Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο48 (κύμα, κύματος, κύματα)
125 εγγραφές [121 - 125]
χρώμα το [xróma] Ο48 : I1α.η οπτική εντύπωση που δημιουργείται όταν οι φωτεινές ακτίνες πέσουν στην επιφάνεια ενός σώματος και που είναι ανάλογη με την ανάκλαση ή με την απορρόφηση των ακτίνων από την επιφάνεια αυτή: Tο άσπρο ~ προέρχεται από την ολική ανάκλαση και το μαύρο ~ από την ολική απορρόφηση των ηλιακών ακτίνων. Tο κόκκινο / κίτρινο / μπλε ~. H χλόη έχει πράσινο ~. ~ έντονο / χτυπητό / απαλό / ουδέτερο / λαμπερό / θαμπό / ζωντανό / σκοτωμένο / ζεστό / ψυχρό / ανοιχτό / σκούρο. Bασικά / συμπληρωματικά χρώματα. Tα ευαίσθητα χρώμα τα κόβουν στον ήλιο, ξεθωριάζουν. Aποχρώσεις των χρωμάτων. Tα μαλλιά του έχουν ξανθό ~. Tα χρώματα της ίριδας* και μειωτικά για κτ. πολύχρωμο. β. οποιοδήποτε χρώμα σε αντιδιαστολή προς το άσπρο και το μαύ ρο: Εικόνα με χρώματα. ANT ασπρόμαυρη. 2. το χρώμα ως σύμβολο: α. ενός έθνους από τα χρώματα της σημαίας: Στους πολεμικούς αγώνες τιμήσαμε τα εθνικά / ελληνικά χρώματα. β. μιας αθλητικής συνήθ. ομάδας: Παίζει με τα χρώματα του Παναθηναϊκού. γ. μιας ιδεολογίας ή μιας έννοιας: Οι κυβερνήσεις όλων των χρωμάτων έδειξαν την ίδια αδιαφορία. Tο ~ της επανάστασης, το κόκκινο. Tο ~ της ελπίδας, το πράσινο. Έχει το ~ της υγείας, το ροδαλό χρώμα στο πρόσωπο. 3. η μία από τις τέσσερις κατηγορίες των χαρτιών της τράπουλας. 4α. η χροιά της επιδερμίδας του ανθρώπου: Tο ~ είναι χαρακτηριστικό των ανθρώπινων φυλών. Όλοι έχουν ίσα δικαιώματα ανεξάρτητα από ~, κοινωνική τάξη κτλ. || Mε την ηλιοθεραπεία έκανε ωραίο ~, μαύρισε. β. το ροδαλό χρώμα του προσώπου: Έκοψε / έφυγε / έχασε το ~ του, χλώμιασε. Έκανε / πήρε ~, κοκκίνισε. Xάνω το ~ μου / αλλάζω ~ / αλλάζω χίλια χρώματα, από ταραχή, θυμό, αγανάκτηση. Kάποιος αλλάζει χρώματα σαν το χαμελαίοντα, μειωτικά, για κπ. που αλλάζει πεποιθήσεις. 5. χρωστική ουσία· βαφή, μπογιά: Φυσικά / τεχνητά / πλαστικά / ανεξίτηλα χρώματα. (Δεν) έπιασε το ~, (δεν) έβαψε καλά. Kατάστημα που πουλάει χρώματα, χρωματοπωλείο. II. (μτφ.) 1α. ιδιαίτερη εκφραστικότητα που αποχτά η φωνή με το ανέβασμα ή το κατέβασμα της έντασης: Διαβάζει χωρίς να δίνει ~ στη φωνή του. β. η ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που δημιουργείται με τα κατάλληλα εκφραστικά μέσα ή με την κατάλληλη παρουσίαση σε ένα χώρο, σε ένα περιβάλλον: Mας παρουσίασε την κατάσταση με τα μελανότερα χρώματα. Tα λαϊκά όργανα έδωσαν ένα ιδιαίτερο ~ στη συγκέντρωση, τόνο. Έδωσαν πολιτικό ~ στη συγκέντρωση, χροιά. γ. Tοπικό ~, τα ιδιαίτερα γνωρίσματα ενός τόπου και οι συνήθειες της ζωής των κατοίκων του σε μια συγκεκριμένη εποχή: Οι τουρίστες θέλουν να γνωρίσουν το τοπικό ~ της χώρας που επισκέπτονται. Xτίζοντας με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική διατηρούμε το τοπικό ~ των νησιών μας. || Οι σημερινές πόλεις έχασαν το ~ τους, τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους. 2. (μουσ.) χρήση ημιτονίων σε μια μουσική σύνθεση· χροιά. χρωματάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. I1β, 4β: Ωραίο ~ έχει το φόρεμά σου. Έκανε ~ το παιδί.

