Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο44 (τραγούδι, τραγουδιού, τραγούδια)
1.251 εγγραφές [1031 - 1040]
σφοντύλι το [sfondíli] Ο44 : στρογγυλό και βαρύ σώμα που το στερεώνουν στη βάση του αδραχτιού, για να διευκολύνει την κανονική περιστροφή του νήματος. ΦΡ μου έρχεται ο ουρανός ~ / βλέπω τον ουρανό ~, ζαλίζομαι από απότομο χτύπημα ή ταράζομαι πολύ από κάποιο απρόοπτο και δυσάρεστο γεγονός.

[μσν. σφοντύλιν (στη νέα σημ.) < ελνστ. σφονδύλιον (προφ. [nd] ) υποκορ. του αρχ. σφόνδυλος]

σφουγγάρι το [sfuŋgári] Ο44 : 1.θαλάσσιος οργανισμός που δεν έχει την ικανότητα να κινείται και του οποίου ο ελαφρύς και πορώδης σκελετός είναι κατάλληλος για διάφορες χρήσεις· σπόγγος: Στη Mεσόγειο αλιεύονται πολλά σφουγγάρια. 2. μαλακή πορώδης μάζα πολύ απορροφητική, με κιτρινωπό χρώμα και ακανόνιστο σχήμα, που προέρχεται από τον κατάλληλα επεξεργασμένο σκελετό του ομώνυμου ζώου και που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό του σώματος ή αντικειμένων και επιφανειών: ~ για το μπάνιο / για την κουζίνα. || απομίμηση σφουγγαριού από συνθετική ύλη: Tετράγωνο / στρογγυλό / κίτρινο / κόκκινο ~. (έκφρ.) πίνει σαν ~, για υπερβολική οινοποσία. ρουφάει / τραβάει / πίνει σαν ~, για κτ. που έχει μεγάλη απορροφητικότητα: Ο τοίχος ρουφάει την υγρασία σαν ~. Οι μελιτζάνες πίνουν το λάδι σαν ~. ΦΡ σβήνω κτ. με το ~, το σβήνω από τη μνήμη μου, το ξεχνώ: Σβήνω τα χρέη / τα σβήνω με το ~, τα παραγράφω. σφουγγαράκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. σφουγγάρι < ελνστ. *σφογγάριον, σπογγάριον υποκορ. του αρχ. σφόγγος, σπόγγος ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του υπερ. [g] )]

ταβάνι το [taváni] & νταβάνι 2 το [daváni] Ο44 : η επάνω οριζόντια επιφά νεια που καλύπτει εσωτερικά ένα δωμάτιο και γενικά τους χώρους ενός κτιρίου· οροφή: ~ ψηλό / χαμηλό. ~ ξύλινο / σοβαντισμένο / ζωγραφισμένο / με γύψινες διακοσμήσεις. Ψηλός ίσαμε το ~, πάρα πολύ ψηλός. ΦΡ πέφτει το ~ να με πλακώσει*.

[τουρκ. tavan -ι· ηχηροπ. του αρχικού [t > d] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: τομάτα - ντομάτα]

τάβλι το [távli] Ο44 : 1. τεχνικό παιχνίδι που παίζεται με ζάρια και πούλια, με δύο παίχτες, επάνω σε ειδικό άβακα: Παίξαμε μια παρτίδα ~. Είναι άσος στο ~. 2. ο δίφυλλος ορθογώνιος, συνήθ. ξύλινος, άβακας επά νω στον οποίο παίζεται το τάβλι: Φέρε το ~ να παίξουμε. ταβλάκι το YΠΟKΟΡ: Tι λες, παίζουμε κανένα ~;

[μσν. τάβλι `παιχνίδι με ζάρια΄ < ταβλί(ζω) -ι (αναδρ. σχημ.) < ελνστ. τάβλ(α) -ίζω]

ταγάρι το [taγári] Ο44 : 1. μικρός σάκος από χοντρό χειροποίητο μάλλινο ύφασμα που κρεμιέται: α. από τον ώμο και που το χρησιμοποιούν οι χωρικοί για να βάζουν την τροφή τους· τορβάς. β. μπροστά στο κεφάλι του ζώου και που περιέχει την τροφή του· ταΐστρα1. 2. είδος γυναικείας σπορ τσάντας από ύφασμα, που κρεμιέται από τον ώμο.

[μσν. ταγάριον υποκορ. του ελνστ. ταγ(ή) -άριον > -άρι]

ταίρι το [téri] Ο44 : 1. (για άψ.) το ένα από τα δύο μέρη ενός ζευγαριού: Tο ~ από το παπούτσι / το γάντι. Δε βρίσκω το ~ της κάλτσας μου. || Tα παπούτσια δεν είναι ~, δεν είναι ζευγάρι. 2. (για έμψ.) ερωτικός σύντρο φος: Θρηνεί γιατί έχασε το ~ του. Πιστό / αγάπης ~. || Aγαπήθηκαν και έγιναν ~, έγιναν ζευγάρι. (έκφρ.) δεν έχει (το) ~ (του), για να δηλώσουμε ότι κάποιος διαθέτει μια ιδιότητα σε πολύ μεγάλο βαθμό· δεν έχει τον όμοιό του: Δεν έχει ~ στην ψευτιά. ~ δεν έχεις εσύ! βρίσκω το ~ μου, συνδέομαι ερωτικά ή φιλικά με κπ. που έχει τις ίδιες με εμένα, αρνητικές συνήθ., συνήθειες ή ιδιότητες. 3. (ως επίρρ.) ~ ~, μαζί, συντροφιά: Προχωρούν στη ζωή ~ ~.

[μσν. ταίρι(ν) < *εταίριον υποκορ. του αρχ. ἑταῖρος με αποβ. του αρχικού [e] ]

τακίμι το [takími] Ο44 : (λαϊκ.) ταίρι, συνήθ. στην έκφραση γίναμε τακίμια, ταιριάσαμε, γίναμε κολλητοί φίλοι.

[τουρκ. takιm ]

τακούνι το [takúni] Ο44 : 1α. κομμμάτι από δέρμα, λάστιχο ή ξύλο που τοποθετείται στο πίσω μέρος της σόλας του παπουτσιού και το ανυψώνει στο σημείο όπου ακουμπάει η φτέρνα: Ψηλό / χαμηλό ~. ~ λεπτό / χοντρό. β. ειδική επένδυση, από δέρμα ή από λάστιχο, της επιφάνειας του τακουνιού που ακουμπάει στο έδαφος: Έδωσα τα παπούτσια στον τσαγκάρη για να τους αλλάξει σόλες και τακούνια. 2. (τεχν., πληθ.) τα δύο στεφάνια που συγκρατούν το λάστιχο του τροχού στη ζάντα. τακουνά κι το YΠΟKΟΡ Iα. χαμηλό τακούνι γυναικείου παπουτσιού. β. (ειρ.) τακούνι πολύ ψηλό και λεπτό: Ήρθε κουνιστή και λυγιστή χτυπώντας τα τακουνάκια της. II. (ποδ.) το χτύπημα της μπάλας με το πίσω μέρος του παπουτσιού. τακουνάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 1.

[ιταλ. taccon(e) -ι ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [n] )]

ταμάχι το [tamáxi] Ο44 : (λαϊκότρ.) πλεονεξία, λαιμαργία: Εσένα παιδάκι μου θα σε φάει το ~.

[τουρκ. tamah (από τα αραβ.) ]

ταμπούρι το [tabúri] Ο44 : 1. (λαϊκότρ.) φυσικό ή τεχνητό οχύρωμα: Kλέφτικα / απάτητα ταμπούρια. Πολεμούσαν κρυμμένοι στο ~ τους. 2. (μτφ.) πολιτικός ή κοινωνικός θεσμός πίσω από τον οποίο μπορεί κανείς να καλυφτεί και να δικαιολογήσει τη στάση του ή τις ενέργειές του· οχυρό: Tα ταμπούρια του κατεστημένου πρέπει να πέσουν.

[μσν. ταμπούρι < παλ. τουρκ. tabur `στρατόπεδο οχυρωμένο με αμάξια΄ ]

< Προηγούμενο   1... 102 103 [104] 105 106 ...126   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες