Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ουδείς, αντων.· ουδεγείς· ουδεείς· ουδένας· γεν. ουδενενού· ουδ. 'δένα· ουδεέν· ουδένα· ουδέναν.
-
- 1) (Σε αρνητ. ή καταφ. πρόταση) κανένας, ούτε ένας:
- εις τον λόγον του ουδείς μην αμφιβάλλει (Κορών., Μπούας 67)·
- ουδένας αυτών ήλπιζε ζωής αξιωθήναι (Διγ. Z 3151).
- 2) Καθένας, οποιοσδήποτε·
- (με την πρόθ. παρά για να δηλωθεί σύγκριση):
- άρατέ με ως κακούργον …, οπού εχάσα την γενεάν σας παρ’ ουδέν απέ τον κόσμον (Πτωχολ. α 148).
- (με την πρόθ. παρά για να δηλωθεί σύγκριση):
- 3) (Σε καταφ. πρόταση· εδώ το ουδ.)
- α) κάτι:
- αν ουδέν σου αρέσει, γέροντα, και εσέ να το ποιήσω (Διγ. Esc. 701 κριτ. υπ).
- β) χωρίς αξία, ανάξιος λόγου, τιποτένιος:
- Ευεργεσίες και χάριτες αυθέντης ουδέ τα είχεν (Ιμπ. 22)·
- φρ.
- (1) αντ’ ουδενός ηγούμαι κ., βλ. ηγούμαι 1·
- (2) εις ουδέν λογίζομαι κ., βλ. λογίζομαι 2α φρ.·
- (3) εις ουδέν τίθεμαι κ. = θεωρώ κ. ασήμαντο, δεν υπολογίζω κ.:
- (Βέλθ. 60).
- α) κάτι:
- 4) (Σε ιδιάζ. χρ.):
- ουδείς αγάπης ουδέν κατορθούται (Κανον. διατ. Α 588).
[αρχ. αντων. ουδείς. Ο τ. ‑νας στο Βλάχ. Η λ. και σήμ. (ΛΚΝ)]
- 1) (Σε αρνητ. ή καταφ. πρόταση) κανένας, ούτε ένας:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουδείς ουδεμία ουδέν [uδís] αντων. αόρ. : (λόγ.) κανένας: Ουδεμία αμφιβολία / εξαίρεση. (έκφρ.) επ΄ ουδενί λόγω*. ~ αναμάρτητος*. ~ αναντικατάστατος*. ουδέν νεότερον*. εν ουδεμιά περιπτώσει*. περί ορέξεως* ~ λόγος. ουδέν σχόλιον*. ~ ψόγος*. ουδέν μονιμότερον του προσωρινού*. εν οίδα* ότι ουδέν οίδα. ΦΡ ~ προφήτης* στον τόπο του.
[λόγ. < αρχ. οὐδείς]