 [ía] : επίθημα με λόγια προέλευση για το σχηματισμό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών· (βλ. -σία): 1. παράγωγων από ρήματα συχνά σύνθετα· δηλώνει την ενέργεια ή το αποτέλεσμα της ενέργειας που εκφράζει το ρήμα της πρωτότυπης λέξης· (πρβ. -ιά 3, -ιά 5): (επιθυμώ) επιθυμία, (μακρηγορώ) μακρηγορία, (συνομιλώ) συνομιλία, (χειροδικώ) χειροδικία. || παράγωγων από ουσιαστικά: (πρόεδρος) προεδρία, (τοκογλύφος) τοκογλυφία. || (ποτοποιός) ποτοποιία. 2. παράγωγων από επίθετα συνήθ. σύνθετα· δηλώνει κατάσταση, γνώρισμα ή συμπεριφορά σχετική με την ιδιότητα που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ιά 4): (άγλωσσος) αγλωσσία, (πατριδοκάπηλος) πατριδοκαπηλία, (ψύχραιμος) ψυχραιμία. 3. (επιστ.) σε επιστημονικούς όρους ή για να δηλώσει πάθηση ή γενικά κατάσταση που αποκλίνει από το φυσιολογικό: ακρομεγαλία, ασπερμία, ισχαιμία, σπληνομεγαλία, υδροκεφαλία.

[λόγ. < αρχ., συχνό επίθημα -ία, δηλωτικό ποιότητας ή κατάστασης, σπανιότ. πράξης που παρήγε αφηρ. θηλ. ουσ. από άλλα ουσ., από επίθ., ή και σε συσχετισμό με ρ.: αρχ. ἄγγελ(ος) > ἀγγελ-ία, ἄξ(ιος) > ἀξ-ία, σωτήρ - σῴζω > σωτηρ-ία· φρ. δήμου κράτος - δημοκρατ-ία· επίσης δηλωτικό χώρας (δες -ία 2), καθώς και πάθησης: πλεύμων / πνεύμων > πλευμον-ία / πνευμον-ία, ναύτ(ης) > ναυτ-ία, (δες και -ιά 2), καθώς και σε ουσ.: αρχ. ἑταῖρ(ος) `σύντροφος΄ > ἑταιρ-ία `συντροφική κατάσταση, σύλλογος΄ (δες και -εια) & διεθ. -ia, αγγλ. -y, γαλλ. -ie < λατ. -ia < αρχ. -ία, συνήθ. για δήλωση παθολογικής κατάστασης, αλλά και γενικότερα για (αφηρ.) επιστημονικούς όρους, και με μετακ. τόνου για να μοιάζει με το αρχ. -ία: ακεφαλ-ία < νλατ. acephalia, αναφυλαξ-ία < γαλλ. anaphylaxie, λαρυγγοσκοπ-ία < διεθ. laryngo- + -scopy· αναλ. και για απόδ. άλλων αφηρ. ή περιλ. ουσ. που το επίθημά τους έχει διαφ. προέλ. ή έχουν τυχαία τέτοια “κατάλ.”: γαλλ. bourgeoisie > μπουρζουαζία, ιταλ. > αγγλ. mafia ( [má-] ) > μαφία (αλλ. στη θέση του τόνου για προσαρμογή στο ίδιο σχ.) (δες και -ιά 2)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-ιατρικός -ή -ό [iatrikós] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα και ουσιαστικοποιημένα επίθετα. 1. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο αναφέρεται στον κλάδο της ιατρικής που υποδηλώνει το α' συνθετικό: οδοντ~, παιδ~, ψυχ~. 2. το ουσιαστικοποιημένο θηλυκό δηλώνει κλάδο της ιατρικής που έχει ως αντικείμενο αυτό που υποδηλώνει το α' συνθετικό: αθλητιατρική, γηριατρική, οδοντιατρική, παιδιατρική, ψυχιατρική.

[λόγ. < ελνστ. -ιατρικός (< αρχ. ἰατρικός) ως β' συνθ.: ελνστ. ἱππ-ιατρικός `κτηνιατρικός΄ & διεθ. -iatric < ελνστ. -ιατρικός: γηρ-ιατρική < αγγλ. geriatrics & γαλλ. -iatrie < αρχ. ἰατρεία `ιατρική παρακολούθηση΄: παιδ-ιατρική < γαλλ. pédiatrie]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-ίνη [íni] : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών για την απόδοση ξένων λέξεων, που δηλώνουν κάποια χημική, φαρμακευτική ή άλλη ανάλογη ουσία· (πρβ. -ίνα 2): βαζελίνη, ζαχαρίνη, καφεΐνη, ναφθαλίνη, νεομυκίνη, νικοτίνη, πενικιλίνη.

[λόγ. < νλατ. μετον. επίθημα -ina δηλωτικό φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων, χημικών ενώσεων και τεχνητών ουσιών: νλατ. strychnina > στρυχνίνη, διεθ. chlorine (< chlor-) > χλωρ-ίνη (χλώρ-ιο), αγγλ. penicillin > πενικιλίνη, γερμ. Heroin > ηρωίνη (δες λ.), σπανιότ. φυσικών ή χημικών ουσιών: νλατ.(;) adamantina > αδαμαντ-ίνη, παλ. γερμ. Kaffein > καφε-ΐνη < λατ. θηλ. επίθημα -ina: regina `βασίλισσα΄, που παρήγε και αφηρ. ουσ.: medicina `ιατρική΄ (η αλλαγή > έγινε για να μοιάζουν οι λ. με αρχ. ελλην. όπου υπήρχαν μερικές λ. σε -ίνη: αρχ. ἀξίνη > νεοελλ. αξίνα, ἡρω-ίνη `ηρωίδα΄ καθώς μερικές λ. σε -ίνη αντιστοιχούσαν σε λατ. λ. σε -ina: αρχ. σαρδ-ίνη - λατ. sardina `σαρδέλα΄) & λόγ. επίδρ. στο -ίνα 2: μπενζίνα (< ιταλ. benzina ή ιταλ. benzine) > βενζίνη, ασπιρίνα > ασπιρίνη (δες και -ίνα 2)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-ιστικός 1 -ιστική -ιστικό [istikós] : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων από ουσιαστικά (συνήθ. σε συνδυασμό με τα ουσ. σε -ισμός)· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (αταβισμός) αταβιστικός, (φουτουρισμός) φουτουριστικός, (υπαρξισμός) υπαρξιστικός, (κολεκτίβα) κολεκτιβιστικός.

[λόγ. < αρχ. σύνθετο μετουσ. και μεταρ. επίθημα κτητ. επιθ. -ισ-τικός < μεταρ. ουσ. σε -ισ-τής (δες λ.) και μετον. ρήματα σε -ίζω: αρχ. σοφ-ιστής (< σοφ-ίζομαι) > σοφ-ισ-τικός, χαρακτηρ-ίζω > χαρακτηρ-ισ-τικός & γαλλ. -istique, -iste, αγγλ. -istic, -istical, γερμ. -istisch < λατ. -isticus < αρχ. -ιστ-ικός, και σε συνδυασμό με το επίθημα -ισμός < -ismus < ελνστ. -ισμός: νεοελλ. ελλην-ιστικός < γερμ. hellenistisch < Hellenismus (διαφ. το ελνστ. ἑλ λην-ισμός `χρήση ελληνικού ύφους΄), αταβ-ιστικός (αταβ-ισμός) < αγγλ. atavistic (< atavism)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...268   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες