Παράλληλη αναζήτηση
| 90 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επικηρύσσω [epikiríso] -ομαι Ρ2.2 : κάνω επικήρυξη: Επικηρυγμένος ληστής / τρομοκράτης / δραπέτης. Tον επικήρυξαν για εκατό εκατομμύρια δραχμές.
[λόγ. < αρχ. ἐπικηρύσσω]
- επιπλήττω [epiplíto] -ομαι Ρ2.2 αόρ. επέπληξα, απαρέμφ. επιπλήξει : κάνω επίπληξη, κυρίως προφορική, σε κπ.· τον μαλώνω: Tον επέπληξε ο διευθυντής του, γιατί άργησε να έρθει. ~ έντονα κπ.
[λόγ. < αρχ. (αττ. διάλ.) ἐπιπλήττω]
- επιτάζω [epitázo] -ομαι Ρ2.2 : (προφ.) κάνω επίταξη σε κτ., το επιτάσσω.
[λόγ. < αρχ. ἐπιτάσσω `επιβάλλω καθήκον΄ κατά τη σημ. της λ. επίταξη με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το τάσσω > τάζω]
- επιτάσσω [epitáso] -ομαι Ρ2.2 : 1.(λόγ.) δίνω εντολή· διατάσσω: Ο νόμος / η θρησκεία / η τιμή επιτάσσει
2. κάνω επίταξη σε κτ.: Επιταγμένα άλογα / μουλάρια / αυτοκίνητα / σπίτια. Είχαν επιτάξει ακόμα και τα κάρα.
[λόγ.: 1: αρχ. ἐπιτάσσω· 2: κατά τη σημ. της λ. επίταξη]
- επιφυλάσσω [epifiláso] -ομαι Ρ2.2 : 1α.προετοιμάζω κτ. και το προορίζω για κπ.: Έρχεται στην πόλη μας ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας· του επιφυλάσσεται θριαμβευτική υποδοχή. ~ εκπλήξεις σε κπ. β. ορίζω ή προορίζω κτ. για κπ.: Ποιος ξέρει τι μας επιφυλάσσει η μοίρα! Tο σύνταγμα επιφυλάσσει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας το δικαίωμα να απονέμει χάρη σε καταδίκους. ~ στον / για τον εαυτό μου κτ., το διατηρώ: Ο συγγραφέας επιφυλάσσει στον εαυτό του το δικαίωμα ανατύπωσης αυτού του βιβλίου. 2. (παθ.) α. αποφεύγω να κάνω κτ. τώρα σκοπεύοντας να ενεργήσω αργότερα και ιδίως σε κατάλληλο χρόνο: Επιφυλάσσομαι να απαντήσω / να ανταποδώσω κτ. β. ασκώ νόμιμη επιφύλαξη: Επιφυλάσσομαι για κτ. Tο δικαστήριο επιφυλάσσεται (να εκδώσει απόφαση). Επιφυλασσόμενος για κάθε νόμιμο δικαίωμά μου.
[λόγ. < αρχ. ἐπιφυλάσσω `επιτηρώ΄ σημδ. γαλλ. réserver]
- καλοκοιτάζω [kalokitázo] -ομαι Ρ2.2 & καλοκοιτώ [kalokitó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 (μόνο στο ενεστ. θ.) : (οικ.) 1. παρατηρώ κτ. με πολλή προσοχή, συνήθ. σε αρνητική πρόταση. 2. δείχνω ενδιαφέρον για κπ., συνήθ. ερωτικό.
[μσν. καλοκοιτάζω < καλο- + κοιτάζω· μεταπλ. κατά το κοιτάζω > κοιτώ]
- κατασπαράζω [katasparázo] -ομαι & κατασπαράσσω [katasparáso] -ομαι Ρ2.2 : 1. για άγριο ζώο που καταξεσκίζει, κατακομματιάζει το θύμα του: Ο λύκος κατασπάραξε τα πρόβατα. Tο πτώμα βρέθηκε κατασπαραγμένο από τα τσακάλια. 2α. (για πρόσ., σε σχήμα υπερβολής) τραυματίζω κπ. με τα νύχια μου: Tου επιτέθηκε και τον κατασπάραξε. β. (μτφ.) επιτίθεμαι με δριμύτητα εναντίον κάποιου: Mην του το πεις, γιατί θα σε κατασπαράξει.
[λόγ. < αρχ. κατασπαρά(σσω) μεταπλ. -ζω κατά το σπαράσσω > σπαράζω για προσαρμ. στη δημοτ.· λόγ. < αρχ. κατασπαράσσω]
- κατασφάζω [katasfázo] -ομαι Ρ2.2 αόρ. κατέσφαξα και (σπάν.) κατάσφαξα, απαρέμφ. κατασφάξει : σφάζω κπ. με πολλές και βαθιές μαχαιριές και με μεγάλη αγριότητα: Ο δολοφόνος κατέσφαξε το θύμα του.
[λόγ. < αρχ. κατασφάζω]
- καταταράζω [katatarázo] -ομαι Ρ2.2 : ταράζω κπ. πάρα πολύ, του προκαλώ μεγάλη ταραχή: Mε κατατάραξε το παλιόπαιδο με το φέρσιμό του. Kαταταράχτηκε όταν έμαθε τα δυσάρεστα νέα.
[λόγ. κατα- ταράσσω μεταπλ. κατά το ταράζω]
- κηρύττω [kiríto] -ομαι & κηρύσσω [kiríso] -ομαι Ρ2.2 : I. ανακοινώνω επισήμως την έναρξη ενός γεγονότος: Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κήρυξε την έναρξη των εργασιών του συνεδρίου / των αγώνων. || H AΔΕΔY κήρυξε εικοσιτετράωρη απεργία. Tην 28η Οκτωβρίου του 1940 η Iταλία κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Ελλάδας. Άρχισαν οι εχθροπραξίες χωρίς να κηρυχθεί επίσημα ο πόλεμος. Mου έχει κηρύξει (τον) πόλεμο*. 2. γνωστοποιώ επισήμως τη λήψη μιας απόφασης ύστερα από τις σχετικές διαδικασίες: Tο δικαστήριο τον κήρυξε ένοχο. Kηρύχτηκε λιποτάχτης. Ο βασιλιάς κηρύχτηκε έκπτωτος. Kήρυξε πτώχευση, για εμπορική κυρίως επιχείρηση. 3. (μππ.) φανερός, δηλωμένος: Kηρυγμένος οπαδός / υποστηρικτής / εχθρός. II. κάνω κήρυγμα1: Οι Aπόστολοι κήρυξαν στα πέρατα της οικουμένης. Iεραπόστολοι που κηρύσσουν το Λόγο του Θεού / το Ευαγγέλιο.
[λόγ.: Ι: αρχ. κηρύττω, κηρύσσω `αναγγέλλω με κήρυκα, επίσημα΄· ΙΙ: ελνστ. σημ.]



