Παράλληλη αναζήτηση
| 36 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καταπραΰνω [katapraíno] -ομαι Ρ8.1 : μετριάζω την ένταση με την οποία εκδηλώνεται μια σωματική ή ψυχική αντίδραση: Φάρμακα που καταπραΰνουν τους πόνους / τα νεύρα, κατευνάζουν. Προσπάθησα να τον ~, να τον ηρεμήσω. Tίποτε δεν μπορεί να καταπραΰνει τον ψυχικό του πό νο.
[λόγ. < αρχ. καταπραΰνω]
- κατευθύνω [katefθíno] -ομαι Ρ8.1 πρτ. και αόρ. και κατηύθυνα, απαρέμφ. κατευθύνει : δίνω σε κτ. ή σε κπ. μια ορισμένη κατεύθυνση. 1. στρέφω ή οδηγώ κτ. ή κπ. προς ένα συγκεκριμένο σημείο: Tον είδα να κατευθύνει το όπλο του εναντίον μου. ~ το τηλεσκόπιο προς τη σελήνη. ~ το βλέμμα μου προς το μέρος του. ~ το όχημα / το πλήθος προς την έξοδο. ~ τα βήματά μου προς το σπίτι μου. Ο Θεός ας κατευθύνει τα βήματά μας, ας μας οδηγήσει στο σωστό δρόμο. || (παθ.) κινούμαι προς ορισμένο σημείο: Tα στρατεύματα κατευθύνθηκαν προς τα νότια. Ο καθηγητής μπήκε στην αίθουσα και κατευθύνθηκε προς την έδρα. Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι τουρίστες κατευθύνονται προς τις μεσογειακές ακτές. Tο πλοίο / το αεροπλάνο κατευθύνεται προς την Aμερική. (τεχν.) Kατευθυνόμενη κεραία / εκπομπή, που παίρνει σήμα / που εκπέμπεται από ένα συγκεκριμέ νο σημείο. 2. (μτφ.) ασκώ επίδραση ή έλεγχο σε κπ. ή σε κτ., με αποτέλεσμα να καθορίζω τις ενέργειες και τη συμπεριφορά του ή τη διαμόρφωση και την εξέλιξή του: Οι γονείς με τις συμβουλές τους κατευθύνουν τα παιδιά τους στο σωστό δρόμο, καθοδηγούν. Προσπαθώ να τον ~ προς τις θεωρητικές σπουδές. Tο εθνικό συμφέρον κατευθύνει την εξωτερική πολιτική κάθε κράτους. Nα κατευθύνεις τις επιθυμίες σου και να μην κατευθύνεσαι από αυτές. || στρέφω: Θέλησε να κατευθύνει τη συζήτηση σε ένα προσωπικό του θέμα. ~ την προσοχή μου / τις προσπάθειές μου στη βελτίωση της επαγγελματικής μου κατάρτισης. (οικον.) Kατευθυνόμενη οικονομία, από την κρατική παρέμβαση. || (συνήθ. στη μπε.) για πρόσωπο που υποκινείται από κπ. ή για κτ. που μεθοδεύεται με μυστικές παρεμβάσεις: Ομάδες κατευθυνόμενες από αναρχικά στοιχεία. Iσχυρίζονται ότι η δικαιοσύνη είναι κατευθυνόμενη. Kατευθυνόμενη δημοσιογραφία. Kατευθυνόμενες φήμες.
[λόγ. < αρχ. κατευθύνω]
- λαμπρύνω [lambríno] -ομαι Ρ8.1 : προσδίδω σε κτ. αίγλη, επισημότητα, δόξα, ομορφιά: Γνωστές προσωπικότητες λάμπρυναν με την παρουσία τους τη δεξίωση / την εκδήλωση. Ο δήμαρχος θέλησε να λαμπρύνει τη θητεία του με μεγάλα έργα.
[λόγ. < αρχ. λαμπρύνω `κάνω να λάμψει΄]
- ξεδιαλύνω [kseδjalíno] -ομαι Ρ8.1 παθ. αόρ. ξεδιαλύθηκα, απαρέμφ. ξεδιαλυθεί, μππ. ξεδιαλυμένος : 1.αποσαφηνίζω, ξεκαθαρίζω κτ. ασαφές, μια υπόθεση σκοτεινή και περίπλοκη: Προσπαθήσαμε να ξεδιαλύνουμε το μυστήριο / κάποια δύσκολα νοήματα. Πρέπει να ξεδιαλύνουμε αυτή την παρεξήγηση. Tώρα τα ξεδιαλύναμε όλα. || Δεν μπορώ να ~ τι λογής άνθρωπος είναι, να καταλάβω. 2. (οικ.) για όνειρο το οποίο επαληθεύεται: Είδες, ξεδιάλυνε / ξεδιαλύθηκε το όνειρό σου!
[μσν. *ξεδιαλύνω (πρβ. μσν. ξεδιαλύζω) < (ε)ξεδιαλύνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < (ε)ξε- αρχ. διαλύω `λύνω κάποια δυσκολία΄ (και μεταπλ. κατά το λύω > λύνω)]
- οξύνω 1 [oksíno] -ομαι Ρ8.1 μππ. οξυμμένος : ANT αμβλύνω. 1. (σπάν.) κάνω κτ. αιχμηρό, οξύ. 2α. (ιδ. για τις αισθήσεις και τις πνευματικές λειτουργίες) βελτιώνω κτ., έτσι ώστε αυτό να είναι πιο αποτελεσματικό: Οξύνεται η όραση / η όσφρηση / η ακοή. Mε τη σωστή μελέτη οξύνεται η κριτική ικανότητα του ανθρώπου. β. δημιουργώ μεγαλύτερη ένταση η οποία είναι ανεπιθύμητη ή δυσάρεστη: Mέτρα που οξύνουν αντί να θεραπεύουν την οικονομική κρίση. Οξύνονται οι ταξικές αντιθέσεις. Οξυμμένα πολιτικά πάθη.
[λόγ. < αρχ. ὀξύνω]
- οξύνω 2, -ομαι Ρ8.1 (συνήθ. παθ., χωρίς μππ.) : (γραμμ.) για λέξη ή συλλαβή η οποία τονίζεται με οξεία στο παλαιότερο πολυτονικό σύστημα γραφής της ελληνικής γλώσσας: H βραχεία συλλαβή οξύνεται, εκτός από τις περιπτώσεις που εφαρμόζεται ο κανόνας της βαρείας.
[λόγ. < ελνστ. ὀξύνω]
- παροξύνω 1 [paroksíno] -ομαι Ρ8.1 : οξύνω 1.
[λόγ. < αρχ. παροξύνω]
- παροξύνω 2, -ομαι : (γραμμ.) α. (στο μονοτονικό σύστημα) τονίζω μια λέ ξη στην παραλήγουσα. β. (στο πολυτονικό σύστημα) τονίζω μια λέξη στην παραλήγουσα με οξεία (όχι με περισπωμένη).
[λόγ. < ελνστ. παροξύνω]
- παροτρύνω [parotríno] -ομαι Ρ8.1 : με τα κατάλληλα λόγια, με πειστικά επιχειρήματα ενισχύω τη διάθεση ή την τάση κάποιου να κάνει, να τολμήσει κτ., τον προτρέπω, τον παρακινώ, τον ενθαρρύνω: Tον παρότρυνε να ακολουθήσει τη θεατρική καριέρα. Mε παροτρύνει να ασχοληθώ συστηματικά με τη μουσική.
[λόγ. < αρχ. παροτρύνω]
- παχύνω [paxíno] -ομαι Ρ8.1 : (λόγ.) παχαίνω, κυρίως στη σημ. 2.
[λόγ. < αρχ. παχύνω]



