Παράλληλη αναζήτηση
| 1.251 εγγραφές [1161 - 1170] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φλαμούρι το [flamúri] Ο44 : 1. το λευκοκίτρινο, αρωματικό άνθος της φλαμουριάς, από το οποίο παράγεται το ομώνυμο αφέψημα· τίλιο. 2. το δέντρο φλαμουριά. 3. το (ανοιχτόχρωμο, μαλακό) ξύλο της φλαμουριάς: Tα συρτάρια της ντουλάπας είναι από ~.
[μσν. *φλαμούρι(ο)ν υποκορ. του ελνστ. φλάμμουλα `αναρριχητικό φυτό με αρωματικά άνθη΄ (ανομ. υγρών [l-l > l-r] ) < λατ. flammula (μαρτυρείται στη σημ.: `μικρή φλόγα΄, δες στο φλάμπουρο)]
- φλησκούνι το [fliskúni] Ο44 : ποώδες, αρωματικό φυτό με φαρμακευτικές ιδιότητες.
[μσν. φλησκούνιν, βλησκούνιον συγγ. του αρχ. βλήχων]
- φλιτζάνι το [flidzáni] Ο44 : α. μικρή κούπα με λαβή στο πλάι, από την οποία πίνει κανείς καφέ, τσάι κτλ.: ~ του τσαγιού. ~ του καφέ, μικρότερο σε μέγεθος. ~ από πορσελάνη. || (επέκτ.) ποσότητα που αντιστοιχεί στο περιεχόμενο ενός φλιτζανιού: Ήπιε τρία φλιτζάνια καφέ. Προσθέτουμε δύο φλιτζάνια νερό, δύο γάλα και ένα ζάχαρη. β. το φλιτζάνι ως μέσο για να βρίσκει και να αποκαλύπτει κάποιος στοιχεία από το παρελθόν ή το παρόν και να προβλέπει το μέλλον με βάση το κατακάθι του καφέ: Λέω / βλέπω το ~. Πιστεύεις στο ~;
φλιτζανάκι το YΠΟKΟΡ: Tα φλιτζανάκια του καφέ. φλιτζάνα η MΕΓΕΘ. [τουρκ. filcan (από τα αραβ.) -ι με μετάθ. του [l] · φλιτζάν(ι) -α]
- φλόκι το [flóki] Ο44 : το καθένα από τα μάλλινα, στριμμένα νήματα που εξέχουν από τις φλοκάτες.
[μσν. φλόκ(ος) < παλ. ιταλ. *flocco (σύγκρ. φιόγκος) ή βλάχ. floc (< λατ. floccus) υποκορ. -ι]
- φλούδι το [flúδi] Ο44 : το εξωτερικό περίβλημα καρπών· (πρβ. φλούδα): Tρώει τα σπόρια με τα φλούδια.
[μσν. φλούδι(ον) υποκορ. του ελνστ. φλοῦς (αρχ. φλοιός)]
- φλώρι το [flóri] Ο44 : (λαϊκότρ.) ο φλώρος.
[φλώρ(ος) υποκορ. -ι]
- φοινίκι το [finíki] Ο44 : είδος μελομακάρονου.
[μσν. φοινίκιν < ελνστ. φοινίκιον `χουρμάς΄ υποκορ. του αρχ. φοῖνιξ (δες φοίνικας 1)]
- φόντι το [fóndi] Ο44 : (μαλακό) δέρμα, ύφασμα ή άλλο υλικό, που μαζί με τη φόδρα καλύπτει το επάνω μέρος του παπουτσιού.
[ίσως παλ. ιταλ. fonda `(δερμάτινη) τσάντα΄]
- φόρτι το [fórti] Ο44 : κομμάτι σκληρού δέρματος στο πίσω μέρος του παπουτσιού.
[ιταλ. αρσ. forte, πληθ. forti που θεωρήθηκε ουδ. εν.]
- φουλάρι το [fulári] Ο44 : μαντίλι που δένεται στο λαιμό ή ελαφρύ κασκόλ: Mεταξωτό / πολύχρωμο ~.
[γαλλ. foulard -ι]



