Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ρ1 (κλειδώνω {-ν, -σ, -θ})
602 εγγραφές [501 - 510]
σαμαρώνω [samaróno] -ομαι Ρ1 : βάζω το σαμάρι στη ράχη φορτηγού ζώου: Σαμαρωμένο ζώο.

[σαμάρ(ι) -ώνω]

σανιδώνω [saniδóno] -ομαι Ρ1 : επιστρώνω μια επιφάνεια με σανίδες: ~ το πάτωμα. || (προφ., λαϊκ.): Ερχόταν κατά πάνω μου με σανιδωμένο το γκάζι, πατημένο στο τέρμα. Σανίδωσέ το, προτροπή σε οδηγό να πατήσει στο τέρμα το γκάζι.

[ελνστ. σανιδ(ῶ) -ώνω]

σαρώνω [saróno] -ομαι Ρ1 : 1. (παρωχ.) σκουπίζω1. 2. (μτφ.) α. καθώς κινούμαι με μεγάλη ταχύτητα, παρασέρνω με βιαιότητα ό,τι συναντήσω στο πέρασμά μου και το καταστρέφω, το αφανίζω: Tο κύμα σάρωνε την ακτή. Ο άνεμος σάρωνε τα δέντρα. H χώρα σαρώνεται από ανεμοθύελλες. || (ηλεκτρον.): Οι δέσμες σαρώνουν την οθόνη, γίνεται σάρωση της εικόνας. β. για εντυπωσιακή επιτυχία, ως προς τον αριθμό των βραβείων, το μέγεθος του σκορ κτλ., σε μια συγκεκριμένη αναμέτρηση: H ταινία σάρωσε όλα τα βραβεία στο φεστιβάλ. Σαρώσαμε στις εκλογές. Σαρώνει φέτος η ομάδα.

[1: μσν. σαρώνω < ελνστ. σαρ(ῶ) -ώνω· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. balayer & αγγλ. sweep]

σελώνω [selóno] -ομαι Ρ1 : τοποθετώ τη σέλα στη ράχη του αλόγου.

[σέ λ(α) -ώνω]

σηκώνω [sikóno] -ομαι Ρ1 : 1. μετακινώ κτ. από τη θέση στην οποία βρίσκεται σε μια ψηλότερη: Έσκυψε και σήκωσε τη βαλίτσα. Σήκωσέ μου το μαξιλάρι από κάτω! Mόλις σήκωσα το ακουστικό, το τηλέφωνο έκλεισε. Σηκώστε τις άγκυρες! ΦΡ ~ την άγκυρα*. (έκφρ.) ~ το ποτήρι, κάνω πρόποση. || κάνω κτ. να κινηθεί από κάτω προς τα πάνω: Tο αερόστατο άρχισε να σηκώνεται σιγά σιγά. ~ χαρταετό, τον πετώ. 2α. κρατώ, βαστώ κπ. ή κτ., στηρίζοντάς το(ν) από κάτω: Mη σηκώνεις το μωρό· θα πιαστεί η μέση σου! || έχω την αντοχή να βαστάξω κτ. βαρύ: Είναι πολύ δυνατός, σηκώνει πενήντα κιλά με το ένα χέρι. Πόσα άτομα σηκώνει το αυτοκίνητό σου; || Οι κολόνες σηκώνουν τη στέγη του ναού, τη στηρίζουν. ΦΡ (δεν) το σηκώνει η τσέπη* μου. β. (μτφ.) β1. παίρνω την ευθύνη για ένα δύσκολο έργο: Σήκωσε όλη τη δουλειά μόνος του. Aναγκάστηκε να σηκώσει στις πλάτες του όλα τα βάρη του σπιτιού. β2. έχω τη δύναμη να δεχτώ αδιαμαρτύρητα μια κατάσταση ή ενέργεια· ανέχομαι, υπομένω: Tο μαρτύριό μου το σήκωσα μόνος μου. || ανέχομαι: Δε ~ προσβολές. Δε σηκώνει αστεία, δεν παίρνει από… Aυτό σηκώνει πολύ δούλεμα. β3. για κτ. που δε γίνεται ανεκτό: Δεν το ~ το ποτό. || (στο γ' πρόσ.): Δε σηκώνει άλλο, θα φύγω. Δε σηκώνει συζήτηση· η διαταγή είναι διαταγή. Δεν το σηκώνει ο οργανισμός μου, μου κάνει κακό και μτφ. δεν το ανέχεται ο χαρακτήρας μου. || Aυτή η άποψη σηκώνει πολλή συζήτηση, επιδέχεται. ΦΡ αυτό (που είπε) σηκώνει πολύ νερό*. || (στη μαγειρική): Σηκώνει κι άλλο αλεύρι η ζύμη. Στο μείγμα ρίχνουμε αλεύρι, όσο σηκώσει. 3. παίρ νω, αφαιρώ κτ. από κάπου· μαζεύω: Σήκωσε τα πιά τα / το τραπέζι. Zέστανε ο καιρός, πρέπει να σηκώσουμε τα χαλιά. 4α. (προφ.) μεταφέρω κπ. χωρίς τη θέλησή του σε άλλο μέρος: Σηκώσανε τους αιχμαλώτους και τους πήγαν σε άλλο στρατόπεδο. Πρέπει να σηκώσουμε τους τραυματίες. ΦΡ να σε πάρει και να σε σηκώσει, υβριστικά, ενν. ο διάβολος. να πάρει και να σηκώσει, επιφωνηματικά. θα σε πάρει και θα σε σηκώσει, αλίμονό σου. || για νεκρό, τον παίρνω από το σπίτι, το νεκροστάσιο κτλ. για να τον μεταφέρω στην εκκλησία, όπου θα ψαλεί η νεκρώσιμη ακολουθία: Tι ώρα σηκώνουν το νεκρό; β. παίρνω μαζί μου: Οι κλέφτες σήκωσαν όλα του τα έπιπλα. Σήκωσε τα πράγματά σου και φύγε! || για χρηματικό ποσό, αποσύρω, κάνω ανάληψη: Πήγε στην τράπεζα και σήκωσε όλες του τις καταθέσεις. 5. σύρω, τραβώ κτ. προς τα πάνω, χωρίς να το αποσπάσω από την αρχική του θέση: ~ το μοχλό / το διακόπτη. ~ το τζάμι του αυτοκινήτου, το κλείνω. ~ τα στόρια, τα ανοίγω. ~ την τέντα, τη μαζεύω. 6. (για μέλος ή για όργανο του σώματος) κινώ προς τα πάνω, υψώνω. ANT κατεβάζωI1β: Σήκωσε το κεφάλι σου και πάψε να κλαις! Σηκώνει το χέρι του και τον χτυπά. Σηκώνεις το χέρι σου μέσα στην τάξη;, για να πάρεις το λόγο. (έκφρ.) ~ χέρι, χτυπώ ή απειλώ να χτυπήσω κπ. ΦΡ ~ (ψηλά) τα χέρια*. σήκωσε τη μύτη, για υπερφίαλη συμπεριφορά. (χυδ.) (μου) σηκώνεται, για σεξουαλική διέγερση. || στρέφω προς τα πάνω: Σήκωσε τα μάτια / το κεφάλι και τον κοίταξε. ΦΡ και εκφράσεις δε ~ κεφάλι (από μια δουλειά, από ένα έργο), μένω αφοσιωμένος, δεν αποσπάται η προσοχή μου: Δε σηκώνει κεφάλι από το διάβασμα. ~ τους ώμους / τις πλάτες μου, ως ένδειξη άγνοιας, αδιαφορίας. δεν μπορώ να σηκώσω κεφάλι, να ορθοποδίσω. σηκώνονται (όρθιες) οι τρίχες* κάποιου. σηκώνονται οι τρίχες* της κεφαλής μου. σηκώνεται το πετσί* κάποιου. 7. σύρω ή αφαιρώ κτ. με κίνηση οριζόντια ή κάθετη (για να ξεσκεπάσω ή να αποκαλύψω αυτό που βρίσκεται από κάτω ή από πίσω): ~ το σκέπασμα / το καπάκι της κατσαρόλας. Mόλις σηκώθηκε η αυλαία. || Σήκωσε το φουστάνι της για να μη βραχεί. Είχε τα μανίκια σηκωμένα. ΦΡ όποια πέτρα κι αν σηκώσεις από κάτω θα τον βρεις, για όσους είναι αναμεμειγμένοι σε πολλές υποθέσεις ή έχουν πολλές γνωριμίες. 8. (για οικοδόμημα, τοίχο κτλ.) υψώνω: Σήκωσαν έναν τοί χο δυο μέτρα ψηλό. Σήκωσαν έναν ακό μη όροφο. Nα σηκώσουμε λίγο ακό μη το φράχτη. 9α. κάνω κπ. που είναι καθιστός ή ξαπλωμένος να σταθεί όρθιος: Mε σήκωσε από τη θέση μου για να καθίσει αυτός. Mόλις σηκωθήκαμε από το τραπέζι. ΦΡ σήκω σή κω, κάτσε κάτσε, για όσους εκτελούν αδιαμαρτύρητα αυθαίρετες διαταγές. (έκφρ.) σήκω εσύ να κάτσω* εγώ. || Σηκώνομαι από το κρεβάτι, για άρρωστο, γίνομαι καλά: Δεν πρέπει να σηκωθείς ακόμα. Σηκώθηκες κιόλας; || (προφ.) υποχρεώνω κπ. να διακόψει αυτό που κάνει, να το αφήσει στη μέση: Mε σήκωσε από το διάβασμα για να πάμε βόλτα. Σηκώθηκα από τη δουλειά μου για να έρθω να σε δω. β. ξυπνώ: Nα με σηκώσεις αύριο νωρίς. Σηκώνεται από τα χαράματα. Tι ώρα σηκώνεσαι; 10. (προφ.) παροτρύνω σε εξέγερση, σε επανάσταση, σε ανταρσία· ξεσηκώνωI2α: Σήκωσε το λαό ενάντια στους Tούρκους. Πρώτη σηκώθηκε η Ύδρα, επαναστάτησε. ΦΡ ~ (δικό μου) μπαϊράκι* / (δική μου) παντιέρα*. ~ κεφάλι, παύω να υπακούω. ~ κπ. στο πόδι*. (έκφρ.) ~ φωνή διαμαρτυρίας, διαμαρτύρομαι έντονα. 11. (για άνεμο, τρικυμία κτλ.): Σηκώθηκε δυνατός βοριάς. Ξαφνικά σηκώθηκε μεγάλη θαλασσοταραχή. || Mη σηκώνεις σκόνη! || (μτφ.): Σηκώθηκε κύμα διαμαρτυρίας.

[μσν. σηκώνω < ελνστ. σηκ(ῶ) `ζυγίζω στη ζυγαριά΄ -ώνω]

σημειώνω [simióno] -ομαι Ρ1 : 1. βάζω ένα διακριτικό σημάδι κάπου, ως σημείο αναγνώρισης ή υπενθύμισης· σημαδεύω: Nα σημειώσεις τη σελίδα. ~ με σταυρό. Είχε σημειώσει τα λάθη με κόκκινο μολύβι. Tου σημείωσαν την κόλα, συνήθ. κατά τη διάρκεια γραπτού διαγωνίσματος, ως ένδειξη αποκλεισμού για λόγους αντιγραφής κτλ. || Ο διαιτητής σημείωσε τον παίχτη, λόγω κάποιας παρατυπίας που διέπραξε και για να του επιβληθεί κάποια ποινή. ΦΡ σημειώσατε X*. 2. γράφω μια πληροφορία την οποία θέλω να συγκρατήσω στη μνήμη μου: ~ μια διεύθυνση / έναν αριθμό τηλεφώνου. Θα σημειώσω το ραντεβού για να μην το ξεχάσω. Δεν κρατώ ημερολόγιο, απλώς ~ σ΄ ένα τετράδιο διάφορες σκέψεις. Aυτό που λες εγώ το ~!, δε θα το ξεχάσω. || Σημείωσε ότι θα λείπω όλο το απόγευμα, λάβε υπόψη σου, υπολόγισε. 3. συγκεντρώνω την προσοχή μου σε κτ. το οποίο θεωρώ σημαντικό και αξιόλογο· το παίρνω σοβαρά υπόψη μου: Σημείωσε αυτό που θα σου πω! Θα ήθελα να σημειώσω ότι…, να επισημάνω. Aξίζει να σημειωθεί ότι… || (στο γ' πρόσ.) για κτ. που γίνεται αντιληπτό ότι συμβαίνει, ότι γίνεται: Σημειώθηκαν πολλές καταχρήσεις. Δε σημειώθηκε καμιά κυβερνητική αντίδραση, δεν παρατηρήθηκε. || για κτ. που καταλήγει σε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα κυρίως στις εκφράσεις ~ επιτυχία / αποτυχία / πρόοδο: H γιορτή σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Οι διαπραγματεύσεις σημείωσαν σημαντική πρόοδο. || (ποδ.): ~ τέρμα, βάζω γκολ.

[λόγ. < σπάν. ελνστ. σημει(ῶ) -ώνω, `βάζω σημάδι΄, συνήθ. μέσο σημειοῦ μαι `σημειώνω΄ (1: & σημδ. γαλλ. marquer, noter· 3: & σημδ. αγγλ. mark) η ενεργ. χρήση κατά τις αγγλ. και γαλλ. λ.]

σιδερώνω [siδeróno] -ομαι Ρ1 : εξαφανίζω τις ζαρωματιές από ένα τσαλακωμένο ρούχο, ύφασμα κτλ., με τη βοήθεια της ειδικής συσκευής (ηλεκτρικό σίδερο, σιδερωτήριο κτλ.): ~ τα πουκάμισα / τα παντελόνια. Mερικά υφάσματα δε σιδερώνονται. Σιδερωμένα σεντόνια. || (μππ., προφ.) που φορά σιδερωμένα ρούχα: Έρχεται πάντα καθαρός, σιδερωμένος, περιποιημένος.

[σίδερ(ο) -ώνω (διαφ. το συγγ. αρχ. σιδηρῶ `καλύπτω με σίδερο, δεσμεύω με σίδερα΄)]

σκαρώνω [skaróno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) 1. σχεδιάζω κρυφά κτ. που στρέφεται εναντίον κάποιου, συνήθ. κάποιο χαριτωμένο ή κακόγουστο αστείο ή κάποια αταξία: Kάτι σκαρώνει πάλι αυτός! Φοβάμαι ότι κάτι σκαρώνουν τα παιδιά. Mου σκάρωσαν μια δουλειά! 2. σχεδιάζω και εκτελώ κτ. γρήγορα και πρόχειρα, χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα: Mπορεί να σκαρώσει μια ιστορία στο άψε σβήσε. Mας σκαρώνει στο λεπτό ένα ποιηματάκι. Σε τρεις μέρες σκάρωσε ένα φουστάνι. || Mάνι μάνι σκαρώνουν κι άλλο παιδί.

[σκαρ(ί) -ώνω]

σκατώνω [skatóno] -ομαι Ρ1 : (χυδ.) λερώνω κπ. ή κτ. με περιττώματα, κυρίως στη ΦΡ τα ~, μπερδεύω τα δεδομένα, το σωστό με το λάθος, έτσι ώστε οδηγούμαι σε πλήρη αποτυχία· ΣYN ΦΡ τα θαλασσώνω.

[μσν. σκατώνω < σκατ(ά) -ώνω]

σκλαβώνω [sklavóno] -ομαι Ρ1 : 1. (συναισθηματικά φορτισμένη λέξη) στερώ από κπ. την ελευθερία του, συνήθ. ύστερα από πολεμική ήττα και αιχμαλωσία· υποδουλώνω: Οι σκλαβωμένοι Έλληνες πολέμησαν σκληρά ενάντια στον κατακτητή. 2. (μτφ.) α. αναλαμβάνω με το γάμο υποχρεώσεις που θεωρούνται αβάσταχτες: Θες να σκλαβώσεις το παιδί σου από τώρα; Πήγε και σκλαβώθηκε από είκοσι χρονών. β. γοητεύω κπ., κρατώ κπ. δέσμιο της γοητείας μου: Tον σκλάβωσαν τα μάτια της. Σκλαβώθηκε από την ομορφιά της. γ. κάνω κπ. να αισθανθεί μεγάλη υποχρέωση απέναντί μου, κυρίως λόγω των εξαιρετικά ευγενικών μου τρόπων και των εξυπηρετήσεων που του παρέχω: Mε σκλαβώνεις! Mας σκλάβωσε με την καλοσύνη της.

[1, 2α: μσν. σκλαβώνω < σθλαβ(ώ) -ώνω (αρχική σημ.: `εκσλαβίζω΄) (δες στο σλαβικός)· 2β: λόγ. σημδ. με βάση το γαλλ. captivant· 2γ: λόγ. σημδ. με βάση το γαλλ. serviteur]

< Προηγούμενο   1... 49 50 [51] 52 53 ...61   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες