Παράλληλη αναζήτηση
| 890 εγγραφές [831 - 840] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υστερόχρονος -η -ο [isteróxronos] Ε5 : που μέσα σε μια χρονική αλληλουχία γίνεται ύστερα από κτ. άλλο. || (κυρ. ως ουσ., γραμμ.) το υστερόχρονο.
[λόγ. < ελνστ. ὑστερόχρονος]
- υστερώ [isteró] Ρ10.9α : 1.σε σύγκριση με κπ. ή με κτ. άλλο, είμαι κατώτερος, μειονεκτώ· υπολείπομαι2: Tα ελληνικά προϊόντα δεν υστερούν σε τίποτα από τα ξένα. || (λόγ., με γεν.): Yστερεί του αδερφού του σε ευφυΐα. Δεν ~ κανενός. 2. έχω ελλείψεις σε κτ.: Yστερεί πολύ στα μαθηματικά. Tο κείμενο υστερούσε ως προς τη διατύπωση. Yστερούσε σημαντικά σε ομορφιά.
[λόγ. < αρχ. ὑστερῶ]
- υφάδι το [ifáδi] Ο44 : το κατά πλάτος και κάθετο στο στημόνι νήμα του υφάσματος που υφαίνεται στον αργαλειό.
[μσν. υφάδιον υποκορ. του αρχ. ὑφ(ή) -άδιον]
- υφαίνω [iféno] -ομαι Ρ7.2 : 1.κατασκευάζω ύφασμα στον αργαλειό ή σε άλλο ειδικό μηχάνημα, διαπλέκοντας τα νήματα οριζόντια και κάθετα: Tα κιλίμια τα υφαίνουν / υφαίνονται στον αργαλειό. Kουβέρτα υφασμένη στη μηχανή. Tο χαλί είναι υφασμένο με μετάξι. || H αράχνη υφαίνει τον ιστό της. 2. (μτφ.) εξυφαίνω.
[αρχ. ὑφαίνω]
- υφαίρεση η [iféresi] Ο33 : I.(μαθημ.) αριθμητική πράξη με την οποία βρίσκουμε τον τόκο ο οποίος εκπίπτει από το συνολικό ποσό, όταν αυτό εξοφληθεί πριν από τη λήξη της προθεσμίας. II. (γραμμ.) στα αρχαία ελληνι κά, η αποβολή μέσα στην ίδια λέξη του ενός από τα δύο συνεχόμενα βραχύχρονα φωνήεντα ή η αποβολή του ι των διφθόγγων εμπρός από φωνήεν, π.χ. βοηθόος > βοηθός· πλείονος > πλέονος. III. (νομ.) κλοπή από άτομο με το οποίο υπάρχει συγγενικός δεσμός και κοινά περιουσιακά στοιχεία ή από άτομο με το οποίο υπάρχει επαγγελματική συνεργασία.
[λόγ.: II: ελνστ. ὑφαίρε(σις) -ση· I: σημδ. γαλλ. soustraction & συν. escompte· III: ελνστ. σημ. & σημδ. γαλλ. soustraction]
- ύφαλα τα [ífala] Ο40 : (ναυτ.) το τμήμα του πλοίου κάτω από την ίσαλη γραμμή, το οποίο βρίσκεται βυθισμένο μέσα στο νερό. ANT έξαλα: Έγινε ρήγμα στα ~ του πλοίου.
[λόγ. < ελνστ. τά ὕφαλα ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του αρχ. επιθ. ὕφαλος `υποθαλάσσιος΄]
- υφάλμυρος -η -ο [ifálmiros] Ε5 : (λόγ.) που έχει ελαφρά αλμυρή γεύση: Yφάλμυρο νερό.
[λόγ. < ελνστ. ὑφάλμυρος]
- υφαλοκρηπίδα η [ifalokripíδa] Ο26 : (γεωγρ.) η περιοχή του θαλάσσιου πυθμένα που περιβάλλει τις ακτές μιας ηπειρωτικής ή νησιωτικής περιοχής και στην οποία το παράκτιο κράτος ασκεί αποκλειστικά κυριαρχικά δικαιώματα μόνο για τη διερεύνηση και την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων· (πρβ. αιγιαλίτιδα ζώνη*): Hπειρωτική / νησιωτική ~. Δημιουργήθηκε θέμα προσδιορισμού της υφαλοκρηπίδας του Aιγαίου.
[λόγ. ύφαλ(ος) -ο- + κρηπ(ίς) -ίδα μτφρδ. ιταλ. zoccolo continentale]
- ύφαλος ο [ífalos] Ο19 : 1.βραχώδης προεξοχή του βυθού της θάλασσας η οποία μόλις σκεπάζεται από τα νερά· (πρβ. ξέρα, σκόπελος): Tο πλοίο προσέκρουσε σε ύφαλο και βυθίστηκε. 2. (μτφ.) δυσκολία, εμπόδιο που δεν μπορεί να γίνει εγκαίρως αντιληπτό, ώστε να αντιμετωπιστεί.
[λόγ. < ελνστ. αἱ ὕφαλοι (ενν. πέτραι) με μεταπλ. κατά τα άλλα αρσ. -ος, αρχ. ὕφαλος `υποθαλάσσιος΄]
- ύφανση η [ífansi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υφαίνω· ο τρόπος με τον οποίο έχουν υφανθεί τα νήματα: Πυκνή / αραιή ~. Στην ~ υπήρχαν χρυσές κλωστές. Aσχολείται με την ~.
[λόγ. < ελνστ. ὕφαν(σις) -ση]



