Παράλληλη αναζήτηση
| 1.251 εγγραφές [281 - 290] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλαμπόκι το [kalambóki] Ο44 : 1. φυτό που ανήκει στην οικογένεια των αγρωστωδών, μονοετές, ψηλό, με χοντρό βλαστό και με μεγάλα φύλλα· αραβόσιτος: Xωράφι σπαρμένο με ~. Φέτος τα καλαμπόκια δεν πήγαν καλά. 2. το στάχυ του καλαμποκιού, που είναι κυλινδρικό και περιβάλλεται από πλατιά φύλλα: Ψητό ~. 3. οι κίτρινοι κόκκοι του καλαμποκιού: Πήγε το ~ για άλεσμα. || καλαμποκάλευρο: Ψωμί από ~, καλαμποκίσιο.
[αλβ. kalambok -ι]
- καλαμπούρι το [kalabúri] Ο44 : αστείο που γίνεται με λογοπαίγνιο και με επέκταση, κάθε λεκτικό αστείο: Tου αρέσει να λέει / να κάνει καλαμπούρια. Xτες έγινε μεγάλο ~, σε συντροφιά, διασκεδάσαμε και είπαμε πολλά αστεία. ~ μου κάνεις τώρα;, όταν μου λένε κτ. που δεν μπορώ να το πιστέψω.
[γαλλ. calembour -ι]
- καλαντάρι το [kalandári] Ο44 : (οικ.) ημεροδείκτης, ημερολόγιο.
[μσν. *καλαντάριον (πρβ. καλεντάριον δες στα κάλαντα, καλένδες) < μσνλατ. calendarium (στη νέα σημ.) < λατ. calendarium `κατάλογος των χρεών΄ (επειδή οι τόκοι πληρώνονταν την πρώτη του μηνός)]
- καλαπόδι το [kalapóδi] Ο44 : ξύλινο ομοίωμα του κατώτερου τμήματος του ποδιού, σε φυσικό μέγεθος, επάνω στο οποίο οι υποδηματοποιοί συναρμολογούν τα δέρματα και κατασκευάζουν τα παπούτσια. || ξύλινο, μεταλλικό ή πλαστικό καλούπι που το βάζουν μέσα στα παπούτσια για να διατηρείται η φόρμα τους. ΦΡ ρίχνει / βρέχει καλαπόδια, βρέχει ραγδαία· ΣYN ΦΡ ρίχνει / βρέχει καρεκλοπόδαρα. (λαϊκ.) είναι να ξερνάς* καλαπόδια.
[μσν. καλαπόδιν < ελνστ. καλαπόδιον υποκορ. του αρχ. καλάπους `ξύλινο πόδι΄ (δες στο πόδι)]
- καλέμι το [kalémi] Ο44 : 1. εργαλείο λιθοξόου ή ξυλουργού, είδος σμίλης με πεπλατυσμένη κόψη. 2. (παρωχ.) πένα ή μολύβι.
[αντδ. < τουρκ. kalem -ι < αραβ. kalam (στη νέα σημ.) < αρχ. κάλαμος]
- καλημαύχι το [kalimáfxi] & καμηλαύχι το [kamiláfxi] Ο44 : είδος καπέλου με κυλινδρικό σχήμα, που το φορούν οι ορθόδοξοι ιερείς.
[καμηλ-: μσν. καμηλαύκι `επίσημο καπέλο΄ ( [f
> fx] από λόγ. επίδρ. ίσως και παρετυμ. αυχένας) < υστλατ. camellaucium (camella `κούπα του κρασιού΄)· καλημ-: παρετυμ. καλύπτω]
- κάλι το [káli] Ο44 : κάλιο.
[αραβ. qalī]
- καλκάνι το [kalkáni] Ο44 : I. ψάρι με ρομβοειδές και πεπλατυσμένο σώμα σαν της γλώσσας και με τριγωνικά πτερύγια, που ζει στο βούρκο και στην άμμο και που ψαρεύεται για το νόστιμο κρέας του. II1. το τρίγωνο που σχηματίζει η στέγη. 2. η επάνω κυρτή άκρη της πρύμνης του πλοίου.
[μσν. καλκάνι < τουρκ. kalkan -ι]
- καλντερίμι το [kalderími] & καλντιρίμι το [kaldirími] Ο44 : 1. επίστρωση ενός δρόμου με ακατέργαστες πέτρες: Xάλασε το ~. Θα χαλάσουν το ~ και θα στρώσουν το δρόμο με άσφαλτο. 2. δρόμος, συνήθ. στενός και ανηφορικός, στρωμένος με ακατέργαστες πέτρες· (πρβ. λιθόστρωτο): Aνηφόρισε το ~.
[τουρκ. kaldιrιm -ι και τροπή του άτ. [ir > er] ]
- καλογεροπαίδι το [kalojeropéδi] Ο44 : παιδί ή νέος που έχει φορέσει το μοναχικό σχήμα, ως δόκιμος μοναχός.
[καλόγερ(ος) -ο- +παιδ(ί) -ι]



