Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο44 (τραγούδι, τραγουδιού, τραγούδια)
1.251 εγγραφές [941 - 950]
σινάπι το [sinápi] Ο44 : μονοετής ή πολυετής πόα που οι σπόροι της έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες και, σε μορφή αλεύρου, χρησιμοποιούνται για την παρασκευή μουστάρδας.

[ελνστ. σινάπιον υποκορ. του σίναπι (αρχ. νάπυ)]

σινάφι το [sináfi] Ο44 : 1. (λαϊκότρ., παρωχ.) συντεχνία. 2. (μειωτ.) άτομα που ανήκουν στην ίδια κοινωνική τάξη ή ομάδα: Στο ίδιο ~ είναι κι αυτός. Tον υποστηρίζει το ~ του.

[τουρκ. esnaf, πληθ. sιnιf (από τα αραβ.) ]

σιντριβάνι το [sindriváni] Ο44 : κατασκευή που αποτελείται από μια μικρή τεχνητή λιμνούλα και από ένα υδραυλικό σύστημα που εκτοξεύει ψη λά δέσμες νερού, διακοσμητικό στοιχείο σε πάρκα, πλατείες κτλ.

[τουρκ. şadιrvan (από τα περσ.) με μετάθ. του [r] και υποχωρ. αφομ. [a-i > i-i] ]

σιρίτι το [siríti] Ο44 : διακοσμητικό κορδόνι μεταξωτό, χρυσοΰφαντο ή πλεχτό, που ράβεται επάνω σε ενδύματα, καπέλα, στολές ή έπιπλα.

[τουρκ. şirit ]

σιρόπι το [sirópi] Ο44 : 1. πυκνόρρευστο διάλυμα ζάχαρης και νερού, που έχει βράσει. || (επέκτ.) για κτ. υπερβολικά γλυκό και συνήθ. υδαρές: ~ τον έκανες τον καφέ! 2. φαρμακευτικό παρασκεύασμα στο οποίο προστίθεται αρωματικό σιρόπι, για να καλύψει τη γεύση του φαρμάκου: ~ για το βήχα. σιροπάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. σιρόπιον < ιταλ. αρσ. sci roppo, πληθ. sciroppi που θεωρήθηκε ουδ. εν. (< αραβ. šarūb)]

σιτάρι το [sitári] & στάρι το [stári] Ο44 : μονοετές φυτό, το κυριότερο από τα δημητριακά: Xωράφια με ~. || ο καρπός, ο σπόρος του φυτού, από τον οποίο, αφού αλεστεί, παράγεται το αλεύρι: Mαλακό / σκληρό ~. Ένα τσουβάλι ~. Aποθήκη σταριού. ΦΡ ξεχωρίζω την ήρα* από το ~ / ξεχώρισε η ήρα από το ~.

[μσν. σιτάρι < ελνστ. σιτάριον υποκορ. του αρχ. σῖτος· συγκ. του άτ. [i] ]

σιφόνι το [sifóni] Ο44 & σιφόν 2 το [sifón] Ο (άκλ.) : 1. σωλήνας που κάμπτεται στα δύο του άκρα και με τον οποίο ελέγχεται η ροή υγρών. || Tο ~ της λεκάνης της τουαλέτας, σιγμοειδής σωλήνας, που διατηρείται πάντα γεμάτος με νερό και εμποδίζει έτσι την έξοδο της δυσοσμίας. 2. συσκευή σε μορφή φιάλης με την οποία εκτοξεύεται υπό πίεση αεριούχο νερό ή άλλο ποτό.

[σιφόν: λόγ. αντδ. < γαλλ. siphon < αρχ. σίφων (πρβ. σίφουνας)· σιφόνι: προσαρμ. στη δημοτ.]

σκάγι το [skáji] Ο44 & σκάι το [skái] Ο45 : καθένα από τα μικρά σφαιρι κά βλήματα που περιέχονται στο φυσίγγιο κυνηγετικού όπλου: Σκάγια από μολύβι. ΦΡ με πήραν τα σκάγια, ενοχοποιήθηκα για κτ. χωρίς να φταίω, λόγω απλώς της στενής σχέσης μου με την υπόθεση.

[βεν. scagia `ρινίσμα τα μετάλλου΄ θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.· αποβ. του μεσοφ. [j] ]

σκαθάρι το [skaθári] Ο44 : 1. μικρό έντομο που ανήκει στα κολεόπτερα. 2. είδος ψαριού με αγκαθωτά πτερύγια.

[μσν. *σκανθάριον με αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] υποκορ. του σκάνθαρος < αρχ. κάνθαρος με ανάπτ. προτακτ. [s] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tus-ka > tuska > tus-ska] (πρβ. ελνστ. κανθάριον)]

σκάκι το [skái] Ο44 : επιτραπέζιο τεχνικό παιχνίδι που παίζεται από δύο παίχτες, οι οποίοι μετακινούν, σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, πάνω σε έναν άβακα χωρισμένο σε 64 τετραγωνάκια, εναλλάξ άσπρα και μαύρα, από 16 κομμάτια (τα πιόνια) ο καθένας: Πρωτάθλημα / ολυμπιάδα σκακιού. || η σκακιέρα με τα 32 πιόνια του παιχνιδιού, ως σύνολο: Πάνω στο τραπέζι ήταν στημένο ένα ~ με πιόνια από ελεφαντόδοντο.

[ιταλ. scacco, πληθ. scacchi (gioco degli scacchi) που θεωρήθηκε ουδ. εν. σάχης) (πρβ. μσν. σκάκος < ιταλ. scacco )]

< Προηγούμενο   1... 93 94 [95] 96 97 ...126   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες