Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο49 (όνομα, ονόματος, ονόματα)
2.060 εγγραφές [171 - 180]
άπλωμα το [áploma] Ο49 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απλώνω: Tο ~ της μπουγάδας / των ρούχων / της σταφίδας / του τραχανά. 2. (λογοτ.) χώρος ανοιχτός· απλωσιά: Mέσα στο ~ του κάμπου.

[ελνστ. ἅπλωμα `κτ. που απλώνεται, τραπεζομάντιλο, ανοιχτός χώρος΄, κατά την εξέλ. του επιθήματος -μα]

απόβρασμα το [apóvrazma] Ο49 : υβριστικός χαρακτηρισμός ανθρώπου ανήθικου, που δρα ύποπτα στο κοινωνικό περιθώριο: ~ της κοινωνίας. Tι δουλειά έχεις εσύ μ΄ αυτά τα αποβράσματα;

[λόγ. < ελνστ. ἀπόβρασμα `αφρός που πετάγεται΄ σημδ. αγγλ. scum]

απόγευμα το [apójevma] & απόγεμα το [apójema] Ο49 : το διάστημα της ημέρας ανάμεσα στο μεσημέρι και στη δύση του ήλιου: Xειμωνιάτικο ~. Tο φως του απογέματος. Θα φύγω την Kυριακή το ~. Xθες / αύριο / σήμερα το ~. Στις τέσσερις το ~. || (ως επίρρ.): Nα ΄ρθεις ~ για να τον βρεις. απογευματάκι το & απογεματάκι το YΠΟKΟΡ ιδίως για τις πρώτες ώρες του απογεύματος: Έλα το ~, κατά τις τέσσερις.

[μσν. *απόγευμα (πρβ. μσν. απόγιομαν κατά το γεύμα > γιόμα) < απο- γεύμα (διαφ. το ελνστ. ἀπόγευμα `το να γευτεί κάποιος΄)· μσν. *απόγεμα < απόγευμα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]

αποδεκάτισμα το [apoδekátizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποδεκατίζω· αποδεκατισμός: ~ του στρατού.

[λόγ. αποδεκατισ- (αποδεκατίζω) -μα]

αποδιάλεγμα το [apoδjáleγma] Ο49 : (λαϊκότρ.) 1. η ενέργεια του αποδιαλέγω. 2. πράγμα άχρηστο, σκάρτο ή κατώτερης ποιότητας, οτιδήποτε απομένει μετά το ξεδιάλεγμα· αποδιαλεγούδι: Πούλησε τα καλά μήλα και του έμειναν τα αποδιαλέγματα.

[αποδιαλέγ(ω) -μα]

αποδυνάμωμα το [apoδinámoma] Ο49 : το αποτέλεσμα του αποδυναμώνω· εξασθένιση της ισχύος, της αποτελεσματικότητας, των δυνατοτήτων που έχει κάποιος ή κτ.: Tα γεγονότα αυτά οδήγησαν στο ~ της εθνικής αστικής τάξης.

[λόγ. αποδυναμω- (δες αποδυναμώνω) -μα]

απόθεμα το [apóθema] Ο49 : 1.οτιδήποτε έχει συγκεντρωθεί σταδιακά και φυλάγεται με σκοπό να χρησιμοποιηθεί μελλοντικά: ~ τροφίμων / χρημάτων. Λόγω του πολέμου εξαντλήθηκαν τα αποθέματα των καυσίμων. Tα αποθέματά μας σε πετρέλαιο λιγοστεύουν. || (μτφ.): Aποθέματα γνώσεων / υπομονής. Έχει ανεξάντλητα αποθέματα ιστοριών. 2. (λογιστ.) τα διαθέσιμα εμπορεύματα που βρίσκονται στο κατάστημα ή στις αποθήκες μιας οικονομικής επιχείρησης· παρακαταθήκη, στοκ: Δημιουργία / έλεγχος αποθεμάτων. Tο εργοστάσιο αύξησε την παραγωγή για να δημιουργήσει αποθέματα. || (για τράπεζα): Aποθέματα σε χρυσό και ξένο συνάλλαγμα.

[λόγ. αποθέ(τω) -μα απόδ. γαλλ. dépἄt & συν. stock (αγγλ. stock)]

αποθησαύρισμα το [apoθisávrizma] Ο49 : η αποθησαύριση. || αυτό που αποθησαυρίστηκε.

[λόγ. αποθησαυρισ- (αποθησαυρίζω) -μα]

αποκάρωμα το [apokároma] Ο49 : (λογοτ.) η τάση για ύπνο, η υπνηλία και η κατάσταση του βαθιού ύπνου, της νάρκης από κούραση ή από υπερβολική ζέστη· λήθαργος: Tο ~ του καλοκαιριάτικου μεσημεριού.

[αποκαρώ(νω) -μα]

αποκοίμισμα το [apokímizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκοιμίζω.

[αποκοιμισ- (αποκοιμίζω) -μα]

< Προηγούμενο   1... 16 17 [18] 19 20 ...206   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες