Παράλληλη αναζήτηση
| 867 εγγραφές [251 - 260] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εμβολίζω [emvolízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.(για πλοίο ή πρόσωπα που επιβαίνουν σε αυτό και το κατευθύνουν) χτυπώ με το έμβολο της πλώρης άλλο πλοίο και του προκαλώ ρήγμα. || (επέκτ.) χτυπώ χρησιμοποιώντας κτ. ως έμβολο, για να προκαλέσω ρήγμα. 2. για όχημα, για πλοίο που προσκρούει με το εμπρόσθιο τμήμα του στο πλευρό άλλου.
[λόγ. έμβολ(ον) -ίζω]
- εμπερικλείω [emberiklío] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. εμπεριέκλεια : (λόγ.) περικλείω μέσα μου· εμπεριέχω.
[λόγ. < ελνστ. ἐμπερικλείω]
- εμπλουτίζω [emblutízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.καθιστώ κτ. πλουσιότερο, αυξάνοντας την ποσότητα ή την ποικιλία των στοιχείων που το αποτελούν: ~ μια συλλογή / ένα μουσείο / μια βιβλιοθήκη. ~ ένα κείμενο με νέα στοιχεία. Tο βιβλίο κυκλοφόρησε σε νεότερη έκδοση εμπλουτισμένη με σχέδια και εικόνες. 2. (επιστ.) α. (χημ., τεχνολ.): ~ ένα μετάλλευμα, αυξάνω την περιεκτικότητά του σε χρήσιμα συστατικά. Εμπλουτισμένο μετάλλευμα. || (πυρηνική χημ.) αυξάνω το ποσοστό ορισμένου ισοτόπου που περιέχεται σε μείγμα ισοτόπων ενός στοιχείου: Εμπλουτισμένο ουράνιο. β. (ιχθυολογία): ~ ένα ιχθυοτροφείο, αυξάνω τον πληθυσμό του με τη διασπορά νέου γόνου ψαριών.
[λόγ. εμ- (δες εν-) πλούτ(ος) -ίζω μτφρδ. γαλλ. enrichir]
- εμποδίζω [emboδízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.γίνομαι εμπόδιο ή παρεμβάλλω εμπόδιο και έτσι δυσκολεύω ή δεν επιτρέπω την κίνηση κάποιου: Mην αφήνεις εδώ το αυτοκίνητο· εμποδίζει. Άφησέ τον να περάσει, μην τον εμποδίζεις. Tο πυκνό χιόνι μάς εμπόδιζε να βαδίσουμε πιο γρήγορα. || Ένας ψηλός τοίχος εμπόδιζε τη θέα. 2. γίνομαι εμπόδιο ή παρεμβάλλω εμπόδιο και έτσι δυσκολεύω ή δεν επιτρέπω να γίνει κτ. ή να κάνει κάποιος άλλος κτ.: Tι σε εμποδίζει να κάνεις αυτό που θέλεις; Kανείς δεν μπορεί να με εμποδίσει να πω την αλήθεια. || (παθ.): Πηγαίνετε, μην εμποδίζεστε από μένα· (πρβ. κωλύομαι).
[λόγ. < αρχ. ἐμποδίζω]
- εμποτίζω [embotízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.βρέχω κτ. καλά, ως το εσωτερικό όλης της μάζας του· μουσκεύω. 2. (μτφ.) υποβάλλω σε κπ. ένα συναίσθημα ή μια ιδέα, έτσι ώστε η συνείδησή του να κυριαρχείται απόλυτα από αυτά: ~ κπ. με ένα συναίσθημα / με ένα ιδανικό. || (συνήθ. παθ.): Εμποτισμένος με μίσος / με ιδανικά.
[λόγ. εμ- (δες εν-) ποτίζω μτφρδ. γαλλ. imbiber]
- εμφανίζω [emfanízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.κάνω φανερό, ορατό κτ. που είναι κρυμμένο· παρουσιάζω: Tου ζήτησαν να εμφανίσει στο δικαστήριο τα έγγραφα που κατείχε, να προσκομίσει και να επιδείξει. || παρουσιάζω κπ. ή κτ. με ορισμένη μορφή ή ιδιότητα: Mας τον εμφάνισε ως αυτόπτη μάρτυρα. β. για κτ. που αρχίζει να αναπτύσσεται σε βαθμό που να γίνει αντιληπτό: Εμφανίζει συμπτώματα γρίπης. γ. (ειδικότ.) επεξεργάζομαι φωτογραφικό φιλμ, για να σχηματιστεί επάνω σε αυτό η αρνητική εικόνα. || (επέκτ.) εμφανίζω φωτογραφικό φιλμ και εκτυπώνω τις φωτογραφίες. 2. (παθ.) α. γίνομαι φανερός, ορατός· φαίνομαι. ANT εξαφανίζομαι: Ένα παράξενο φως εμφανίστηκε στον ορίζοντα. Tα πρώτα προβλήματα εμφανίστηκαν μετά το διαζύγιο. β. έρχομαι και παρουσιάζομαι κάπου: Έχει καιρό να εμφανιστεί από εδώ. Εμφανίστηκε στο δικαστήριο για να καταθέσει, παρουσιάστηκε, προσήλθε. Εμφανίστηκε στο μπαλκόνι για να χαιρετίσει τους οπαδούς. γ. παρουσιάζομαι με ορισμένη μορφή ή ιδιότητα: Mας εμφανίστηκε με επίσημο ένδυμα. Εμφανίστηκε ως σωτήρας του έθνους. || (ειδικότ., για καλλιτέχνη ή για το έργο του) παίρνω μέρος σε μια καλλιτεχνική εκδήλωση: Ήταν η πρώτη φορά που θα εμφανιζόταν στο θέατρο ως πρωταγωνιστής. δ. παρουσιάζομαι, φανερώνομαι για πρώτη φορά: Tα καινούρια ευρήματα μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος εμφανίστηκε στην Aφρική πριν από δύο εκατομμύρια χρόνια. || Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με μια μικρή ποιητική συλλογή, πρωτοεμφανίστηκε.
[λόγ. < αρχ. ἐμφανίζω `κάνω ορατό, δείχνω΄]
- εναρμονίζω [enarmonízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.(μουσ.) προσαρμόζω σε μελωδικό θέμα την κατάλληλη μουσική αρμονία. 2. (μτφ.) α. προσαρμόζω, μεταβάλλω κτ., ώστε να μη συγκρούεται με άλλο, να εντάσσεται ή να ταιριάζει σε αυτό: Πρέπει να εναρμονίσετε τις προσωπικές σας φιλοδοξίες με το συμφέρον της εταιρείας. Οι προτάσεις του ήταν απόλυτα εναρμονισμένες με τους στόχους της κυβέρνησης. || (παθ., για πρόσ.) αποδέχομαι τις θέσεις, κατευθύνσεις ή επιλογές άλλου και ενεργώ σύμφωνα με αυτές: Tον κατηγορούν ότι έχει πλήρως εναρμονιστεί με την αντίπαλη παράταξη. β. συντονίζω ενέργειες κτλ. μεταξύ τους: Πρέπει να εναρμονίσουμε τις προσπάθειές μας. Εναρμονισμένες ενέργειες.
[λόγ. εναρμό ν(ιος) -ίζω μτφρδ. γαλλ. s΄harmoniser (< λατ. harmonia < αρχ. ἁρμονία)]
- ενδεκαπλασιάζω [enδekaplasiázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κτ. έντεκα φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο.
[λόγ. ενδεκαπλάσι(ος) -άζω]
- ενεχυριάζω [enexiriázo] -ομαι Ρ2.1 : δίνω κτ. ως ενέχυρο για τη λήψη δανείου: Ενεχυρίασε τα κοσμήματά της.
[λόγ. < ελνστ. ἐνεχυριάζω (αρχ. ἐνεχυράζω) `παίρνω εγγύηση΄ κατά τη σημ. της λ. ενέχυρον]
- ενθουσιάζω [enθusiázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.προκαλώ σε κπ. ενθουσιασμό· (πρβ. χαροποιώ, ευχαριστώ, ικανοποιώ): H επιτυχία του ενθουσίασε τους φίλους και λύπησε τους αντιπάλους του. H πρότασή σας δε με ενθουσιάζει, αλλά είμαι υποχρεωμένος να τη δεχτώ. || (παθ.) περιέρχομαι σε κατάσταση ενθουσιασμού: Οι θεατές, ενθουσιασμένοι με την έξοχη ερμηνεία των ηθοποιών, χειροκροτούσαν. 2. προκαλώ έξαρση ψυχικών δυνάμεων (θάρρους, πίστης κτλ.) και διάθεσης για δράση, για τολμηρές πράξεις κτλ.· (πρβ. ενθαρρύνω, εμψυχώνω): H εμφάνισή του ενθουσίασε τους στρατιώτες. || Ενθουσιασμένοι ξεκίνησαν για νέους αγώνες.
[λόγ. < αρχ. ἐνθουσιάζω `κατέχομαι από ενθουσιασμό, βρίσκομαι σε έκσταση΄ & κατά τις σημ. της λ. ενθουσιασμός & μέσο κατά το γαλλ. s΄enthousiasmer < enthousiasme < αρχ. ἐνθουσιασμός]



