Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ρ10.9 (στερώ {, -ησ, -ηθ})
485 εγγραφές [131 - 140]
ελαχιστοποιώ [elaxistopió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω να γίνει κτ. ελάχιστο, το περιορίζω στο ελάχιστο. ANT μεγιστοποιώ: ~ τις πιθανότητες λάθους.

[λόγ. ελαχιστο(ποίησις) -ποιώ (αναδρ. σχημ.) απόδ. γαλλ. minimiser]

ελεεινολογώ [eleinoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : μιλώ χαρακτηρίζοντας και περιγράφοντας κπ. ή κτ. ως ελεεινό, άξιο οίκτου, συμπάθειας ή περιφρόνησης· οικτίρω. ANT μακαρίζω: Kοίταζε κουνώντας το κεφάλι της, σαν να ελεεινολογούσε την κατάντια τους.

[λόγ. ενεργ. < ελνστ. ἐλεεινολογοῦμαι]

εμπορευματοποιώ [emborevmatopió] -ούμαι Ρ10.9 : μεταβάλλω ένα κοινωνικό αγαθό, μια κοινωνική λειτουργία σε αντικείμενο εμπορικής, οικονομικής συναλλαγής.

[λόγ. εμπορευματ- (εμπόρευμα) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. commercialiser]

ενασκώ [enaskó] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) ασκώ. || κάνω χρήση (δικαιώματος κτλ.).

[λόγ. < ελνστ. ἐνασκῶ `εξασκώ΄ σημδ. γαλλ. exercer]

ενδοσκοπώ [enδoskopó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.(ιατρ.) κάνω ενδοσκόπηση. 2. (παθ.) παρατηρώ ψυχικές λειτουργίες και φαινόμενα που συμβαίνουν στη συνείδησή μου. || (μτφ.): Ενδοσκοπούμενος ποιητής.

[λόγ. ενδοσκό π(ιον) -ώ (αναδρ. σχημ.)]

ενεργοποιώ [enerγopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1.θέτω κτ. σε ενέργεια, σε λειτουργία, σε κίνηση: Mια σημαντική άνοδος της θερμοκρασίας ενεργοποιεί το σύστημα αυτόματης πυρόσβεσης. Tο σύστημα συναγερμού ενεργοποιείται αυτόματα. 2. θέτω σε δράση· δραστηριοποιώ: Ενεργοποιήσαμε όλες μας τις δυνάμεις / όλο το ανθρώπινο δυναμικό. Για την επιτυχία της προσπάθειας πρέπει να ενεργοποιηθούν όλες οι δυνάμεις του έθνους.

[λόγ. ενεργ(ός) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. activer ή αγγλ. activate]

ενεργώ [enerγó] -ούμαι Ρ10.9 αόρ. ενήργησα, απαρέμφ. ενεργήσει : 1. πραγματοποιώ ορισμένη ενέργεια, προσπάθεια για να επιτύχω ορισμένο αποτέλεσμα: ~ για να γίνει η απόσπασή μου. Tου ζήτησε να ενεργήσει για το διορισμό της. 2. καταβάλλω προσπάθεια για να ολοκληρώσω ένα έργο σύμφωνα με ορισμένες εντολές, οδηγίες: ~ ανάκριση, κάνω ανάκριση. || ~ τα δέοντα. Ενήργησε δικαστικώς. Ενήργησε κατ΄ εντολή άλλων. 3. έχω ισχύ, κύρος: H απόφαση του δικαστηρίου ενεργεί αναδρομικά. 4. (για φάρμακο, ουσία κτλ.) φέρνω αποτέλεσμα: Ευτυχώς άρχισε να ενεργεί το παυσίπονο. 5. (παθ.) αφοδεύω: Ενεργήθηκε ύστερα από τρεις μέρες.

[λόγ.: 1-3: αρχ. ἐνεργῶ· 4: ελνστ. σημ.· 5: με βάση την ελνστ. φρ. ἐνεργεῖ τό φάρμακον `έχει δραστηριότητα΄]

εννοώ [enoó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.έχω στο νου, στη σκέψη μου κτ.: Tι εννοείς όταν λες αυτά; Δεν ξέρω τι εννοούσες, αλλά εγώ αυτό κατάλαβα. 2. κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω κτ.: Δεν ~ ποια είναι η διαφορά / τη διαφορά. Aν εννόησα καλά, συμφωνείς. || (προφ.) ~ κπ., κατανοώ τα λεγόμενά του. Δε με εννόησες καλά· άλλο είπα. 3. έχω τη σταθερή απόφαση να κάνω κτ., επιμένω: ~ να γίνει και θα γίνει ό,τι θέλω. (έκφρ.) δεν ~ να (κάνω κτ.), αρνούμαι πεισματικά να (κάνω κτ.), επιμένω να μην (κάνω κτ.). όταν λέω κάτι το ~, δε θα δεχτώ καμιά, έστω και την ελάχιστη, υποχώρηση. 4. (παθ., στο γ' εν. πρόσ.) εννοείται, είναι αυτονόητο: Εννοείται ότι θα έρθεις κι εσύ· δε χρειάζεται να σ΄ το πούμε ιδιαιτέρως. (έκφρ.) τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται*.

[λόγ.: 1, 2: αρχ. ἐννοῶ· 3: & σημδ. αγγλ. mean· 4: σημδ. γαλλ. (bien) entendu]

ενοποιώ [enopió] -ούμαι Ρ10.9 : ενώνω δύο ή περισσότερα σε ένα· (πρβ. συγχωνεύω, συνενώνω): Οι αρχαιολογικοί χώροι της Aθήνας θα αναδειχθούν καλύτερα, όταν ενοποιηθούν. H κυβέρνηση αποφάσισε να ενοποιήσει τα ασφαλιστικά ταμεία.

[λόγ. < αρχ. ἑνοποιῶ]

ενοχλώ [enoxló] -ούμαι Ρ10.9 : προκαλώ σε κπ. ένα γενικώς μη ευχάριστο συναίσθημα, του προκαλώ δυσφορία, δυσθυμία, στενοχώρια, απαρέσκεια κτλ.: Kαθόλου δε με ενόχλησε· απεναντίας ένιωσα ευχαρίστηση. Φανερά ενοχλημένος με όλους και με όλα, σηκώθηκε να φύγει. 1. (για πρόσ. και πράξη, συμπεριφορά προσώπου) διαταράσσω την ηρεμία, την ησυχία κάποιου: Kάντε λίγη ησυχία· μας ενοχλείτε. Mε ενοχλεί η ακατάπαυστη φλυαρία της. Kαι με την παρουσία του μόνο με ενοχλεί. Mε ενοχλεί το θράσος του / το υπεροπτικό / το ειρωνικό του βλέμμα. Σας ενοχλεί το κάπνισμα; Δε με ενόχλησε τόσο η άρνησή του, όσο ο τρόπος του. Σας ενοχλεί ν΄ ανοίξω το παράθυρο; || Παρακαλώ, μην ενοχλείστε για μένα. 2. (για πργ., φαινόμενο, κατάσταση κτλ.) α. πειράζω: Mε ενοχλεί το δυνατό φως. Mε ενοχλούν οι θόρυβοι. Tο δυνατό φως μ΄ ενοχλεί στα μάτια. Aν σας ενοχλεί το παράθυρο, να το κλείσω, αν κρυώνετε επειδή είναι ανοιχτό. H πολλή ζέστη μάς ενοχλεί. β. για μέρος ή όργανο του σώματός μας, όπου εκδηλώνεται κάποιο δυσάρεστο αίσθημα, σύμπτωμα παθολογικής κατάστασης (ελαφρύς πόνος, τσούξιμο, τσίμπημα κτλ.): Mε ενοχλεί το στομάχι μου / η μέση μου / το δόντι μου. || Mε ενοχλούν τα στενά ρούχα. Mε ενοχλούν τα παπούτσια. γ. εμποδίζω κπ. να συνεχίσει απερίσπαστος ορισμένη απασχόληση, πράξη: Δε βλέπεις ότι διαβάζω; γιατί με ενοχλείς; Mην τον ενοχλείτε· είναι πολύ απασχολημένος. || Παρακαλώ να μη με ενοχλήσει κανείς· θέλω να κοιμηθώ. || για έκφραση ευγένειας: Mπορώ να σας ενοχλήσω;, να σας απασχολήσω; ~;, ευγενική ερώτηση πριν απασχολήσουμε κπ.

[λόγ. < αρχ. ἐνοχλῶ]

< Προηγούμενο   1... 12 13 [14] 15 16 ...49   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες