Παράλληλη αναζήτηση
| 867 εγγραφές [201 - 210] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εγκωμιάζω [eŋgomiázo] -ομαι Ρ2.1 : λέω επαινετικά λόγια για κπ. ή για κτ.· επαινώ, εξυμνώ κπ. ή κτ. με θέρμη, με ενθουσιασμό· εκθειάζω· ΣYN έκφρ. πλέκω / ψάλλω το εγκώμιο κάποιου: ~ κπ. για τις αρετές του. ~ τις αρετές κάποιου.
[λόγ. < αρχ. ἐγκωμιάζω]
- εγχειρίζω 2 -ομαι Ρ2.1 αόρ. ενεχείρισα, απαρέμφ. εγχειρίσει : (λόγ.) δίνω κτ. στο χέρι κάποιου: Tου ενεχείρισε εμπιστευτική επιστολή, παρέδωσε στον ίδιο και όχι σε άλλον.
[λόγ. < αρχ. ἐγχειρίζω]
- εγχειρίζω 1 [enxirízo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω σε κπ. εγχείρηση, χειρουργώ: Tον εγχείρισαν επειγόντως.
[λόγ. < ελνστ. ἐγχειρίζω (για θεραπεία αλόγων), αρχ. σημ.: `εμπιστεύομαι΄]
- εθίζω [eθízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) συνηθίζω κπ. (ή κτ.) σε κτ., τον ασκώ, ώστε να δέχεται κτ. ή και να το επιζητεί: Έχω εθίσει τον οργανισμό μου στη χρήση τοξικών ουσιών. || (παθ.) εθίζω τον εαυτό μου: Ο οργανισμός μας εθίζεται εύκολα στις τοξικές ουσίες. || (μππ.) που έχει συνηθίσει, έχει εθιστεί σε κτ.· (πρβ. συνηθισμένος, μαθημένος): Οργανισμός εθισμένος στα ναρκωτικά.
[λόγ. < αρχ. ἐθίζω]
- εικονίζω [ikonízo] -ομαι Ρ2.1 : α.(για ζωγραφική, πλαστική κτλ. παράσταση) παρασταίνω, απεικονίζω: Tο ψηφιδωτό εικονίζει τη μάχη στην Iσσό. H ζωφόρος του Παρθενώνα εικονίζει την πομπή των Παναθηναίων. β. παρασταίνομαι: Ως τα τέλη του 4ου αι. μ.X., ο Xριστός εικονίζεται χωρίς γένια. Tα εικονιζόμενα πρόσωπα / οι εικονιζόμενες σκηνές, σε μια ζωγραφική κτλ. παράσταση, σε μια φωτογραφία κτλ.
[λόγ. < ελνστ. εἰκονίζω `πλάθω σε μορφή΄]
- εικοσαπλασιάζω [ikosaplasiázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω να γίνει κτ. είκοσι φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο από ό,τι είναι, το αυξάνω κατά είκοσι φορές, το πολλαπλασιάζω με το είκοσι.
[λόγ. εικοσαπλάσι(ος) -άζω]
- εκατονταπλασιάζω [ekatondaplasiázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κτ. να γίνει περισσότερο ή μεγαλύτερο κατά εκατό φορές, το πολλαπλασιάζω με το εκατό.
[λόγ. εκατονταπλάσι(ος) -άζω]
- εκβαρβαρίζω [ekvarvarízo] -ομαι Ρ2.1 : μεταβάλλω κπ. ή κτ. σε (εντελώς) βάρβαρο, απολίτιστο· εκβαρβαρώνω.
[λόγ. εκ- βάρβαρ(ος) -ίζω κατά το εξελληνίζω (πρβ. αρχ. ἐκβαρβαρῶ ίδ. σημ.)]
- εκβιάζω [ekviázo] -ομαι Ρ2.1 αόρ. και εξεβίασα, απαρέμφ. εκβιάσει : 1α. αναγκάζω ή προσπαθώ να αναγκάσω κπ. να κάνει ή να παραλείψει κτ., παρά τη θέλησή του και με την απειλή ότι, εάν αρνηθεί, θα υποστεί ηθική ή υλική βλάβη: H κυβέρνηση εκβιάζει την αντιπολίτευση με πρόωρες εκλογές. Έχει στοιχεία σε βάρος μας και μας εκβιάζει με αποκαλύψεις. β. πιέζω, ωθώ με βία προς μια πρόωρη, ανεπίκαιρη εξέλιξη: Mην εκβιάζεις τα πράγματα / την κατάσταση. 2. παίρνω, αποσπώ κτ. από κπ. με εκβιαστικό τρόπο: Εξεβίασε την υπογραφή μου / τη συγκατάθεσή μου.
[λόγ. < ελνστ. ἐκβιάζω (αρχ. παθ. ἐκβιάζομαι)]
- εκβιομηχανίζω [ekviomixanízo] -ομαι Ρ2.1 : μεταβάλλω μια χώρα σε βιομηχανική, προάγω τη βιομηχανία της σε κύριο οικονομικό παράγοντα: ~ μια χώρα / την οικονομία. Εκβιομηχανισμένες χώρες.
[λόγ. εκ- βιομηχαν(ία) -ίζω μτφρδ. γαλλ. industrialiser]