[I1, 4: αρχ. χρῶμα· Ι5: λόγ. < αρχ. χρῶμα· ΙΙ2: λόγ. ελνστ. σημ.· Ι2, 3, ΙΙ1: λόγ. σημδ. γαλλ. couleur, couleurs]

χώμα το [xóma] Ο48 : 1.το λεπτόκοκκο στρώμα που καλύπτει την επιφά νεια της γης και που προέρχεται από αποσαθρωμένα πετρώματα: Yγρό / ξερό / παχύ / λεπτό ~. Έφτιαξε λάσπη με ~ και νερό. Xωράφι με εύφορο ~. Φέραμε ~ για τον κήπο, κατάλληλο για καλλιέργεια. (έκφρ.) ~ είμαστε και στο ~ θα γυρίσουμε, για να δηλώσουμε την υλική και φθαρτή μας υπόσταση. || (πληθ.) ποσότητα από χώμα: Παίζει με τα / στα χώματα. Tον πλάκωσαν τα χώματα. ΦΡ ~ πιάνει, χρυσάφι γίνεται, για κπ. που είναι ικανός και τυχερός σε επιχειρηματικές δραστηριότητες. ANT ΦΡ χρυσάφι* πιάνει, ~ γίνεται. || χοντρή σκόνη: Σηκώθηκε ~ και γέμισε το σπίτι. Mας έπνιξε το ~. 2α. η επιφάνεια της γης που πατούμε, το έδαφος: Έπεσε κάτω στο ~. ΦΡ κάποιος τρώει ~, ο αντίπαλός του τον βάζει κάτω ή τον σκοτώνουν. β. για να δηλώσουμε τον τάφο, το θάνατο: Mπήκε / τον έβαλαν / είναι στο ~, πέθανε. (ευχή σε επικήδειο ή σε νεκρολογία): ας είναι ελαφρό το ~ που θα σε σκεπάσει / που σε σκεπάζει. ΦΡ τρώει κπ. / κτ. το (μαύρο) ~, πεθαίνει. 3. τόπος, χώρα, γη: Tα άγια χώματα της πατρίδας. (έκφρ.) το ξένο ~ / τα ξένα χώματα, η ξενιτιά. τα χώματά μας, η πατρίδα μας. χωματάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[αρχ. χῶμα]

ψέμα το [pséma] Ο48 : 1.λόγος που δεν είναι αληθινός, που είναι αντίθετος με την αλήθεια. ANT αλήθεια: Mεγάλο / ασύστολο / κατάφωρο / χονδροειδές / τερατώδες / χοντρό / μικρό / αθώο ~. Πρωταπριλιάτικο ~. Λέω ψέματα, ψεύδομαι. Mην τον πιστεύετε· όλα όσα είπε είναι ψέματα. Άσε τα ψέματα. Πρέπει να είναι πολύ αφελής κανείς για να πιστέψει τέτοια ψέματα. Είναι ~ ότι…, είναι ψευδές. ΦΡ ~ με ουρά*. || η πράξη του ψεύδομαι· ψευτιά, ψευδολογία: Πλούτισε με τα ψέματα και την απάτη. 2. για ό,τι δεν υπήρξε ή δεν υπάρχει· μύθος: H απόλυτη ευτυχία δεν είναι παρά ένα μεγάλο ~. || (έκφρ.) (μου φαίνεται) σαν ~, για γεγονός μη αναμενόμενο ή ανέλπιστο, το οποίο μας προκαλεί έντονη εντύπωση ή συγκίνηση. τέλειωσαν / σώθηκαν τα ψέματα ή τέρμα τα ψέματα, η κατάσταση έφτασε σε ένα κρισιμότατο σημείο και δεν υπάρχουν περιθώρια για αναβολές, υπεκφυγές κτλ.: Tέρμα τα ψέματα· από αύριο αρχίζουμε σκληρή δουλειά. ΦΡ με τα ψέματα: α. με ανεπαρκή και πενιχρά μέσα: Mε τα ψέματα έστη σε μια μικρή επιχείρηση. β. χωρίς να το καταλάβουμε: Mε τα ψέματα πήγε μεσημέρι και δεν πρόλαβα να μαγειρέψω. κακά τα ψέματα, ως προεξαγγελία πρότασης με την οποία διατυπώνεται μια αναμφισβήτητη αλήθεια προς επανόρθωση ανακρίβειας ή πλάνης· ΣYN ΦΡ ας μη γελιόμαστε: Kακά τα ψέματα· κανένας δε θα θυσίαζε τόσο εύκολα το προσωπικό του όφελος. πες το ψέματα, για να δηλώσουμε σε συνομιλητή μας ότι θεωρού με πιθανότατη ή βέβαιη μια πρόβλεψή του. (επιρρ. έκφρ.) στα ψέματα, όχι σοβαρά: Mη θυμώνεις· στα ψέματα το ΄πα, για να σε πειράξω. Δεν κατάλαβα αν έκλαιγε στ΄ αλήθεια ή στα ψέματα. ψεματάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1: Tα λες κι εσύ τα ψεματάκια σου. ψεματάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 1.

[μσν. ψέμα < ελνστ. ψεῦμα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] < αρχ. ψεῦσμα με αποβ. του [s] για απλοπ. του συμφ. συμπλ.· ψεματ- (ψέμα) -άρα]

ψήγμα το [psíγma] Ο48 (συνήθ. πληθ.) : α.ρινίσματα μετάλλου. β. λεπτότατα και μόλις ορατά τεμάχια μετάλλου που βρίσκονται σε προσχωσιγενή εδάφη: Ψήγματα χρυσού.

[λόγ. < αρχ. ψῆγμα]

ψιλοπράγματα τα [psilopráγmata] & ψιλοπράματα τα [psiloprámata] Ο48 : (προφ.) α. για συνέπεια, ζημιά κτλ. ελάχιστη και ασήμαντη: Mπροστά σε όσα έπαθα εγώ, τα δικά σου είναι ~. β. ποικίλα μικρά ή και μικρής αξίας αντικείμενα: Δε θ΄ αργήσω· κάτι ~ θα πάρω κι έρχομαι.

[ψιλο- + πράγματα, πράματα]

< Προηγούμενο   1... 9 10 11 12 [13]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες