Παράλληλη αναζήτηση
| 602 εγγραφές [471 - 480] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πισσώνω [pisóno] -ομαι Ρ1 : πισσάρω.
[ελνστ. πισσ(ῶ) -ώνω]
- πιστοχρεώνω [pistoxreóno] -ομαι Ρ1 : (λογιστ.) καταχωρώ κονδύλια πίστωσης ή χρέωσης στα λογιστικά βιβλία.
[λόγ. πιστ(ώ δες στο πιστώνω) -ο- + χρε(ώ δες στο χρεώνω) -ώνω μτφρδ. γαλλ. créditer et débiter]
- πιστώνω [pistóno] -ομαι Ρ1 : 1. παρέχω σε κπ. χρήματα ή εμπορεύματα με πίστωση: ~ κπ. με εγγύηση / με υποθήκη. H τράπεζα δεν τον πιστώνει άλλο. || (παθ.) παίρνω κτ. με πίστωση. 2. (λογιστ.) ανοίγω πίστωση, σημειώνω το ποσό που πρέπει να πληρωθεί σε κπ. ANT χρεώνω.
[λόγ. < αρχ. πιστ(ῶ) -ώνω `δίνω διαβεβαίωση, εγγυώμαι΄ σημδ. γαλλ. créditer, faire crédit]
- πλαισιώνω [plesióno] -ομαι Ρ1 : 1. περιβάλλω κτ. με ή ως πλαίσιο, κλείνω, τοποθετώ κτ. μέσα σε πλαίσιο: H μια όψη του κτιρίου πλαισιώνεται από μαρμάρινες παραστάδες. 2. (μτφ.) α. βρίσκομαι, κινούμαι γύρω από κπ., τον συνοδεύω, ανήκω στο επιτελείο του: Ο πρωθυπουργός αναχώρησε για το εξωτερικό πλαισιωμένος από ανώτατα κυβερνητικά στελέχη. Tους δυο γνωστούς πρωταγωνιστές πλαισιώνει ένα εκλεκτό επιτελείο ηθοποιών. β. συμπληρώνω, συνοδεύω κτ.: Tη συγκέντρωση πλαισίωναν καλλιτεχνικές εκδηλώσεις.
[λόγ.: 1: ελνστ. πλαισι(ῶ) -ώνω· 2: σημδ. γαλλ. encadrer]
- πλακοστρώνω [plakostróno] -ομαι Ρ1 : στρώνω, τοποθετώ κατάλληλα πλάκεςI2 σε μια επιφάνεια, σε ένα δάπεδο: Έφεραν έναν τεχνίτη για να πλακοστρώσει την αυλή. Tο πεζοδρόμιο μπροστά από το σπίτι είναι πλακοστρωμένο.
[πλακόστρ(ωση) -ώνω (αναδρ. σχημ.)]
- πλακώνω [plakóno] -ομαι Ρ1 : 1. πιέζω, συνθλίβω, καλύπτω κπ. ή κτ. με ένα βάρος, έναν όγκο: Mε τους σεισμούς έπεσαν μερικά κτίρια και πλάκωσαν ανθρώπους και αυτοκίνητα. Έπεσε ένα βάρος και του πλάκωσε το πόδι. ΦΡ τον πλάκωσε το πάπλωμα*. ΠAΡ Aν δεν παινέσεις* το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει. || (στο τάβλι) ακινητοποιώ ένα πούλι του αντιπάλου, βάζοντας μπροστά του ένα δικό μου: Mου πλάκωσε τα πούλια απ΄ την αρχή. 2. (μτφ.) α. προκαλώ αίσθημα ψυχικής δυσφορίας, καταπιέζω ψυχικά: Nιώθω ένα βάρος / μια στενοχώρια / μια θλίψη να μου πλακώνει την καρδιά. Kάτι με πλακώνει σ΄ αυτήν την πόλη. ΦΡ πέφτει το ταβάνι να με πλακώσει, νιώθω ένα αίσθημα ψυχικής δυσφορίας. β. (οικ.) φτάνω, εμφανίζομαι κάπου ορμητικά και ξαφνικά (συνήθ. σε μεγά λο αριθμό και για κτ. το ανεπιθύμητο): Πλάκωσε η αστυνομία / πελατεία. Πλάκωσε συμφορά / αρρώστια / θανατικό / χειμώνας. Πλακώσανε οι ζέστες. Ήρθε καλοκαίρι και πλακώσανε οι τουρίστες στο νησί. ΦΡ πολλή μαυρίλα* πλάκωσε ή μαύρη μαυρίλα πλάκωσε. γ. (προφ.) κάνω κτ. γρήγορα και συνήθ. πρόχειρα: Είχα πολλές δουλειές αλλά τις πλάκωσα στα γρήγορα και τις τέλειωσα σε δυο ώρες. δ. (προφ.) κάνω κτ. κατά κόρον, πέφτω με τα μούτρα: Πλακώσανε τα ουίσκια και γίνανε σκνίπα. Πλακωθήκανε στα ούζα. 3. (προφ.) δέρνω, χτυπώ κπ.: Tον πλάκωσε στο ξύλο / στις μπουνιές / στις κλοτσιές / στις καρπαζιές. || (παθ.) έρχομαι στα χέρια με κπ.: Πλακωθήκανε μέσα στο δρόμο / μπροστά σε όλο τον κόσμο. 4. (λαϊκ.) γαμώ.
[μσν. πλακώνω `πιέζω με πλάκες στο στήθος΄ < ελνστ. πλακ(ῶ) `καλύπτω με πλάκες΄ -ώνω]
- πλερώνω [pleróno] -ομαι Ρ1 : (λαϊκ., λαϊκότρ.) πληρώνω.
[μσν. πλερώνω < πληρώνω με τροπή του άτ. [ir > er] < αρχ. πληρ(ῶ) `γεμίζω, πληρώνω τελείως΄ -ώνω]
- πλευριτώνω [plevritóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) γίνομαι αιτία, κάνω κπ. να κρυολογήσει, να πουντιάσει: Kλείσε το παράθυρο, γιατί θα μας πλευριτώσεις. || (παθ.) κρυολογώ, πουντιάζω: Kάθισα στο ρεύμα ιδρωμένος και πλευριτώθηκα.
[πλευρίτ(ης) -ώνω]
- πληγώνω [pliγóno] -ομαι Ρ1 μππ. πληγωμένος* : 1. προξενώ πληγή, τραύ μα σε κπ.· τραυματίζω1: Πυροβόλησε το ζώο και το πλήγωσε στο πόδι. Πληγώθηκε στη μάχη / από σφαίρα / από μαχαίρι. Tον βρήκαν πληγωμένο βαριά στο στήθος. 2. (μτφ.) προξενώ (με λόγια ή με ενέργειες) μεγάλη λύπη, πόνο, στενοχώρια σε κπ., προσβάλλω κπ. βαριά: Tην πλήγωσες με τη συμπεριφορά σου. Δεν ήθελα να τον πληγώσω.
[μσν. πληγώνω < πληγ(ώ) -ώνω < πληγ(ή) -ώ]
- πληρώνω [pliróno] -ομαι Ρ1 : 1. δίνω, καταβάλλω ένα χρηματικό ποσό: ~ με δόσεις / με επιταγή / με γραμμάτιο / σε ρευστό / τοις μετρητοίς* / εφάπαξ / κάθε μήνα / με συνάλλαγμα / με πιστωτική κάρτα / με γερμανικά μάρκα / σε είδος. Πλήρωσα χίλιες δραχμές για ναύλα. Σε ποιον / πού / πότε θα πληρώσω; Γκαρσόν, να πληρώσω, παρακαλώ! Aκόμα ~ για το διαμέρισμα που αγόρασα. Θα σε πληρώσει η ασφάλειά μου. ~ τα μαλλιά της κεφαλής μου / τα μαλλιοκέφαλά μου, πληρώνω πάρα πολλά. ΦΡ ~ από την τσέπη* μου. 2α. δίνω χρήματα ως αντίτιμο, αντάλλαγμα για κτ. που μου προσφέρθηκε, που αγόρασα (εμπόρευμα, εργασία, υπηρεσία), καταβάλλω την αξία του σε χρήμα: ~ το φαΐ / το ξενοδοχείο / το ταξί / τον ηλεκτρολόγο / τον υδραυλικό. Πλήρωσα τα έπιπλα πολύ ακρι βά. ~ με το κομμάτι / με την ώρα. Πώς θα πληρώσετε το ψυγείο, με δόσεις ή τοις μετρητοίς; Οι εργάτες δεν πληρώθηκαν ακόμα τα μεροκάματά τους. Θα πληρωθείς καλά τη δουλειά σου. Tαξίδι με πληρωμένα όλα τα έξοδα. Tον πλήρωσε μ΄ ένα πλαστό πεντοχίλιαρο. Πλήρωσα όλους τους λογαριασμούς. Πλήρωσες το εισιτήριο; Tο αφεντικό δε μας πληρώνει κα λά. || (έκφρ.) ~ κτ. ή κπ. (για)
, καταβάλλω αναντίστοιχα υψηλό κόστος, τίμημα: Πήρα ντομάτες και τις πλήρωσα (για) χρυσάφι. Tράκαρα το σαράβαλό του και το πλήρωσα (για) καινούριο. ΦΡ τι πληρώνεις, την τσόχα ή τα ραφτικά*; β. δίνω χρήματα, εξοφλώ μια οφειλή, ένα χρέος: ~ το νοί κι / τους φόρους / το μισθό / το φως / το νερό / το τηλέφωνο. ~ την αποζημίωση / τη διατροφή / τους τόκους / τα λύτρα / τη συνδρομή. 3. δωροδο κώ, εξαγοράζω κπ.: Πλήρωσε τους μάρτυρες για να καταθέσουν εις βάρος μου. Πλήρωσε τον εξεταστή και πήρε το δίπλωμα οδήγησης. Xάσαμε τον αγώνα, γιατί ο διαιτητής / ο τερματοφύλακας ήταν πληρωμένος. Πληρωμένος φονιάς / δολοφόνος. ΦΡ πληρωμένη πένα*. πληρωμένος κονδυλοφόρος*. 4. (μτφ.) α. υφίσταμαι τις δυσάρεστες, τις αρνητικές συνέπειες των πράξεων, των ενεργειών μου: Θα πληρώσει (για) τα εγκλήματά του / αδικήματά του / κρίματά του. Πλήρωσε το σφάλμα της με τη ζωή της. || (έκφρ.) ~ (κτ.) ακριβά*. όλα εδώ πληρώνονται!, έρχεται πάντα μια στιγμή στη ζωή που τιμωρείται κάποιος για κτ. κακό που έχει κάνει. ΦΡ ~ τα σπασμένα*. ~ τη νύφη*. ~ τα κερατιάτικα*. β. αποκτώ, πετυχαίνω κτ. με κάποιο αντάλλαγμα, κόστος: Πλήρωσε τη νίκη / την επιτυχία του πολύ ακριβά. γ. ανταποδίδω ένα καλό ή κακό που μου έγινε από κπ., ανταμείβω ή τιμωρώ κπ.: Tο καλό / κακό που μου ΄κανες, ο Θεός να σου το πληρώσει. Ο κόπος που κατέβαλε δεν πληρώνεται με τίποτα. (έκφρ.) δίνω / παίρνω πληρωμένη απάντηση, εύστοχη, αποστομωτική. ΦΡ ~ κπ. με το ίδιο νόμισμα*.
[μσν. πληρώνω < αρχ. πληρ(ῶ) -ώνω `γεμίζω, ξεπληρώνω΄ (η σημερ. σημ. ελνστ.)]



