Παράλληλη αναζήτηση
| 345 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αιθριάζω [eθriázo]
- ① intr become cloudless or clear, clear up, get brighter, of weather (syn καθαρίζω, καλοσυνεύω, ξανοίγω, ξαστερώνω, ant συννεφιάζω):
- αιθριάζει (αιθρίασε) ο καιρός it has cleared up |
- αιθρίασε ο ουρανός (syn ξαστέρωσε) |
- poem είναι που αιθρίασεν ο ουρανός χήτη του Πήγασου, ξανθή | του Παρθενώνα μοίρα (Karyotakis)
- ⓐ metonym δεν μπορώ να κάμω να αιθριάση, να ξαστερώση ο συγνεφιασμένος ουρανός του είναι σου (Palam)
- ② fig brighten up, become calm and serene, improve considerably (syn αστράφτω, λάμπω, ηρεμώ):
- ο πολιτικός ορίζοντας (L ορίζων) αιθριάζει |
- αιθρίασε το πρόσωπό του, μόλις είδε το δέμα, χαμογέλασε σχεδόν (Xenop) |
- ανοίξιασε κ' η δική του καρδιά, αιθρίασε κι ο δικός του ο νους, καθώς τα 'ζησε (τα "Xελιδόνια" του) στίχο το στίχο (Panagiotop)
[fr αίθριος (καιρός) 'clear, bright'; cf AG (&PatrG) 'expose to the (clear) air']
- ① intr become cloudless or clear, clear up, get brighter, of weather (syn καθαρίζω, καλοσυνεύω, ξανοίγω, ξαστερώνω, ant συννεφιάζω):
- ακαμάτης1 [akamátis] ο,
- idle man, lazy fellow, lazy-bones, loafer, sluggard, slacker, slouch, Weary Willie (syn λεμές, ρεμπεσκές, τεμπέλης, τεμπελόσκυλο, ant δουλευτής):
- ξύπνα τον ακαμάτη! |
- είναι σπουδαίος, όχι σαν και μας τους ακαμάτηδες |
- prov ο ~ δεν τρώει τα μύγδαλα, για να μην τα σπάση |
- prov τ' ακαμάτη τ' άλογο ο λύκος το τρώει the loafer neglects his own affairs |
- folkt ο ~, μόλις πήρε το χιλιάρικο, μπήκεν ο δαίμονας στο κεφάλι του να το κρατήση (χιλιάρικο '1.000 drachmas') (Megas) |
- κατηγορούν τα καλογερικά τάγματα πως δίνουν θάρρος των ακαμάτηδων και των τεμπέληδων (Palam) |
- τι διαφορά από τον δικό της ... τον ακαμάτη, που ψοφολογούσε όλη την ημέρα (Xenop) |
- poem μαύρος, φτωχός και σκλάβος και ~ (Palam) |
- και τι ...|...| τραγουδιστάδες κι ακαμάτηδες |
- της άνοιξης οι τζιτζικάδες (Skipis)
[substantiv. m of ακαματεύω]
- idle man, lazy fellow, lazy-bones, loafer, sluggard, slacker, slouch, Weary Willie (syn λεμές, ρεμπεσκές, τεμπέλης, τεμπελόσκυλο, ant δουλευτής):
- ακμήν, επίρρ.· ακμή· ακόμα· ακόμη· ακομή· ακομήν· 'κόμη.
-
- 1) (Xωρίς άρν.) εξακολουθητικά, ακόμη:
- (Bίος Aλ. 2323), (Λίβ. Sc. 2634).
- 2) (Mε και ή χωρίς και) επιπροσθέτως, επίσης:
- Πέρσαι τε και Σαρακενοί, ακμή και άλλα γένη (Διήγ. Bελ. Λ 596· Πεντ. Γέν. VIII 12).
- 3) (Xωρίς άρν.) μόλις, πριν από λίγο:
- ακομή επροχθές εξενοδόχησά τους (Φλώρ. 1285· Δούκ. 28732).
- 4)
- α) (Eπιτ., με συγκρ. επίθ. ή επίρρ.):
- ακομήν ωραιότερον ουκ είδα γεννημένον (Φλώρ. 1664)·
- ακόμη και χειρότερα θέλει απορήσει ο τόπος (Xρον. Mορ. H 8669)·
- β) (με το και και με άλλα μέρη του λόγου, εκτός από συγκρ. επίθ. ή επίρρ.) και μάλιστα:
- Aκομή και η βασίλισσα επήγεν μοναχή της (Mαχ. 32826).
- α) (Eπιτ., με συγκρ. επίθ. ή επίρρ.):
- 5) (Mε άρν.) ακόμη:
- τον Aρέτα ακομή δεν είδα νά ’ρτει κάτω (Στάθ. A´ 325).
[αρχ. επίρρ. ακμήν. Oι τ. ακόμα και ακόμη στο Βλάχ. (λ. ακόμι) και σήμ. O τ. ακομή στο Du Cange (λ. ακόμι) και σήμ. ιδιωμ. H λ. και ο τ. 'κόμη και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) (Xωρίς άρν.) εξακολουθητικά, ακόμη:
- ακουμπώ [akumbó] &, κουμπάω (region. κουμπώ) ακουμπάς,
- also ακουμπίζω, impf ακουμπούσα (ακούμπαγα), imper ακούμπα, aor ακούμπησα (ακούμπισα), imper ακούμπησε (ακούμπισε), ppp ακουμπισμένος (ακουμπημένος) (forms w. -μβ- are not ModG but kath)
- Ⓐ trans
- ① lean (syn στηρίζω):
- ακούμπησε το χέρι του στο θρανίο, στην κατσαρόλα, στην καρέκλα |
- του ακούμπησε το περίστροφο στον κρόταφο |
- ακούμπησα το τουφέκι στη γωνιά leaned the rifle against the corner |
- ακούμπησα ένα στύλο στο δέντρο, μια σκάλα στον τοίχο |
- ~ το σαγόνι μου στοχαστικά στο κόκκαλο του χεριού και σκέφτομαι την περιπέτειά μου (Karyotakis) |
- folks. στα κλωνάρια του σπαθιά 'ναι κρεμασμένα |
- και στη ρίζα του τουφέκια ακουμπισμένα (DPetrop)
- ② put down, lay (syn απιθώνω, αποθέτω, βάζω):
- ακούμπησα τα πράματά μου στο ξενοδοχείο |
- ~ το βιβλίο (το γράμμα, το δέμα) στο τραπέζι lay the book (letter, package) on the table |
- κάπου ακούμπησα το κλειδί και το 'χασα |
- ~ το κεφάλι μου στο προσκέφαλο (στα γόνατά μου) I lay my head on the pillow (on my knees) |
- poem μήτε που πρόφτασε ο φονιάς να κατεβάση χέρι, |
- του χαλασμού το σύνεργο να τ' ακουμπήση κάτου (Palam) |
- Θρακιώτισσά μου, ακούμπα το πανέρι |
- δωχάμω, βγάλ' το γλύκισμα απομέσα (Stavrou Ar)
- ③ deposit (or invest) for profit (in a bank or company) (syn καταθέτω, τοποθετώ, επενδύω):
- ~ χρήματα στην τράπεζα |
- ό,τι οικονομίες (or περισσεύματα) είχε τις (or τα) ακούμπησε στο ταμιευτήριο |
- (άνοιξαν τα χρηματοκιβώτια και) βούτηξαν τις χρυσές λίρες που ο παππούς είχε ακουμπήσει εκεί (Palaiologos)
- ⓐ pledge sth at the pawn shop, pawn (syn βάζω [ως] ενέχυρο, ενεχυριάζω):
- για να πληρώση το χρέος ακούμπησε τα πολύτιμα που είχε |
- (την έκαμε) να πάη μονάχη της ν' ακουμπήση όλα της τα χρυσαφικά και να του φέρη παράδες (Melas)
- ⓑ gambling play cards for money, put a sum on a card, bet (syn βάζω):
- ακούμπησε την περιουσία του στα χαρτιά |
- ακούμπησε τα λεφτά του στο ρήγα
- Ⓑ intr
- ④ lean, rest (on s.o. or sth):
- ακουμπούσε στο μπαστούνι του |
- μην ακουμπάς απάνω μου |
- ~ |
- ~ |
- τα σύννεφα ακουμπούν στην κορυφή του βουνού the clouds are resting on the mountaintop |
- folks. και στο ραβδί τ(ου) ακούμπησε να πη την αλφαβήτα (DPetrop) |
- και στο δεξί σου μάγουλο ήσουν ακουμπισμένη (NPolitis) |
- poem σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Eλλάδα! Ένα βουνό |
- με δάφνες αν υψώσουμε κλ (Sikel) |
- σε ραβδιά οι γριές ακουμπημένες |
- ήσυχα κοιτάν (id.)
- ⓒ go close to, reach and (nearly) touch (syn φτάνω, εγγίζω, ψαύω):
- κάπου ακούμπησα και λερώθηκα |
- το κεφάλι του ακουμπάει στο ταβάνι |
- μόλις ακούμπησα στο κάδρο, έπεσε |
- ο στέφανος της θεάς θα ακουμπούσε τα ξύλα της οροφής του σηκού (Despinis)
- ⑤ have s.o. as refuge, have his support (syn βασίζομαι στη βοήθεια or προστασία κάποιου, έχω την υποστήριξή του, στηρίζομαι σε κάποιον, τον έχω αποκούμπι):
- η χήρα δεν είχε πουθενά ν' ακουμπήση |
- ακούμπησες στον πεθερό σου και είσαι καλά |
- ακούμπησε σε τζάκι got the support of a family of means or a powerful family |
- ακούμπησε στις πλάτες του θείου του |
- πού θα βρουν ν' ακουμπήσουν οι αντάρτες, ανίσως δεν τους συντρέξουνε τα μοναστήρια; (Prevelakis) |
- η Φλωρεντία ανακήρυξε τον εαυτό της ανεξάρτητη κοινότητα, ακουμπώντας άλλοτε στον πάπα και άλλοτε στους Γερμανούς αυτοκράτορες (Kanellop) |
- poem θέλουμε φίλους και συμμάχους ν' ακουμπήσουμε |
- σε κάποια πλάτη |
- στη Pουσία, στην Aγγλία (Rotas)
- ⑥ fig have as a basis, rest on, arise or derive or result fr (syn βασίζομαι or στηρίζομαι σε κτ):
- η σκέψη ακουμπά πάνω στην απευθείας εμπειρία (Geros) |
- είναι ανάγκη πρώτα να θέσωμε το ον, τα όντα, ώστε να ακουμπήση η σκέψη απάνω σε μόνιμα και σταθερά βάθρα και κριτήρια (Tatakis) |
- (ο πεζός λόγος) προχωρεί, ακουμπώντας διαδοχικά σε σειρά ελασσόνων προτάσεων (Dimaras) |
- ζητά να με βαθμολογήση από κάποια κομμάτια που, καθώς τα διαλέγει και με τον τρόπο που ακουμπά σ' εκείνα απάνου για να κρίνη, δεν κατορθώνει να δείξη τίποτε (Palam) |
- πρέπει να το διαβάσουμε ... στη λέξη, στη φραστική εύρεση, όπου ακούμπησε η έμπνευση του ποιητή (Chatzinis) [fr MG ακουμπώ & ακουμπίζω (ακκουμβίζω
[[here μβ = -mb-] 'recline at table' Vita Aesopi (G) 40; Souda s. πρόσκλιτον) ← Lat accumbo]
- ακουστά1 [akustá] adv
- ① audibly, aloud:
- μίλησε ~ |
- το διαβάζει ~ |
- ψιθύρισε κάποια στιγμή μόλις ~ (TAthanasiadis)
- ② (by or on) hearsay (syn εξακοής):
- το έχω (or ξέρω) ~ I have heard it, I have it on hearsay |
- έχω ~ ότι (πως) I have heard it said that |
- ~ για I have heard of or about |
- prov ~ τον έχει ως κ' η μάνα του |
- το Nικήτα τον είχα ~, δεν είχαμεν γνωριμιά (Makryg) |
- (την ιστορία) την έχω ~ από τον παππού μου (Myriv) |
- ~ είχα τις δημόσιες σχέσεις, τις γνώρισα στη συνεστίαση (Palaiologos) |
- άλλες (sc μαντινάδες) τις έχει ~, άλλες τις σκαρώνει μοναχός του (Prevelakis) |
- δεν τον έχουν και ~ (Venezis) |
- folks. μα αγάπη την ελέγανε κ' εγώ ~ την είχα |
- poem τόσο γλυκιά 'ναι η γης η πράσινη, που έχω ~ να λένε |... κλαιν οι ψυχές τον κόσμο! (Kazantz Od. 23.796)
[fr n pl of ακουστός; cf LMG απακουστά]
- ① audibly, aloud:
- ακουστός -ή -ό [akustós] Ε1 : 1α.που ακούγεται, που μπορούμε να τον ακούμε: Φωνάζει για να γίνει ~ και στους τελευταίους ακροατές. Mια απαλή και μόλις ακουστή μουσική. β. που τον ακούμε, τον παραδεχόμαστε· αποδεκτός, παραδεκτός: Εύχομαι να γίνουν ακουστές οι προτάσεις σου. 2. που έχει ακουστεί, που είναι γνωστός σε πολλούς για κάτι καλό· που έχει καλή φήμη, ξακουστός: Ήταν ~ μεταξύ των συναδέλφων του για την ακριβοδίκαιη κρίση του. Tο μοναστήρι ήταν ακουστό για τις πολύτιμες εικόνες του.
ακουστά ΕΠIΡΡ στην έκφραση (τον / το) έχω ~: Tον είχα ~, αλλά ποτέ δεν έτυχε να γνωριστούμε από κοντά. Tο παραμύθι το ΄χω ~ από τον παππού μου. [1: αρχ. ἀκουστός· 2: μσν. σημ.]
- ακουστός, -ή, -ό [akustós]
- ① perceptible to the ear, hearable, audible (syn που ακούγεται):
- κάτι ορατό ή ακουστό |
- τα λόγια του ήταν ακουστά απομακριά |
- η φωνή της είναι ακουστή |
- πολλά χτυπήματα γίνονται ακουστά |
- φωνάξαμε κ' εγίναμε ακουστοί |
- έχουν και οι Eλληνοαμερικανοί το δικαίωμα να κάνουν ακουστό το δικό τους εθνικό τόνο (Papanoutsos) |
- poem και το κανόνι τ' ακουστό αντάμ' αναταράζεται (Palam) |
- ένας αυλός υπέροχος, αργός και μόλις ~ | στους γύρω χώρους (Papatsonis) |
- | phr τον (την, το) έχω ακουστό (-ή, -ό) I have heard of him (her, it) (cf τον έχω ακουστά, s. ακουστά adv)
- ⓐ heard, paid attention to, heeded:
- είναι υψίστη εθνική ανάγκη να ουρλιάζη η ελευθεροτυπία για να γίνη ακουστή (Psathas) |
- (στα θέματα αυτά) θα ευχόμουν να γίνω ~ και θα είχα δικαίωμα να το ελπίζω (Dimaras)
- ② renowned, celebrated, famous (syn in ακουσμένος 2):
- ακουστοί συγγραφείς |
- ένα ακουστό μνημείο |
- ποίηση ακουστή στον καιρό μας |
- ήταν παντού ~ για το βιος του (Panagiotop) |
- ήταν ~ μεταξύ των συναδέλφων του για την ακριβοδίκαιη κρίση του (AVlachos) |
- poem τρέχα δελφίνι | πέρα στη θάλασσα | την ακουστή (Markoras) |
- το μοναστήρι τ' ακουστό της Kεχαριτωμένης (Palam) |
- (ω Mάρω) θενά φορέση | ακουστή της φήμης το στεφάνι (id.) |
- μικρό παιδί, απαράλλαχτο μ' ένα άλλο | παιδί ακουστό, τον Έρωτα (Xydis)
[fr MG ακουστός ← K, AG]
- ① perceptible to the ear, hearable, audible (syn που ακούγεται):
- άκρια [ákria] η, (D)
- ① end point, end (syn in άκρη 1a):
- στην άλλη ~ της γης |
- τέσσερεις καβαλάρηδες πεταχτήκαν από τις τέσσερεις άκριες του σπαρμένου (Prevelakis) |
- η Aγγλία ήρθε από τις τέσσερεις άκριές της να χαιρετήση τον εθνικό δραματικό ποιητή της (Terzakis) |
- λες και τον έπιασε ένας Προκρούστης και τον έσυρε από τις δυο άκριες (Myriv) |
- (η νοοτροπία της απεριόριστης ατομικής πρωτοβουλίας) φουσκώνει τα πανιά (του Aμερικανού) και τον ταξιδεύει δημιουργικά από τη μια ως την άλλη ~ της Eπικράτειάς του (Karantonis) |
- | phr απ' ~ σ' ~ from one end to the other, throughout (syn in άκρη 1a) |
- poem όλα στη χώρα ετούτη απ' ~ σ' ~ | θολά καθώς τα μάτια σου που κλαιν (Porphyras)
- ⓐ the very end (syn in άκρη 1b):
- phr βρίσκω την ~ find the deeper cause of, clear up sth (syn in άκρη 1b) |
- poem με τις βουλές τής μοίρας μας μπορούμε νά βρωμε ~; (Zevgoli)
- ② edge (syn άκρη 2a):
- ~ του δρόμου |
- ~ του χωριού |
- ~ της θάλασσας or του γιαλού (syn in άκρη 2a) |
- ~ του μόλου |
- πήρε την ~ της κόστας και κατέβηκε ως τη βάρκα του (Bastias) |
- άτονα πέφτανε τώρα ... μόλις ακουμπώντας στις άκριες των γοφών τα χέρια της τελώνισσας (Plaskovitis) |
- poem του γκρεμνού την ~ αγγίζουν (Skipis)
- ③ tip (syn άκρη 3a):
- ~ του ποδιού |
- ~ των δαχτύλων tip of the toes |
- έγλειφε την ~ από το γυμνό τριανταφυλλένιο ποδαράκι (του μωρού) (Tarsouli) |
- poem κ' ένα πουλάκι ...| και στην ψηλότερη κορφή σ' ενός κλαριού την ~ | ζυγιάζονταν κελαϊδιστά (Porphyras) |
- ... το πριόνι | ξεφτάει τις άκριες των φύλλων τους για τα καλά (Papatsonis) |
- κι ούτε που μ' άγγιζε ποτές με του φτερού την ~ (Skliros)
- ④ far away place (syn in άκρη 4):
- στην ~ του κόσμου |
- βρίσκεται στην άλλη ~ της γης or του κόσμου |
- ταξιδεύουν στις άκριες της χώρας (Papanoutsos) |
- αδρανούν σκορπισμένοι στις τέσσερεις ~ της Aμερικής (id.) |
- στις τέσσερεις ~ του κόσμου in the four corners of the earth |
- ξεκίνησαν από τις τέσσερεις άκριες του κόσμου
- ⑤ corner (syn in άκρη 5a):
- πήγε το αλέτρι στις άκριες |
- η θεια είχε διαβή στις ~ που φυτρώναν οι συκιές (Prevelakis) |
- βρήκε ένα μισό ποτηράκι σε μιαν ~ (Chatzianagnostou) |
- poem κ' η Λιογέννητη στην ~ | με μαργαριτάρια δάκρυα | μια τον αγαπό θωρεί (Skipis) |
- ... με του ματιού την ~ | είδα άξαφνα το γέλιο σου το πιο σαρκαστικό (id.)
- ⑥ aspect, side:
- ήταν η άλλη ~ του Kωσταντή και ρημοσπίτης όσο ο άλλος πολυφαμελίτης (Vlami)
[fr MG άκρια, which from *ακριά ← ακραία (sc μερέα): η μεσιά fr μεσαία & also MG τα ακριά ← τα ακραία; accent shifted fr η ακριά to άκρια anal. after paroxytones η άκρα, η άκρη]
- ① end point, end (syn in άκρη 1a):
- ακριβολογία [akrivoloyía] η,
- precise expression, punctiliousness in speech, systematic work, investigation (syn ακρίβεια στη διατύπωση, ακρίβεια λόγου [s. ακρίβεια2], ant αοριστολογία):
- η ~ οδηγεί στη συνεννόηση |
- αυστηρή ~ |
- η ~ είναι απαραίτητη στην επιστήμη |
- (ο μαθητής τότε) ευστοχεί με την ~ και την ορθοέπεια, με τη λιτότητα και την οικονομία των εκφραστικών μέσων (Papageorgiou) |
- η μετάφραση έχει την ~ του πρωτοτύπου |
- κρατά με ~ το πρωτόκολλο |
- ο δεκαπεντασύλλαβος, ο ενδεκασύλλαβος ντύνονται ... κλασικίζουσα και σχεδόν συντηρητική ~ παρ' όλο τους το έντεχνο (Palam) |
- μόλις αρχίζουν να καταστρώνωνται οι λέξεις, αρχίζει και το ψέμα ..., όταν απουσιάζη η άγρυπνη προσπάθεια της ακριβολογίας (Melas) |
- ~ |
- πουθενά δε μιλεί με την ~ τη σχολαστική και τη σχολαστικά υπομνηματισμένη της επιστήμης (Panagiotop) |
- λαγαρή δημοτική, υψωμένη στη δύναμη του θεωρητικού στοχασμού, με θαυμαστή άνεση, επάρκεια, σαφήνεια, ευλυγισία, ~ και πλούτο (Tatakis)
- ⓐ exactitude, precision (in painting):
- ανέβασεν απάνω στο ναό της Λαύρας την ~ των κρητικών εικόνων, έτσι ώστε αμέσως μας χτυπά η καθαρή του, η ακριβολογημένη εργασία (sc των συνθέσεών του) (Papantoniou)
[fr PatrG (4th c.), K (pap, 6th c.) ἀκριβολογία; der of ἀκριβολόγος]
- precise expression, punctiliousness in speech, systematic work, investigation (syn ακρίβεια στη διατύπωση, ακρίβεια λόγου [s. ακρίβεια2], ant αοριστολογία):
- ακρο- 2 & ακρ- [akr], συνήθ. όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : (συνήθ. λαϊκότρ.) κυρίως σε σύνθετα ρήματα: 1. υποκοριστικά, με την έννοια λίγο, κάπως: ακραγαπώ, ακρακούω, ~γελώ, ~καρτερώ. || άσκημα, δύσκολα: ~ζώ. || σε χαλαρή σύνθεση: ~θολός. 2. επιτατικά με τη σημασία (υπερβολικά) πολύ: ~λυπούμαι.
[ελνστ. ἀκρο- (δες ακρο- 1): ελνστ. ἀκρό-ζυμος `μόλις ανεβασμένο προζύμι΄, μσν. ακρο-γελώ, ακρο-φοβούμαι `φοβάμαι λίγο΄]



