Παράλληλη αναζήτηση
| 687 εγγραφές [91 - 100] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζαρίφικα, επίρρ.
-
- Με κομψότητα, με επιτήδευση:
- περπατάει ζαρίφικα (Πηγά, Χρυσοπ. 324 (8)).
[<επίθ. ζαρίφικος (<ουσ. ζαρίφης <τουρκ. zarif). Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- Με κομψότητα, με επιτήδευση:
- ζαρκάδι το [zarkáδi] Ο44 θηλ. ζαρκάδα [zarkáδa] Ο26 : θηλαστικό, τετράποδο ζώο που μοιάζει με το ελάφι, ζει στα δάση και είναι γνωστό για τη χάρη του και το γρήγορο τρέξιμό του: Tα ζαρκάδια τα κυνηγούν για το νόστιμο κρέας τους. Tρέχει σαν ~, πολύ γρήγορα.
ζαρκαδάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. ζαρκάδι < ελνστ. ή μσν. ζορκάδιον με υποχωρ. αφομ. [o-a > a-a], υποκορ. του αρχ. ζορκάς (παράλληλος τύπος του δορκάς)· ζαρκάδ(ι) -α]
- ζαρκάδι το· ζαλκάδι.
-
- Μικρό ελάφι, ζαρκάδι:
- (Πεντ. Δευτ. XII 15).
[<παλαιότ. ουσ. ζορκάδιον. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- Μικρό ελάφι, ζαρκάδι:
- ζαρντινιέρα η [zardinéra] Ο25α : κατασκευή, συνήθ. σε σχήμα παραλληλεπίπεδου, μέσα στην οποία φυτεύονται καλλωπιστικά φυτά ή τοποθετούνται γλάστρες: Σ΄ όλο το μήκος της μιας πλευράς του διαδρόμου υπήρχαν ζαρντινιέρες με τριαντάφυλλα.
[λόγ. < γαλλ. jardinièr(e) -α]
- ζαρούρι(ο)ν το.
-
- Μούσμουλο:
- (Ασσίζ. 2461).
[<παλαιότ. γαλλ. zarour (Assises 608) <αραβ. za’rūr. Η λ. στο Du Cange]
- Μούσμουλο:
- ζαρπότης ο.
-
- ?Ληστής:
- Συριάνοι και ζαρπότηδες (Μαχ. 36829 (χφ ‑ήδες)).
[άγν. ετυμ.]
- ?Ληστής:
- ζαρτιέρα η [zartxéra] Ο25α (συνήθ. πληθ.) : εξάρτημα της γυναικείας αμφίεσης το οποίο συγκρατεί τις κάλτσες και δένεται στη μέση.
[λόγ. < γαλλ. jarretièr(e) -α]
- ζάρω.
-
- Α´ Μτβ.
- 1) Συνηθίζω:
- τσ’ ήδωκε … δυο κότες όμορφες σαν τσι ζάρανε στη χώρα μας (Κατζ. Γ´ 370).
- 2) Συμπαθώ κάπ.:
- όσοί ’ναι στην αρμάδα τονε ζάρου (Λεηλ. Παροικ. 521).
- 1) Συνηθίζω:
- Β´ (Αμτβ.) συνηθίζω:
- δεν είν’ καιρός, σα ζάρεις, στα στενά να σολατσάρεις (Φαλλίδ. 128).
[<μεσν. ουζάρω (Meursius, λ. ‑ειν) <ιταλ. usare. Πβ. ουζιάζω. Η λ. στο Somav. και σήμ. κρητ.]
- Α´ Μτβ.
- ζάρωμα το [zároma] Ο49 : το αποτέλεσμα του ζαρώνω.
[μσν. ζάρωμα < ζαρώ(νω) -μα]
- ζαρωμάδα η.
-
- Ζαρωματιά, ρυτίδα:
- μισά τες ζαρωμάδες (Στάθ. Β´ 253).
[<μτγν. ουσ. ζάρωμα (L‑S Suppl., LBG, Κριαρ.) + κατάλ. ‑άδα. Η λ. στο Βλάχ.]
- Ζαρωματιά, ρυτίδα:



