Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ατζέμ πιλάφι"
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Γεωργακά]
ατζέμ s. ατζέμ πιλάφι.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατζέμ πιλάφι το [adzém piláfi] Ο (άκλ.) : πιλάφι μαγειρεμένο με τον τρόπο των Περσών και συνήθ. με κρέας.

[τουρκ. acem `περσικός΄ (από τα αραβ.) + πιλάφι]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατζέμ πιλάφι [adzém piláfi] το, (& ατζέμ πιλάφ) cook.
  • rice cooked w. lamb and/or tomatoes (syn ατζεμοπίλαφο)

[fr Turk acem pilavi 'rice stewed w. meat']

[Λεξικό Γεωργακά]
ατζεμοπίλαφο [adzemopílafo] το, s. ατζέμ πιλάφι

[cpd of ατζέμ πιλάφι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες