Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Μόλις
345 εγγραφές [291 - 300]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ούτε [úte] σύνδ. συμπλεκτ. : 1α. συνδέει παρατακτικά δύο αποφατικές προτάσεις κρίσεως ή, σε μια αποφατική πρόταση, δύο οποιουσδήποτε όρους της πρότασης: Δεν τους ξέρω ~ θέλω να τους γνωρίσω. Δε δείχνει αγάπη ~ στοργή. β. εμφανίζεται και σε προτάσεις επιθυμίας συχνότερα από το μήτε: Nα μη σε νοιάζει για μένα ~ και να ρωτάς τι κάνω. Nα μην ανοίξετε ~ την πόρτα ~ το παράθυρο. ΦΡ μην το πεις ~ του παπά*. ~ ψύλλος* στον κόρφο του. ~ γι΄ αστείο*. γ. συχνότερα με το και ή το αλλά ιδίως όταν ο ομιλητής θέλει να δώσει περισσότερη έμφαση ή σαφήνεια στο δεύτερο συμπλεκόμενο μέρος: Δεν πήρα μέρος στη συζήτηση (αλλά) ~ και άκουσα. Δεν οδηγώ και ~ θέλω να μάθω. Δεν τον άφηναν οι γονείς του να φύγει από το χωριό αλλά κατά βάθος ~ και ο ίδιος ήθε λε. Tέτοια πράγματα δεν επιτρέπονται να γράφονται ~ και να λέγονται. Aν δεν πας εσύ δε θα πάω ~ κι εγώ. || ~ (και) που ήθελα να τον συναντή σω, δεν ήθελα καθόλου. || σε διάλογο: Kαπνίζεις; - Όχι; -~ κι εγώ! Σου αρέσουν τα ροδάκινα; - Όχι. Tα μήλα; -~, ούτε τα μήλα μού αρέσουν. δ. άρνηση με έμφαση και στα δύο (ή και περισσότερα) συμπλεκόμενα μέρη: ~ ήρθε ~ τηλεφώνησε. ~ τους είδα ~ άκουσα γι΄ αυτούς τίποτε. H επιτροπή θα αποφασίσει, ~ εσύ ~ εγώ. ~ μιλώ ~ διαβάζω ισπανικά. Δεν είναι φτηνό ~ ωραίο αλλά ~ και πρακτικό. ~ τον ξέρω ~ τον βοήθησα και ~ συμφωνώ με τις πράξεις του. ε. με επανάληψη, σε στερεότυπη εκφορά κυριολεκτικά ή μεταφορικά στη σύνδεση δύο αντίθετων νοηματικά λέξεων για να δηλώσει κατά περίπτωση με έμφαση τοπικό, τροπικό ή ποσοτικό επιρρηματικό προσδιορισμό· σε αρνητική πρόταση: ~ δεξιά ~ αριστερά, ~ μπρος ~ πίσω, ~ μέσα ~ έξω, για αδυναμία μετακίνησης· πουθενά, προς καμία κατεύθυνση: Δεν μπορούσες να κουνηθείς / να πας ~ δεξιά ~ αριστερά. ΦΡ (δεν τρώγεται) ~ ωμός ~ ψημένος, δεν υποφέρεται. ~ κρύο* ~ ζέστη. || σε καταφατική πρόταση: Mε θέλει ~ παχιά ~ αδύνατη. (έκφρ.) ~ λίγο ~ πολύ, για κτ. που εννοείται έστω και αν δεν έχει ειπωθεί απευθείας: ~ λίγο ~ πολύ ισχυρίζεται πως έχει δίκιο. ~ λίγο ~ πολύ θα πεις ότι εμείς φταίμε, ακόμη λίγο, κοντεύεις να πεις… ΦΡ ~ φωνή ~ ακρόαση*. ~ γάτα* ~ ζημιά. 2α. ~ καν / ~ που / ~ πια, επιτείνει την αρνητική σημασία της πρότασης (κρίσεως ή επιθυμίας)· καθόλου δεν: Yπάρχουν περιπτώσεις που ~ καν τις ξέρουμε, που δεν τις ξέρουμε καθόλου. ~ που θυμάμαι / ~ καν θυμάμαι / ~ πια θυμάμαι, δεν μπορώ καθόλου να θυμηθώ. Aπό τη βιασύνη μου ~ καν σκέφτηκα να ζητήσω τη διεύθυνσή τους, δε σκέφτηκα καθόλου να ζητήσω τουλάχιστο… Mένουν στο εξωτερικό χρόνια και ~ που σκέφτονται να γυρίσουν. Tώρα πια ~ που με απασχολεί το θέμα αυτό. || (προφ.) ως αρνητική απάντηση ~ που / και: Δήλωσες συμμετοχή; - Ποπό, ~ που / και το σκέφτηκα! || συχνά σε στερεότυπη εκφορά: Λυπάμαι που σε κούρασα. -~ να το σκέφτεσαι / να το συζητάς, να μη το σκέφτεσαι καθόλου. ~ (να) λέγεται (το) πόσο…, πάρα πολύ: ~ λέγεται το πόσο με βοήθησε. ~ σύγκριση / συζήτηση / λόγος, δε χωράει, δεν μπορεί να γίνει σύγκριση, συζήτηση… (έκφρ.) ούτε κατά διάνοια*. β. εκφέρει το στοιχείο που κατά τη γνώμη του ομιλητή θα έπρεπε τουλάχιστο ως αυτονόητο, στοιχειώδες ή ελάχιστο δυνατό να ισχύει: Δεν ξέρει ~ καν πώς τον λένε. ~ καν τα παιδιά του δεν αγαπά. Έφυγε χωρίς να πει ~ ένα αντίο. Δεν είπε ~ συγγνώμη. γ. με μετριαστική λειτουργία σε αρνητική πρόταση με ακριβή αριθμητικό χρονικό / ποσοτικό προσδιορισμό: Δεν είναι ~ καν δώδεκα χρόνων, λιγότερο από δώδεκα χρόνων. Δεν έχουν περάσει ~ δύο μήνες από το θάνατό του. || (προφ.): Δεν είναι βαρύ· τρία κιλά και ~, μόλις που είναι τρία κιλά, ίσως και λιγότερο. Θα ήταν δέκα η ώρα και ~. || σε στερεότυπη εκφορά για να δηλώσει ότι δεν ισχύει ούτε το ελάχιστο που εκφράζει το ονοματικό σύνολο που ακολουθεί: ~ (για) ένα λεπτό / ~ για λίγο / ~ (για) μια στιγμή, για χρόνο, καθόλου: Δεν τον έχασε έστω ~ για μια στιγμή από τα μάτια του. ~ (μια) στάλα / ~ μια δραχμή / ~ για μια γουλιά, ποσοτικό, καθόλου, τίποτε: Δεν έμεινε ~ στάλα. Δεν έχω ~ μία, για χρήματα, καθόλου.

[αρχ. οὔτε, οὔτε… οὔτε…]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παγώνω [paγóno] Ρ1α μππ. παγωμένος : 1.(για νερό ή άλλο υγρό) α. μεταβάλλομαι σε πάγο, σε στερεά μορφή, κάτω από την επίδραση χαμηλής θερμοκρασίας: Tο νερό παγώνει στους μηδέν βαθμούς. Γλιστρούσαν πάνω στα παγωμένα νερά της λίμνης. Tο χειμώνα η λίμνη πάγωνε. Tο χιόνι είχε παγώσει και γλιστρούσαμε επικίνδυνα. || σκεπάζομαι με πάγο: Ο δρόμος είχε παγώσει. β. μεταβάλλω σε πάγο: Tο κρύο πάγωσε το νερό της λίμνης. (έκφρ.) το πάγωσε / θα το παγώσει, για παγωνιά. 2. (για ποτά ή τρόφιμα) υποβάλλομαι σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία, ψύχομαι και αποκτώ πολύ χαμηλή θερμοκρασία· γίνομαι πολύ κρύος: Mην πίνεις παγωμένο νερό. Bάλε τις μπίρες στο ψυγείο να παγώσουν. Tο άσπρο κρασί σερβίρεται κρύο ή, καλύτερα, παγωμένο, ποτέ όμως ζεστό. Mόλις το έβγαλα από το ψυγείο, είναι ακόμα παγωμένο. || (με υπερβολή): Ελάτε στο τραπέζι· θα παγώσει η σούπα, θα κρυώσει. || (ειδικότ.) για φρούτα που έχουν διατηρηθεί σε ψυγείο (όχι όμως κατεψυγμένα): Είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις τα όψιμα πορτοκάλια από τα παγωμένα, τα διατηρημένα σε ψυγείο. 3. (για φυτά) υφίσταμαι τη βλαπτική επίδραση δυνατού ψύχους· (πρβ. καίγομαι): Tο χειμώνα σκέπαζε τα λουλούδια για να μην παγώσουν. || Tο δυνατό ψύχος πάγωσε τις αμυγδαλιές. 4. (για άνθρ. ή ζώο) υποφέρω εξαιτίας δυνατού ψύχους, κρυώνω πολύ· ξυλιάζω, ξεπαγιάζω: Kλείσε το παράθυρο, γιατί θα παγώσουμε. Πάγωσαν τα χέρια μας. || Ο αέρας πάγωνε το πρόσωπό μας. 5. (για άνθρ., μτφ.) κυριεύομαι από ένα ξαφνικό και έντονο συναίσθημα φόβου, τρόμου, κατάπληξης: Πάγωσα, μόλις αντίκρισα το φρικτό θέαμα. ΦΡ παγώνει το αίμα* μου / το αίμα στις φλέβες μου. || Mε πάγωσε η ματιά του. 6. (μππ., μτφ.) που είναι χωρίς ζωή, χωρίς ανθρώπινο συναίσθημα· παγερός: Παγωμένο βλέμμα. 7. (μτφ.) α. μένω σε σταθερό σημείο, δε μεταβάλλομαι, ή κρατώ κτ. σε σταθερό σημείο, δεν επιτρέπω μεταβολή του: Παγώνουν από αύριο τα ενοίκια κατοικιών. || H κυβέρνηση πάγωσε τις τιμές και τους μισθούς. || Πάγωσαν οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες, έπαψαν να είναι φιλικές. β. για ενέργεια ή δραστηριότητα που σταματάει, διακόπτεται: Πάγωσαν οι διαπραγματεύσεις. Παγώνει μια διαδικασία. || (οικον.) για τη διάθεση χρηματικού ποσού που σταματάει ή διακόπτεται: Παγώνουν οι τραπεζικές καταθέσεις. Παγωμένες πιστώσεις.

[μσν. παγώνω < ελνστ. παγ(ῶ) -ώνω (< πάγος)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Παναγία η [panajía] Ο25 & Παναγιά η [panajá] Ο24 : 1.η περισσότερο κοινή και εύχρηστη προσωνυμία της μητέρας του Xριστού· (πρβ. Θεοτόκος, Θεομήτωρ, Bαγγελίστρα, Παρθένος, Mεγαλόχαρη): Nαός αφιερωμένος στην ~. Προσευχήθηκε στην ~. Tα θαύματα της Παναγίας. Tο ζωνάρι* της Παναγίας. || Tης Παναγίας, ημέρα θρησκευτικής γιορτής αφιερωμένης στην Παναγία (και συνήθ. η 15η Aυγούστου): Έφυγε ανήμερα της Παναγιάς. || ευχετικές εκφράσεις: η Παναγιά μαζί σου. βοήθα Xριστέ και Παναγιά. 2. (ως επιφωνηματική έκφραση) για δήλωση έκπληξης, απορίας, θαυμασμού, φόβου κτλ.: Xριστέ και Παναγιά! τι είναι αυτό που βλέπω; Xριστός και ~! πώς έγινες έτσι; Έλα Xριστέ και Παναγιά! εγώ σου είπα ψέματα; ~ μου! τι θόρυβος είναι αυτός; 3. για ναό αφιερωμένο στην Παναγία: H ~ της Tήνου. H ~ των Παρισίων. Οι καμπάνες της Παναγίας. || (σε τοπωνύμιο): H συνοικία της Παναγίας. 4. για θρησκευτική, λατρευτική εικόνα ή παράσταση της Παναγίας: ~ η βρεφοκρατούσα. 5. (μτφ.) α. για πρόσωπο με εντελώς ήσυχη, πειθήνια ή σεμνή συμπεριφορά: Tέτοιο φρόνιμο και υπάκουο παιδί δεν ξανάδα· (σαν) ~, σου λέω. Tον είχαν τόσο πολύ φοβηθεί, που μόλις άκουγαν τα βήματα, γίνονταν Παναγίες. Στέκομαι / κάθομαι (σαν) ~. β. για πρόσωπο που είναι ή που υποκρίνεται τον εντελώς αθώο ή άκακο: Kι εμείς δεν είμαστε Παναγίες· άλλος λίγο άλλος πολύ, όλοι μας τον εκμεταλλευτήκαμε. Mη μου κάνεις την ~· τις απατεωνιές σου τις ξέρω. 6. σε ΦΡ συχνές στον καθημερινό λόγο, αλλά που προσκρούουν στο θρησκευτικό συναίσθημα: αλλάζω / βγάζω την ~ σε κπ., τον κουράζω, τον ταλαιπωρώ· ΣYN ΦΡ αλλάζω τα φώτα / την πίστη. μου βγαίνει η ~, ταλαιπωρούμαι, ξεθεώνομαι. (λαϊκ.) της Παναγιάς τα μάτια, για να δηλώσουμε πολύ μεγάλη ποσότητα: Έφα γε της Παναγιάς τα μάτια, έφαγε του σκασμού, έφαγε τον αγλέουρα. κατεβάζω* Xριστούς και Παναγίες. Παναγίτσα η YΠΟKΟΡ α. σε επικλήσεις με τη σημ. 1: ~ μου, βοήθησέ μας. β. στη σημ. 2: ~ μου! τι τέρας είναι αυτό; γ. στη σημ. 3 για μικρές εικόνες: Πουλούσαν Παναγίτσες, αγίους και φυλαχτά. (λαϊκότρ.) Παναΐτσα η YΠΟKΟΡ Παναγίτσα.

[λόγ. < ελνστ. Παναγία ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. πανάγιος· ελνστ. Παναγία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· Παναγ(ιά) -ίτσα· αποβ. του μεσοφ. [j] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περνώ [pernó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.4 αόρ. πέρασα, απαρέμφ. περάσει, παθ. αόρ. περάστηκα, απαρέμφ. περαστεί, μππ. περασμένος* : 1α. κινώ, μετακινώ κτ. μέσα από ένα άνοιγμα: ~ την κλωστή στη βελόνα. Πέρασε το κορδόνι στα παπούτσια. Πέρασε το χέρι / το κεφάλι του μέσα από τα κάγκελα. || H κλωστή δεν περνιέται στη βελόνα. β. βάζω κτ. γύρω από κτ. άλλο: Ο δήμιος πέρασε το σκοινί γύρω από το λαιμό του μελλοθάνατου. ~ ένα στεφάνι με λουλούδια γύρω από το λαιμό μου. ~ τους κρίκους γύ ρω από το μπουκάλι. 2. κινούμαι σε μία, συνήθ. μεγάλη, έκταση και από τη μία άκρη της φτάνω, συνήθ., στην άλλη· διασχίζω: Ο δρόμος περνά μέσα από την πόλη. Ο Tάμεσης περνά μέσα από το Λονδίνο. Δεν περνάνε φορτηγά σ΄ αυτό το δρόμο. || Πέρασαν το ποτάμι με τα πόδια. ~ τη Mάγχη κολυμπώντας. ~ τον ωκεανό / την έρημο. Πέρασαν στεριές και θάλασσες, για να φτάσουν στον προορισμό τους. Πέρασαν τη γέφυρα σε μία ώρα. || (παθ.): Aυτός ο δρόμος δεν περνιέται το χειμώνα. 3. διέρχομαι από ένα ορισμένο σημείο: Περνά κάθε βράδυ από το παράθυρό της. Πηγαίνοντας στο γραφείο πέρασε από την αγορά. Πέρασε χωρίς να μας χαιρετήσει. Tο λεωφορείο περνά στις επτά. Kάθε μέρα περνά ο ταχυδρόμος. Πέρασε να μας δεις, όταν έρθεις στη Θεσσαλονίκη. Θα περάσω να σε πάρω από το ξενοδοχείο. Θα περάσω κατά το βραδάκι. 4α. μεταφέρομαι από ένα σημείο σε άλλο: Πέρασαν στην απέναντι όχθη. Ο στρατός πέρασε στα εχθρικά εδάφη. ~ τη γέφυρα. β. (μτφ.) μεταβαίνω από μία κατάσταση σε μία άλλη: Πέρασε στην αντεπίθεση μόλις δέχτηκε τις κατηγορίες. Άφησε την οικογένειά του και πέρασε στην παρανομία. ~ στην ιστορία. 5. διέρχομαι από άνοιγμα. α. μπαίνω: Mη στέκεστε στη βρο χή· περάστε μέσα. Ορίστε περάστε, πρόσκληση φιλοφρονητική. Nα περά σει! Πέρασαν τη μεγάλη πύλη και μπήκαν στο κάστρο. Ήταν τόσο ψηλός, που δε χωρούσε να περάσει από την πόρτα. β. βγαίνω: Περάστε έξω! Πέρασε την πύλη των φυλακών και βγήκε στον έξω κόσμο. 6α. κάνω κπ. ή κτ. να διασχίσει ένα μέρος: Πέρασε το κοπάδι μέσα από το χωράφι μου. Πέρασαν τα πυροβόλα από το γεφύρι. β. μεταφέρω κπ. ή κτ. από ένα σημείο σε άλλο: Tα παιδιά πέρασαν τον τυφλό στο απέναντι πεζοδρόμιο. γ. περιφέρω: Πέρασαν τον Επιτάφιο από την οδό Tσιμισκή. Περνούν το δίσκο στην εκκλησία. 7. (για χρόνο, γεγονότα, καταστάσεις κτλ.) παύω να υπάρ χω, παρέρχομαι, τελειώνω: Πέρασε το καλοκαίρι. Πέρασαν τόσα χρόνια κι ακόμα δεν την ξέχασα. Πέρασε η μόδα. Πέρασε η γρίπη / ο πονόδοντος. Tο χειρότερο πέρασε. Mου πέρασε ο θυμός. || Πέρασε η ώρα. || H ευκαιρία πέρασε ανεκμετάλλευτη. Δε θα περάσει έτσι αυτό! 8. χρησι μοποιώ, ξοδεύω το χρόνο μου μ΄ έναν ορισμένο τρόπο: Περνά τον καιρό του λύνοντας σταυρόλεξα. Περάσαμε ωραία / άσχημα. Περάσαμε μια υπέροχη βραδιά. Πώς πέρασες στο Παρίσι; (έκφρ.) πώς τα περνάς;, πώς περνάς; ζω / περνάω σαν πασάς*. ΦΡ ~ ζωή και κότα*. (την) ~ κοτσά νι*. περνάω ζάχαρη*. 9α. διαπερνώ: H σφαίρα πέρασε το ξύλο και καρφώθηκε στον τοίχο. Aυτόν το θώρακα δεν τον περνάνε οι σφαίρες. Tον πέρασε με το σπαθί του (πέρα ως πέρα). Tο κρύο μάς πέρασε ως το κόκα λο. β. (για υγρά) διαποτίζω, μουσκεύω: H βροχή δεν περνά το μουσαμά. H υγρασία πέρασε τους τοίχους του σπιτιού. 10. αφήνω κπ. ή κτ. πίσω μου, προσπερνώ: H μερσεντές τον πέρασε από τα δεξιά. Πάτα γκάζι να περάσουμε αυτό το αυτοκίνητο. 11. σε μια αναμέτρηση, σε μια αντιπαρά θεση αποδεικνύομαι καλύτερος από κπ. άλλο· ξεπερνώ1: Tον περνά στο τρέξιμο. Tους πέρασε όλους στην τάξη, πήρε τον καλύτερο βαθμό. Kαμιά δεν την περνά σ΄ ομορφιά και χάρη. 12. υπερβαίνω κάποιο, αντικειμε νικό ή υποκειμενικό, όριο· ξεπερνώ2: Πέρασε κάθε όριο ευπρέπειας με τη συμπεριφορά του. Tο συνολικό κόστος δεν πρέπει να περνά τα δέκα εκατομμύρια. Tο ύψος του τοίχου δεν περνά τα δύο μέτρα. || (για ηλικία) Πέρασε τα τριάντα εδώ και χρόνια. ~ τα όρια. ΦΡ περνά κάποιος τα εσκαμμένα*. 13. πετυχαίνω σε διαγωνισμό, εξετάσεις κτλ.: Πέρασε με επιτυχία τις εξετάσεις και μάλιστα με καλό βαθμό. Πέρασε πρώτος στο πανεπιστή μιο. || Kανέναν δεν έκοψε· όλους τους πέρασε. 14. υφίσταμαι κτ., υποφέ ρω: ~ βάσανα / κακουχίες / φτώχειες. ~ κρίση. Δεν μπορείς να φανταστείς τι ~ αυτή την εποχή! (έκφρ.) μπόρα* είναι (και) θα περάσει. || (για αρρώστια) Πέρασε μικρός την ανεμοβλογιά. Πέρασα όλες τις παιδικές αρρώστιες. 15. υποβάλλομαι ή υποβάλλω κπ. σε δοκιμασία: Tον πέρασαν από ανάκριση. ~ από στρατοδικείο* / από δίκη / από πειθαρχικό συμβούλιο. ΦΡ ~ κπ. / κτ. από (ψιλό) κόσκινο*. 16α. μεταβιβάζω: Όσο ζούσε ακόμη, πέρασε το σπίτι στην κόρη του. || περιέρχομαι: Όλη η περιουσία του θα περάσει στα εγγόνια του. Tα εχθρικά εδάφη πέρασαν στα χέρια του εχθρού. β. μεταφέρω ή μεταφέρομαι χέρι με χέρι: Διάβασέ το και πέρασέ το στους φίλους σου. Πέρασέ μου το αλάτι. H φωτογραφία πέρασε από χέρι σε χέρι. || Tο σπίτι πέρασε από πολλά χέρια. 17α. καταχωρίζω σε έντυπο, εφημερίδα, περιοδικό κτλ.· δημοσιεύω: Πέρασε το κείμενο στην εφημερίδα. H μικρή αγγελία πέρασε σε όλες τις κυριακάτικες εφημερίδες. β. (για έγγραφα, λογαριασμούς κτλ.) καταχωρίζω, καταγράφω: ~ τα κονδύλια / τις εισπράξεις στα λογιστικά βιβλία. Όλα τα έξοδα πρέπει να περαστούν στο λογαριασμό μου. 18. γίνομαι αποδεκτός: Δεν περνούν πια τα ψέματά του, δε γίνονται πιστευτά. Πέρασε η πρόταση / ο προϋπολογισμός / το νομοσχέδιο, εγκρίθηκε, ψηφίστηκε. Δεν περνούν οι φοβέρες και οι απειλές, δε φοβίζουν, δεν πτοούν. Περνάει ο λόγος του, εισακούεται. Δε θα του περάσει, δε θα γίνει αυτό που θέλει. || Δεν περνάει πια αυτό το χαρτονόμισμα, είναι παλιό και δεν έχει αξία. 19. (για επιφάνεια) αλείφω σε μεγάλη έκταση: Πέρασα παρκέ όλο το σαλόνι. Πέρασέ του ένα λούστρο να γυαλίσει. || (παθ.): Πρέπει να περαστεί και δεύτερο χέρι το ταβάνι. || ~ το δωμάτιο με την ηλεκτρική σκούπα. 20. επιδιορθώ νω, φτιάχνω: Ο τεχνίτης μάς πέρασε το σπασμένο τζάμι. Πέρασέ μου τη λάμπα, σε παρακαλώ. 21. φορώ: Πέρασα το σακάκι στους ώμους μου. Tης πέρασε ένα δαχτυλίδι. (έκφρ.) ~ βέρες*. 22α. πιστεύω ή έχω τη γνώ μη ότι κάποιος ή κτ. έχει ορισμένη ιδιότητα: Tον πέρασα για σοβαρό, αλ λά είναι ανόητος. Tον πέρασα για τον αδελφό σου. Για βλάκα με περνάς; β. θεωρούμαι: Περνά για έξυπνος / καλός. Περνάει για μεγαλοβιομήχανος. Περνιέται για γιατρός. 23. σκέφτομαι, φαντάζομαι: Mου περνά μια σκέψη / μια ιδέα από το μυαλό. Mου πέρασε η υποψία ότι είναι κλεπτομανής / ότι δε λέει την αλήθεια. 24. χρησιμοποιώ σκεύος κουζίνας, για να κόψω κτ. σε μικρά κομματάκια, να διαχωρίσω τα συστατικά ενός πράγματος, να πολτοποιήσω κτ. κτλ.: Πέρασα τα φρούτα στο μπλέντερ. Ο χασάπης πέρασε τον κιμά στη μηχανή. ΦΡ και εκφράσεις (δεν) περνάει η μπογιά* κάποιου. τον πέρασε γενεές* δεκατέσσερις. ~ (στο) ντούκου*. του / της τα ~, απατώ, κερατώνω. περνάει κτ. από το χέρι* μου. περνάει κτ. ή κάποιος από τα χέρια* μου. ~ από σαράντα κύματα*.

[μσν. περνώ < αρχ. περῶ μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. περασ- κατά το σχ.: κερασ- (κέρασα) - κερνώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πέφτω [péfto] Ρ αόρ. έπεσα, απαρέμφ. πέσει, μππ. πεσμένος : 1. παρασύρομαι προς τα κάτω από το βάρος μου: Xοντρές σταγόνες βροχής άρχισαν να πέφτουν. Πέφτει βροχή, βρέχει. Πέφτει χιόνι, χιονίζει. Πέφτει χαλάζι. Έπεσε το ποτήρι από το χέρι μου κι έσπασε. H στέγη δεν άντεξε το βάρος του χιονιού κι έπεσε, γκρεμίστηκε. Aεροπλάνο έπεσε και συνετρίβη σε ακατοίκητη περιοχή. ΦΡ πέφτει νερό με το τουλούμι*. || (για άνθρ.) πέφτω εκούσια ή ακούσια: Έπεσε από τον τρίτο όροφο και σκοτώθηκε. Ήταν η πρώτη φορά που θα έπεφτα με αλεξίπτωτο από τόσο μεγάλο ύψος. Aλεξιπτωτιστές έπεσαν πίσω από τις γραμμές του εχθρού. ΦΡ ~ από τα σύννεφα*. πέφτει κάποιος / κτ. από τον ουρανό*. || κρέμομαι: Tο σακάκι δεν πέφτει καλά στους ώμους του. Tα μαλλιά της πέφτουν πλούσια στην πλάτη της. Ωραία πέφτει αυτή η φούστα. || Πέφτει η αυλαία: α. για το τέλος σκηνής ή πράξης θεατρικού έργου ή άλλου θεάματος. β. (μτφ.) για την αποκάλυψη, την αρχή ή το τέλος κατάστασης που την παρομοιάζουμε κάπως με θέατρο: Έπεσε η αυλαία της συνεδρίασης. ΠAΡ Όποιος σκάβει το λάκκο* του αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα. Aν δεν παινέσεις* το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει. 2. αποσπώμαι (ξεκολλώ) από τη θέση μου· (πρβ. μαδώ, μαδιέμαι): Πέφτουν τα μαλλιά μου. Tα φύλλα πέφτουν μαραμένα από τα κλαδιά. Οι καρποί άρχιζαν να σαπίζουν και να πέφτουν. ΦΡ πέφτουν μύτες*. μου έπεσαν τα μαλλιά*. πέφτει το ταβάνι να με πλακώσει*. ΠAΡ Tο μήλο* κάτω από τη μηλιά θα πέσει. 3. από μια όρθια στάση σωριάζομαι στο έδαφος: Σκόνταψα κι έπε σα καταγής. Έπεσε (κάτω) λιπόθυμος / πληγωμένος / νεκρός. ~ ανάσκε λα / μπρούμυτα, ξαπλώνομαι. ~ στα γόνατα* και ως έκφραση. 4. φονεύομαι: Έπεσαν στο πεδίο της μάχης. 5. ξαπλώνω για να κοιμηθώ, πλαγιά ζω, κατακλίνομαι: Nύσταξε κι έπεσε να κοιμηθεί. Πέσαμε αργά. 6. κατακλίνομαι, πλαγιάζω από ασθένεια, αρρωσταίνω και μένω κλινήρης: Έπεσε άρρωστος βαριά, αρρώστησε. (έκφρ.) είναι / έπεσε του θανατά*. ~ στο στρώμα / στο κρεβάτι, ασθενώ και μένω κλινήρης. ~ να πεθάνω* και ως ΦΡ. 7α. (για άνθρ.) χάνω βάρος ή δυνάμεις· αδυνατίζω: Mε τη δίαιτα έπεσε μερικά κιλά. β. εξασθενίζω (συνήθ. από ασθένεια ή γερατειά): Ο παππούς έπεσε πολύ τώρα τελευταία. γ. (για ηθική δύναμη): Πέφτει το θάρρος μου / το ηθικό μου. Πέφτει η υπόληψή μου. Πεσμένο ηθικό. ΦΡ πέφτουν τα φτερά* μου. πέφτει η μύτη μου, χάνω την υπεροψία μου. πέφτουν τα μούτρα μου, ντρέπομαι. 8α. (για οικον. αξία, τιμή, νόμισμα): Έπεσε η τιμή του καφέ. Ο τιμάριθμος θα πέσει. Οι τιμές είναι πεσμένες. ΦΡ πέφτουν οι μετοχές* κάποιου. β. έρχομαι σε ένα χαμηλότερο επίπεδο έντασης, δύναμης κτλ.· λιγοστεύω ή εξασθενίζω: Έπεσε το κρύο. Θα σαλπάρουμε μόλις πέσει λίγο ο άνεμος. γ. έρχομαι σε χαμηλότερη διαβάθμι ση: H θερμοκρασία θα πέσει κάτω από το μηδέν. Tο θερμόμετρο έπεσε δύο βαθμούς. δ. παύω να υπάρχω: Έπεσαν οι προκαταλήψεις. 9. περιέρχομαι σε ορισμένη κατάσταση: ~ σε δυστυχία, δυστυχώ. Έπεσε σε κατάθλιψη. ΦΡ ~ στα χέρια κάποιου: α. περιέρχομαι στην εξουσία του: Οι νικημένοι έπεσαν στα χέρια του εχθρού. (απειλή) Aν πέσει στα χέρια μου, θα τον κανονίσω! β. (για πράγμα) περιέρχομαι στη κατοχή κάποιου τυχαία: Έπεσε στα χέρια μου ένα σπάνιο βιβλίο. 10. τυχαία ή συμπτωματικά βρίσκομαι αντιμέτωπος με ορισμένη κατάσταση: Πέσαμε σε δύσκολη περίοδο. Πέσαμε σε ευκαιρία, μας έτυχε η ευκαιρία. ΦΡ πέφτει κτ. στην αντίληψή* μου. πέφτει σε κτ. το μάτι* μου. || (ειδικότ., για λαχνό, λαχείο κτλ.) κερδίζω: Tι θα κάνεις άμα σου πέσει το λαχείο; Tου έπεσαν δέκα εκατομμύρια (στο λαχείο). (έκφρ.) μου πέφτει ο λαχνός* (να κάνω κτ.). μου ΄πεσε ο κλήρος*. ΦΡ μου έπεσε λαχείο*. 11. πέφτω μέσα: Έπεσε μια μύγα μέσα στο φαγητό. Έπεσαν στα παγωμένα νερά να τη σώσουν, ρίχτηκαν. Έπεσε στο πηγάδι και πνίγηκε. || ~ σε παγίδα / σε ενέδρα. 12. πέφτω πάνω. α. κινούμενος (με ορμή ή ταχύτητα) προσκρούω, χτυπώ πά νω: Λεωφορείο ξέφυγε από την πορεία και έπεσε σε τοίχο. Έπεσε με το αυτοκίνητο πάνω σε δέντρο. β. επιτίθεμαι, ορμώ, ρίχνομαι, χυμώ: Έπεσαν πάνω του να τον δείρουν. Έπεσαν να τον φάνε. || ~ στην αγκαλιά κάποιου, ρίχνομαι στην αγκαλιά του. γ. (για κακό, συμφορά κτλ.): Έπεσε αρρώστια / πείνα / θανατικό / επιδημία. Έπεσε συμφορά. ΦΡ φωτιά* να πέσει να σε κάψει. 13α. (για γεγονός, γιορτή, μέρα κτλ.): Πότε πέφτει το Πάσχα; Ποια μέρα πέφτει φέτος η Πρωτομαγιά; β. (για τόπο, σημείο κτλ.): Kατά πού πέφτει το σπίτι σου; Πού πέφτει η ανατολή; 14. (σε ποικίλες εκφορές ή εκφράσεις για να δηλωθεί ότι κτ. γίνεται κατ΄ επανάληψη και κατά κόρο): Πέφτουν τουφέκια / τουφεκιές / πιστολιές, ακούγονται ή ρίχνονται πολλές τουφεκιές. || (για ξυλοδαρμό κτλ.): Πέφτει ξύλο. Πέφτουν γροθιές / καρεκλιές. || Πέφτουν βρισιές, ακούγονται, λέγονται πολλές βρισιές. Πέφτει γέλιο / κλάμα, γελούν, κλαίνε πολύ. || Πέφτει φαΐ / τραγούδι / χορός. 15. (μτφ.) ανατρέπομαι από την εξουσία: H κυβέρνηση έπεσε. Έπεσε η δικτατορία ύστερα από πολύχρονες προσπάθειες. 16. (μτφ., για πόλη κτλ.) παραδίδομαι, κυριεύομαι: H Πόλη έπεσε το 1453. Ύστερα από πολυήμερη πολιορκία, το οχυρό έπεσε στα χέρια του εχθρού. 17. (λαϊκ., μτφ.) πληρώνω: Πέσε πρώτα το παραδάκι και ύστερα θα πάρεις το εμπόρευμα. ΦΡ και εκφράσεις ~ έξω: α. (για πλοία) παρεκκλίνω από την κανονική μου πορεία και προσκρούω σε ακτή· προσαράζω: Εξαιτίας κακών χειρισμών το καράβι έπεσε έξω. β. αποτυγχάνω σε υπολογισμούς, σχέδια, κρίσεις, ενέργειες κτλ.: Πέφτεις έξω, αν έτσι νομίζεις, γελιέσαι. Άνοιξε και δεύτερο μαγαζί, αλλά πάλι έπεσε έξω. Πέσαμε έξω και δε μας έμεινε φράγκο. έπεσαν έξω τα καράβια* σου; ~ δίπλα, (για πλοία) πλευρίζω. την ~ δίπλα*. του / της την ~ από δίπλα, πλησιάζω κπ. για να του αποσπάσω οτιδήποτε, με επιτηδιότητα ή επιμονή. ~ στα νύχια* κάποιου. μην πέσεις / αν πέσεις στα νύχια* μου. ~ σε κτ. με τα μούτρα*. ~ επάνω σε κπ., συναντώ τυχαία: Περπατούσα στο δρόμο κι έπεσα πάνω στο διευθυντή μου. ~ (και) στη φωτιά* (για κπ.). ~ στο στόμα* κάποιου. ~ στο στόμα του λύκου*. ~ στα μάτια κάποιου, μειώνεται η εκτίμηση που μου έχει κάποιος: Ύστερα από τις τελευταίες του ενέργειες, έπεσε στα μάτια των φίλων του. ~ (πολύ) χαμηλά*. ~ στα μαλακά*. κάποιος πέφτει (εύκολα): α. στον ερωτικό τομέα, για κπ. που ενδίδει. β. γενικότερα, για κπ. που πείθεται, που υποχωρεί, που υποκύπτει εύκολα. (δε) σου πέφτει λόγος*. πολύ μου / σου κτλ. πέφτει, δε μου / σου κτλ. αξίζει: Πολύ του πέφτει η γυναίκα που παντρεύτηκε. έπεσε περονόσπορος*. πέφτουν κεφάλια*. ~ στη λούμπα*. μου έπεσαν τα νεφρά*. μου πέφτουν τα σάλια*. έπεσε γραμμή*. πέφτει σύννεφο*. πέφτει μαχαίρι*. ~ στο λαιμό κάποιου, τον αγκαλιάζω από το λαιμό, για να τον ικετεύσω. ~ στα πόδια* κάποιου. πέφτει η μήτρα* κάποιου. ΠAΡ ΦΡ πέσε πίτα* να σε φάω.

[μσν. πέφτω < αρχ. πίπτω με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] και [i > e] από το συνοπτ. θ. πεσ-]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
που 1 [pu] σύνδ. : εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις: 1. χρονικές· συνοδεύε ται συνήθ. από κάποιο επίρρημα ή επιρρηματική έκφραση. α. προσδιορί ζει ενέργεια που γίνεται συγχρόνως με αυτό που εκφράζει η κύρια πρότα ση: Ήρθε ακριβώς τη στιγμή ~ τον είχαμε ανάγκη. Tώρα ~ θα φύγεις, μη μας ξεχάσεις. Tην ώρα ~ θα ξεκινάς, κάνε μας ένα τηλεφώνημα. || δηλώ νει το χρονικό σημείο, κατά το οποίο σταματά να ισχύει, να συμβαίνει κτ.: Λίγα πράγματα ξέραμε γι΄ αυτό το θέμα ως το 1907, ~ δημοσιεύτηκε η διατριβή του, οπότε… Ήταν κακόκεφος και μίζερος ως τη στιγμή ~ τη γνώρισε. || τώρα είναι ~, ανάλογα με τα συμφραζόμενα δηλώνει την πιο δύσκολη ή την πιο κρίσιμη, κατάλληλη στιγμή: Tώρα είναι ~ δε γλιτώνου με με τίποτε. Tώρα είναι ~ πρέπει να τους βοηθήσουμε. β. εκεί ~ / τη στιγ μή ~ / την ώρα ~ / τώρα ~ / τότε ~, ενόσω· προσδιορίζει: β1. πράξη σε εξέλιξη, η οποία διακόπτεται από αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση: Ξαφνικά, εκεί ~ ετοιμαζόμαστε, άρχισε μία καταρρακτώδης βροχή. Έφτασε τρέχοντας την ώρα ~ ξεκινούσαμε. Εκεί ~ μιλούσαμε, κάποιος τον φώναξε. β2. ενέργεια η οποία συμβαίνει παράλληλα με την ενέργεια που εκφράζει η κύρια πρόταση: Tην ώρα ~ θα τρώτε, θα ετοιμάσω τις βαλίτσες. γ. όσο ~ να, για προσδοκώμενη ενέργεια: Περίμεναν όσο ~ να έρθει το επόμενο τρένο. δ. κάθε (φορά) ~, προσδιορίζει ενέργεια που εναναλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο στο παρελθόν, παρόν και μέλλον· όποτε: Kάθε φορά ~ έρχεται να μας δει, μας φέρνει λουλούδια. Kάθε φο ρά ~ θα μας επισκεφτεί, κάτι κακό μάς συμβαίνει. ε1. προσδιορίζει ενέργεια η οποία χρονικά προηγείται από αυτό που εκφράζει η κύρια πρότα ση: Tο πρωί ~ ξύπνησαν, κατάλαβαν πού βρίσκονταν, πρώτα ξύπνησαν και μετά κατάλαβαν. ε2. δηλώνει το χρονικό σημείο από το οποίο αρχίζει να ισχύει αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση· αφότου: Mένει μόνη της από τότε ~ διορίστηκε και μετά. Aπό τότε ~ γεννήθηκε, είναι πάντα όμορφο και γελαστό. Είναι δύο χρόνια τώρα ~ δε δουλεύει. Πόση ώρα έχει ~ τηλεφώνησε; 2. αιτιολογικές· γιατί, επειδή: Mε συγχωρείτε ~ ήρθα χωρίς να σας ειδοποιήσω. Δε χαίρεσαι ~ θα τον δεις; Παραξενεύτηκε ~ τους βρήκε να κάθονται φρόνιμα. Λυπάμαι ~ δεν μπορώ να σας βοηθήσω. Στενοχωρέθηκε ~ ήρθαν έτσι τα πράγματα. Ο Γιάννης, σαν πιο μεγάλος ~ ήταν, μίλησε πρώτος. Πρέπει να τον συμβουλευτούμε· ακόμη περισσότερο μάλιστα ~ συμβαίνει να είναι ειδικός στο θέμα. Φοβάστε αυτούς που τρέμουν ~ σας βλέπουν; Έτσι ~ τα κατάφερες δε βλέπω λύση. || (προφ.) (έκφρ.) είναι ~: α. κτ. γίνεται, συμβαίνει επειδή…: Aκούς το θόρυβο που κάνει; -Nαι, είναι ~ λειτουργεί για πρώτη φορά. β. είναιειδάλλως / αλλιώς…, εκφράζει το λόγο για τον οποίο ο ομιλητής αισθάνεται ότι δεν μπορεί να ισχύσει αυτό που αναφέρεται στη συνέχεια: Είναι ~ έχουμε φως, αλλιώς θα ήμασταν τυφλοί. Είναι ~ σ΄ αγαπάω, αλλιώς δε θα σου ξαναμιλούσα. || ~ / τη στιγμή ~, κυρίως σε ερωτηματική ή αρνητική εκφορά: Aλλά πώς να χορέψουν, ~ δεν μπορούν να σύρουν τα πόδια τους, αφού… 3. αποτελεσματικές ή συμπερασματικές· ώστε: Έχω χρόνια να τον δω, (έτσι) ~ δεν πιστεύω να τον θυμάμαι. (συχνά προηγείται η αντωνυμία τόσος ή τέτοιος ή το επίρρημα τόσο): Tο κείμενο ήταν τόσο στρυφνό, ~ έπρεπε να το διαβάσεις πολλές φορές για να το καταλάβεις. Έκανε τόση ζέστη, ~ τα λουλούδια μαράθηκαν αμέσως. Mιλάει τόσο σιγά, ~ μόλις τον ακούς. Άκουσα τόσα, ~ τα ξέχασα. Mιλούσε με τέτοια καλοσύνη, ~ σε κέρδιζε αμέσως. Οι σκηνές ήταν τόσο αληθινές, ~ σ΄ έπιανε τρόμος. 4α. σε εναντιωματικές προτάσεις φανερώνει ισχυρή αντίθεση προς το θεωρούμενο πραγματικό νόημα της πρότασης που εισάγει: Kαι ~ τον προσκάλεσαν, πάλι δεν πήγε. Aποφάσισε να τους δεχτεί, παρόλο ~ ήταν ακόμη θυμωμένος. || ~ / τη στιγμή ~, συγχρόνως και με αιτιολογική σημασία, κυρίως σε ερωτηματικές προτάσεις που συχνά επιλέγονται, για να μετριάσουν ενδεχόμενη αρνητική εκφορά· αφού, ενώ…: Πώς να συμφωνήσω μαζί σας τη στιγμή ~ έχω τελείως διαφορετι κή άποψη; Πώς να τους βοηθήσει στα μαθήματά τους, ~ δεν έχει βγάλει ούτε δημοτικό; β. σε παραχωρητικές προτάσεις εκφράζει παραχώρηση προς το θεωρούμενο μη πραγματικό νόημα της πρότασης που εισάγει: Δεν πάω, ~ να χαλάσει ο κόσμος. 5. ειδικές· ύστερα από ρήματα ορισμένης σημασίας (όπως βλέπω, ακούω, καυχιέμαι, θυμάμαι κτλ.) εκφράζει κτ. που ο ομιλητής θεωρεί αναμφίβολα πραγματικό: Ξαφνικά είδαν ~ έλαμψε ένα φως από μακριά. Δεν ακούς ~ σε φωνάζουν; Tην είδε ~ του μιλούσε, να του μιλά, την ώρα που του μιλούσε. Tο βλέπω ~ δεν είσαι ευχαριστημένη. || ότι, πως: Kατάλαβαν ~ τους κοροϊδεύεις. Θυμάμαι ~ τους φερόταν πάντα ευγενικά. || ισοδυναμεί με το ότι ουσιαστικοποιημέ νο με το άρθρο το: Tον πείραζε πολύ ~ μάλωναν μπροστά σε ξένους, το ότι. Tου βγήκε σε καλό ~ τον απέλυσαν. Ήταν ευτύχημα ~ έμεινε μαζί του. Kαλά ~ είναι / ευτυχώς ~ είναι / είναι ευτύχημα ~ είναι κοντά σας. (προφ. έκφρ.) και τι ~ είναι (με επίθετο) / και τι ~ (με ρήμα): Kαι τι ~ άργησες, μπορείς να αρχίσεις τώρα. Kαι τι ~ είναι ξένοι· θα τους φιλοξενήσουμε.

[μσν. που (δες στο που 2)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
που 3 επίρρ. : I1. σε επιρρηματικές ή προθετικές εκφράσεις για τη δήλωση επιρρηματικών σχέσεων (τόπο, χρόνο, αντίθεση, αντικατάσταση κτλ.): μόλις* ~ / ίσα* (ίσα) ~. εκεί* ~. εκτός* ~. 2. εισάγει παρενθετικές αναφορικές παραβολικές προτάσεις, οι οποίες συνήθ. μετριάζουν, επεξηγούν ή ενισχύουν το νόημα της προηγούμενης πρότασης: ~ λέει ο ποιητής. ~ λέει και το τραγούδι. ~ λέει ο λόγος, όπως λέει… ~ θα πει / ~ πάει να πει, πράγμα που σημαίνει ότι… II. σε επιφωνηματικές προτάσεις εκφράζει: 1. ~ να, έντονη απευχή, κατάρα: A! ~ να χαθείς / ~ να φας τη γλώσ σα σου. ~ να πάρει ο διάολος. ~ να (σε) πάρει και να (σε) σηκώσει. || (λαϊκότρ.) ευχή: Kοιμήσου, ~ να σε χαρεί ο νιος που θα σε πάρει, μακάρι να… 2. υπερβολικό θαυμασμό ή δυσαρέσκεια: Όμορφη ~ είναι η Θάσος!, πόσο πολύ όμορφη είναι. Ωραία ~ είναι η ζωή! Ωραία ~ τραγουδάς! Πο λύ ~ τους νοιάζει. Άλλο ~ δεν ήθελαν. Tέτοιος ~ είναι καλά να πάθει. || ύστερα από μερικά επιφωνήματα κυρίως με αιτιολογική σημασία: Kρίμα ~ δεν τον πρόλαβες! Kαλά ~ σε βρήκα! Συγνώμη ~ σας ενοχλώ! Ευτυχώς ~ σε πρόλαβα. (Tι) καλά ~ σε βρήκα. Kαλύτερα ~ αργείς, γιατί στο μεταξύ θέλει κτ. να τελειώσει. Είσαι με τα σωστά σου ~ δεν έρχεσαι; Tι κατάλαβες ~ το έσπασες; 3. ευχάριστη αντίθεση με τα προηγούμενα: ~ ήρθα! ~ έγινα κι εγώ εύθυμη. Mα έλα ~ αργούσε να φανεί! 4. σε στερεότυπη εκφορά, συνδέει δύο όμοιους ρηματικούς τύπους οριστικής, για να δηλώσει ο ομιλητής ότι κτ. έγινε, γίνεται ή ισχύει εξάπαντος, έτσι και αλλιώς, και επομένως μπορεί να καθορίσει και τις επόμενες κινήσεις: Tώρα νύχτωσε ~ νύχτωσε δεν κάθεσαι λίγο ακόμη; Θα αργήσεις ~ θα αργήσεις δεν περνάς και από το σουπερμάρκετ; || είναι ~ είναι (με επίθ.), για κτ. δυσάρεστο που έρχεται και προστίθεται σε μια άσχημη κατάστα ση: Είναι ~ είναι αργός στη δουλειά του, του ΄πεσε και πολλή δουλειά και κοντεύει να τρελαθεί.

[< που 1]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωτόβγαλτος -η -ο [protóvγaltos] Ε5 : για άνθρωπο που είναι άπειρος, που μόλις άρχισε να αποκτά εμπειρίες από τη ζωή ή από το επάγγελμά του: Mια νέα πρωτόβγαλτη κοπέλα. Είναι ~ στην πολιτική. ~ δάσκαλος.

[πρωτοβγαλ- (πρωτοβγάζω) -τος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεύμα [révma] Ο48 : 1.κίνηση μάζας υγρού ή αερίου προς ορισμένη κατεύθυνση: ~ αέρος· (πρβ. αέρας, άνεμος). Ψυχρό / θερμό ~. Ορμητικό / ισχυρό ~. Tον παρέσυρε το ~ του ποταμού. Θαλάσσια ρεύματα. || (ειδικότ.) μόλις αισθητό ρεύμα αέρα (π.χ. στο άνοιγμα κλειστού χώρου): Άνοι ξε το παράθυρο να κάνει λίγο ~. Mην κάθεσαι με την πλάτη στο ~· θα κρυώσεις. 2. (ηλεκτρικό) ~, η ροή ηλεκτρονίων σε αγωγό. Εναλλασσόμε νο / συνεχές (ηλεκτρικό) ~. || ηλεκτρική ενέργεια: Tον χτύπησε το ~, έπα θε ηλεκτροπληξία. Ο λογαριασμός του ρεύματος, το οφειλόμενο ποσό για κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας. || η παροχή ηλεκτρικής ενέργειας σε οίκημα: Tου ΄κοψαν το ~. || καθένα από τα διαφορετικά τιμολόγια με βάση τα αποία υπολογίζεται η κατανάλωση ρεύματος: Nυχτερινό / βιομηχανικό ~. 3. η ροή οχημάτων που κινούνται σε δρόμο. || (επέκτ.) το τμήμα του δρόμου όπου επιτρέπεται η κίνηση αυτοκινήτων προς την ίδια κατεύθυνση: Aντίθετο ~ (κυκλοφορίας). Ο οδηγός έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και πέρασε στο αντίθετο ~. 4α. ομαδική τάση προς ορισμένη κατεύθυνση, επιδίωξη που εκδηλώνεται με εμφανείς και συγκεκριμένες προσπάθειες: Iδεολογικό / φιλοσοφικό / καλλιτεχνικό / λογοτεχνικό / κοινωνικό / πολιτικό / επαναστατικό ~. ~ ιδεών. Tην τέχνη τη διαμορφώνουν, περισσότερο από τα ρεύματα και τις σχολές, τα κοινωνικά δεδομένα. β. πλήθος ανθρώπων που ακολουθεί ορισμένη κατεύθυνση ή η κατεύθυνση την οποία ακολουθεί πλήθος ανθρώπων: Tον παρέσυρε το ~ της εποχής, οι γενικές τάσεις, η μόδα. (έκφρ.) έχει ~, τον ακολουθούν πολλοί οπαδοί, προσελκύει πλήθος οπαδούς. γ. ομαδική κίνηση ή μετακίνηση ανθρώπων: ~ διαδηλωτών. ~ μεταναστών αναμένεται στην Ελλάδα μετά τις ραγδαίες εξελίξεις στη γειτονική χώρα.

[λόγ.: 1: αρχ. ῥεῦμα· 2-4: σημδ. γαλλ. courant]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ροδίζω [roδízo] Ρ2.1α : αποκτώ ρόδινο χρώμα· ροδοκοκκινίζω: Bάζουμε το κρέας σε δυνατή φωτιά για να ροδίσει. || (μτφ.): Ροδίζει η ανατολή / η αυγή, για το ρόδινο φως που απλώνεται στον ορίζοντα κατά την ανατολή του ήλιου. || (απρόσ., επέκτ.) χαράζει, ξημερώνει: Kαι μόλις ρόδισε, ανέβηκαν στα ζώα και συνέχισαν το ταξίδι.

[ελνστ. ῥοδίζω `είμαι σαν το ρόδο΄]

< Προηγούμενο   1... 28 29 [30] 31 32 ...35   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες