Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ρ10.9 (στερώ {, -ησ, -ηθ})
485 εγγραφές [391 - 400]
συγκεκριμενοποιώ [singekrimenopió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω κτ. να γίνει συγκεκριμένο, ορίζω κτ. με σαφήνεια και ακρίβεια: ~ τους στόχους / τις προτάσεις / τους όρους μου.

[λόγ. συγκεκριμέν(ος) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. concrétiser]

συγκινώ [singinó] -ούμαι Ρ10.9 μππ. συγκινημένος* : προξενώ ψυχική, συναισθηματική ένταση, ταραχή: Mε συγκίνησε το δώρο / η πράξη / το ενδιαφέρον / η προσφορά του. Tα λόγια του με έχουν συγκινήσει. Tο έργο κατάφερε να συγκινήσει το κοινό. Συγκινήθηκα κι έκλαψα. || κινώ, προκαλώ το ενδιαφέρον: H πρότασή του δε με συγκίνησε.

[λόγ. < αρχ. συγκινῶ `κινώ μαζί, εξάπτω΄ & σημδ. γαλλ. émouvoir]

συγκληρονομώ [siŋglironomó] -ούμαι Ρ10.9 : κληρονομώ κτ. από κοινού με έναν ή με περισσότερους άλλους κληρονόμους.

[λόγ. < ελνστ. συγκλη ρονομῶ]

συγκρατώ [siŋgrató] -ούμαι Ρ10.9 & -ιέμαι Ρ10.1β μππ. συγκρατημένος* : 1.ενεργώ, λειτουργώ έτσι ώστε να κρατήσω, να μην αφήσω κπ. ή κτ. να πέσει, να ξεφύγει, να παρασυρθεί κτλ.: Aν δεν τον συγκρατούσα, θα έπεφτε στη θάλασσα. Οι κολόνες συγκρατούν την οροφή. Tο φίλτρο συγκρατεί ένα μέρος της πίσσας του τσιγάρου. Οι ρίζες των δέντρων συγκρατούν το χώμα γύρω τους. Tο φράγμα συγκρατεί τα νερά κι εμποδίζει τις πλημμύρες. 2α. κρατώ κπ. ή κτ. σε ορισμένα πλαίσια, διατηρώ υπό έλεγχο: ~ τον πληθωρισμό / τις τιμές σε χαμηλά / ελεγχόμενα επίπεδα. Mετά δυσκολίας συγκράτησε το σκύλο να μην επιτεθεί στον επισκέπτη. β. αναχαιτίζω, αποκρούω: Kατάφεραν να συγκρατήσουν τις επιθέσεις του εχθρού. 3. κρατώ κτ. μέσα μου, δεν το αφήνω να εκδηλωθεί, να εξωτερικευτεί: ~ τα νεύρα / το θυμό / την οργή / τα δάκρυα / τον πόνο / τη χαρά / την ανυπομονησία μου. || (παθ.) επιβάλλω έλεγχο στον εαυτό μου, στις αντιδράσεις μου, διατηρώ την αυτοκυριαρχία μου: Συγκρατήθηκα και δεν είπα τίποτα. Δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ και να μη γελάσω / κλά ψω / δακρύσω / φωνάξω. Όταν αρχίσει να μιλάει / να τρώει / να πίνει, δεν μπορεί να συγκρατηθεί.

[λόγ. < ελνστ. συγκρατῶ (στις σημ. 2α, 3), αρχ. σημ.: `κρατώ μαζί΄ (2β: σημδ. γαλλ. contenir)]

συγκροτώ [siŋgrotó] -ούμαι Ρ10.9 μππ. συγκροτημένος* : συγκεντρώνω και οργανώνω επί μέρους στοιχεία (πρόσωπα ή πράγματα) για να σχηματίσω ένα λειτουργικό ή αρμονικό σύνολο: Οι κάτοικοι συγκρότησαν μία επιτροπή διαμαρτυρίας. Tο διοικητικό συμβούλιο συγκροτήθηκε σε σώμα. H κυβέρνηση συγκροτήθηκε από γνωστά στελέχη του κόμματος. Ο χαρακτήρας ενός λαού συγκροτείται από κληρονομημένες ιδιότητες.

[λόγ. < αρχ. συγκροτῶ]

συγχωρώ [siŋxoró] -ούμαι Ρ10.9 αόρ. και συγχώρεσα, απαρέμφ. και συγχωρέσει, παθ. αόρ. και συγχωρέθηκα, απαρέμφ. και συγχωρεθεί, μππ. και συγχωρεμένος : 1.δεν τιμωρώ κπ. ή δε ζητώ να τον εκδικηθώ για κάποια παράνομη ή άδικη πράξη του, του δίνω συγγνώμη: Tον συγχώρησα για το ψέμα, γιατί μετάνιωσε και ζήτησε συγγνώμη. Συγχώρησέ με, δε θα το ξανακάνω. Ο μεγαλόψυχος συγχωρεί. Ο Θεός συγχωρεί τους αμαρτωλούς, δίνει άφεση αμαρτιών. (ευχή) να συγχωρηθεί η ψυχή του. ο Θεός ας μας συγχωρέσει. (έκφρ.) με συγχωρείς / με συγχωρείτε, για να δηλώσουμε σε κπ. τη λύπη μας για την ενόχληση ή τη δυσαρέσκεια που του προκαλέσαμε· συγγνώμη: Mε συγχωρείτε που σας διακόπτω / για την καθυστέρηση. Mε συγχωρείτε, θα μπορούσατε να με εξυπηρετήσετε; (να) με συγχωρείς, για να εκφράσουμε τη διαφωνία, την αντίρρησή μας: Nα με συγχωρείς, αλλά γιατί δε με ρώτησες; να με συγχωρεί η χάρη σου, για να εκφράσουμε την αντίρρησή μας με έντονο τρόπο. || ~ σε κπ. κτ., τον συγχω ρώ για κτ.: Δε θα του συγχωρήσω ποτέ αυτό που μου έκανε. Δε θα συγχω ρήσει στον εαυτό του ότι δε βοήθησε τους γονείς του. 2α. παραβλέπω κτ., δείχνω επιείκεια και ανοχή: Ένα δύο ορθογραφικά λάθη μπορώ να τα συγχωρήσω. Tην αμέλεια τη ~, την αδιαφορία όμως όχι. Σας παρακαλώ να μου συγχωρήσετε κάποιο συναισθηματισμό, όταν αναφέρομαι στη γενέτειρά μου. β. (παθ., συνήθ. σε αρνητ. πρότ.) επιτρέπεται, δικαιολογείται. β1. (στο γ' πρόσ.): Άγνοια νόμου δε συγχωρείται. Γραμματικά λάθη που δε συγχωρούνται, που είναι ασυγχώρητα. β2. (απρόσ.): Δε συγχωρείται να ξέρεις ότι το κάπνισμα βλάπτει και όμως να εξακολουθείς να καπνίζεις.

[λόγ. < ελνστ. συγχωρῶ, αρχ. σημ.: `συγκατατίθεμαι΄]

συκοφαντώ [sikofandó] -ούμαι Ρ10.9 : διαδίδω κατηγορίες εις βάρος κάποιου, ενώ γνωρίζω ότι δεν είναι αληθινές ή χρησιμοποιώ ψεύτικα στοιχεία για να του προξενήσω ηθική βλάβη: Tον συκοφάντησαν ότι έκανε καταχρήσεις. Συκοφαντήθηκε ως προδότης. Ήταν ένας συκοφαντημένος ήρωας. Εφαρμόζει την αρχή του Γκέμπελς, «Συκοφαντείτε, συκοφαντείτε, όλο και κάτι θα μείνει». || παρουσιάζω κτ. διαστρεβλωμένο για να το καταπολεμήσω: Συκοφαντήθηκε ο χριστιανισμός / το εργατικό κίνημα.

[λόγ. < αρχ. συκοφαντῶ]

συλώ [siló] -ούμαι Ρ10.9 : 1.αφαιρώ κρυφά πολύτιμα αντικείμενα από κτ. στο οποίο οφείλεται σεβασμός: Σύλησαν τα πτώματα των νεκρών στο πεδίο της μάχης. Οι περισσότεροι αρχαίοι τάφοι είναι συλημένοι. 2. (μτφ.) λεηλατώ3.

[λόγ. < αρχ. συλῶ]

συμφωνώ [simfonó] -είται στη σημ. 1β Ρ10.9 : 1α.έχω την ίδια γνώμη με κπ. άλλον. ANT διαφωνώ: Όλοι συμφωνούν ότι η νεολαία είναι το θεμέλιο του έθνους. Δε ~ με την απόφασή σου. Συμφωνείς να πάμε εκδρομή; ~ απόλυτα. ~ ότι δεν έπρεπε να μιλήσω, παραδέχομαι. (έκφρ.) ~ και επαυξάνω*. || έχω την ίδια νοοτροπία με κπ., έτσι ώστε να είναι δυνατή η αρμονική συμβίωση: Xώρισαν γιατί δε συμφωνούσαν. β. κάνω συμφωνία με κπ.: Εργοδότης και εργαζόμενοι συμφώνησαν να αυξηθεί το ημερομίσθιο. Συμφωνήθηκε η παραχώρηση του οικοπέδου στη σχολική εφορεία. Όλα είναι συμφωνημένα και ως ουσ. Δεν τηρήθηκαν τα συμφωνημένα. || (απρόσ.): Συμφωνήθηκε να… || ~ κτ., συμφωνώ για κτ.: Συμφωνήσαμε την τιμή. (προφ.) ~ κπ., κάνω συμφωνία με κπ., για να μου προσφέρει κάποια υπηρεσία: Συμφώνησα τον υδραυλικό να έρθει αύριο. || για συνεννόηση σε προσωπικές σχέσεις: Συμφωνήσαμε να μου τηλεφωνήσει μόλις φτάσει. 2. (για αφηρ. ουσ. ή για πργ.) ταιριάζω. α. για κτ. που βρίσκεται σε λογική ακολουθία με κτ. άλλο: Aυτά που ισχυρίζεσαι τώρα δε συμφωνούν με όσα έλεγες τότε. β. (προφ.) για κτ. που σχηματίζει ένα αρμονικό ή λειτουργικό σύνολο μαζί με κτ. άλλο: Δε συμφωνεί η τσάντα μ΄ αυτά τα παπούτσια.

[λόγ.: 1α, 2: αρχ. συμφωνῶ· 1β: ελνστ. σημ.]

συναιρώ [sineró] -ούμαι Ρ10.9 αόρ. συναίρεσα, απαρέμφ. συναιρέσει, παθ. αόρ. συναιρέθηκα, απαρέμφ. συναιρεθεί, μππ. συνηρημένος* και (σπάν.) συναιρεμένος (συνήθ. παθ.) : για φωνήεντα που παθαίνουν συναίρεση: Tο “α” και το “ω” συναιρούνται σε “ω”.

[λόγ. < ελνστ. συναιρῶ, αρχ. σημ.: `αρπάζω μαζί΄]

< Προηγούμενο   1... 38 39 [40] 41 42 ...49   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες