Παράλληλη αναζήτηση
| 490 εγγραφές [481 - 490] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηχοποίητος -η -ο [ixopíitos] Ε5 : (γραμμ.) ονοματοποιημένος, ηχομιμητικός: Hχοποίητες λέξεις είναι το γαβγίζω, νιαουρίζω κτλ.
[λόγ. ηχο- + -ποίητος κατά το χειροποίητος σφαλερή δημιουργία με βάση το ονοματοποιία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηχορύπανση η [ixorípansi] Ο33 : έντονοι, ενοχλητικοί ή βλαβεροί θόρυβοι που δημιουργούνται από ανθρώπινη δραστηριότητα: H ~ είναι ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα των σύγχρονων μεγαλουπόλεων.
[λόγ. ηχο- + ρύπαν(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. sound pollution]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ήχος ο [íxos] Ο18 : 1. ό,τι γίνεται αντιληπτό με την ακοή: Mας υποδέχτηκαν οι γνώριμοι ήχοι της εξοχής. Xρώματα, ήχοι και μυρωδιές. Ο ~ της κιθάρας / του βιολιού / του κλαρίνου / της καμπάνας. Mε ενοχλεί ο ~ της φωνής του. Διαπεραστικός / οξύς ~. ΦΡ λευκός* ~. α. (φυσ.) ο ερεθισμός που δημιουργούν στο αυτί μας οι μεταβολές πίεσης τις οποίες προκαλεί μια μηχανική ταλάντωση, που διαδίδεται μέσα σε ελαστικό υλικό και της οποίας η συχνότητα και το πλάτος βρίσκονται μέσα σε ορισμένα όρια: Οι ήχοι που ακούμε διακρίνονται σε τόνους, φθόγγους, θορύβους και κρότους. H ταχύτητα διάδοσης του ήχου είναι 340 μέτρα το δευτερόλεπτο. Εγγρα φή ήχου. Mουσικός ~, που γεννιέται από κανονικές και ρυθμικές δονήσεις του σώματος που τον παράγει. Tο ύψος, η ένταση και η χροιά είναι τα χαρακτηριστικά του ήχου. (έκφρ.) φράγμα* ήχου. σπάζω το φράγμα* του ήχου. β. ήχος, κυρίως μουσικός, που έχει καταγραφεί με σκοπό την αναπαραγωγή του: Ρύθμιση ήχου. Mηχανικός ήχου. Aναπαραγωγή του ήχου. || ~ και φως, υπαίθριο νυχτερινό θέαμα σε ιστορική τοποθεσία, το οποίο αποτελείται από ηχογραφημένη αφήγηση και από οπτικά και ηχητικά εφέ. 2. ο καθένας από τους οχτώ τρόπους με τους οποίους ψάλλονται οι εκκλησιαστικές μελωδίες: ~ πλάγιος του τετάρτου ή ~ τέταρτος. ΦΡ σε ήχο πλάγιο, έμμεσα.
[αρχ. ή λόγ. < αρχ. qχος]
[Λεξικό Κριαρά]
- ήχος ο· ηχός.
-
- α) Ήχος:
- ακούσετε τους ήχους των βουκίνων (Αχιλλ. N 255)·
- (προκ. για φωνή):
- (Θησ. Γ´ [111])·
- β) θόρυβος:
- πάμπολλα κωδωνίτσια και ήχος ετελείτο (Διγ. Gr. 1186)·
- γ) έκφρ. κατά ήχου = σύμφωνα με το ρυθμό, μελωδικά:
- (Ημερολ. 89).
[αρχ. ουσ. ήχος. Η λ. και σήμ.]
- α) Ήχος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηχόχρωμα το [ixóxroma] Ο49 : (μουσ.) αισθητικού επιπέδου διάκριση, η οποία αναφέρεται στον ιδιαίτερο χαρακτήρα κάποιου ήχου.
[λόγ. ηχο- + χρώμα μτφρδ.(;)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηχώ η [ixó] Ο37β : (φυσ.) επανάληψη ήχου από ανάκλαση των ηχητικών κυμάτων, όταν προσκρούσουν σε εμπόδιο το οποίο βρίσκεται σε απόσταση μεγαλύτερη από δεκαεφτά μέτρα: ~ και αντήχηση. || επανάληψη ή μίμηση των όσων λέει κάποιος άλλος: Έχει γίνει η ~ μου.
[λόγ. < αρχ. ἠχώ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηχώ [ixó] Ρ10.9α : παράγω ήχο: Ήχησαν οι σάλπιγγες. || ακούγομαι: Tα λόγια του ήχησαν περίεργα στ΄ αυτιά μου.
[λόγ. < αρχ. ἠχῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- ηχώ.
-
- Α´ (Μτβ.) κάμνω κ. να ηχήσει:
- την κιθάραν ήχησεν (Διγ. Z 1838).
- Β´ (Αμτβ.) ακούγομαι, αντηχώ:
- ετραγούδα κι έπαιζε κι ηχούσασιν οι τοίχοι (Αιτωλ., Μύθ. 962).
[αρχ. ηχέω. Η λ. και σήμ.]
- Α´ (Μτβ.) κάμνω κ. να ηχήσει:
[Λεξικό Κριαρά]
- ήψημα το,
- βλ. έψημα.
[Λεξικό Κριαρά]
- ήως, μόρ.,
- βλ. έως.



