Παράλληλη αναζήτηση
| 153 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δεντρί το [δendrí] Ο43 : (λογοτ.) το δέντρο.
[ελνστ. δενδρίον (προφ. [nd] ) υποκορ. του αρχ. δένδρον]
- δουλί το [δulí] Ο43 : (μειωτ.) μικρή υπηρέτρια.
[δούλ(α) υποκορ. -ί]
- ζουμί το [zumí] Ο43 : 1α. η ρευστή ουσία που παίρνουμε από μια φυτική τροφή (καρπό κτλ.), όταν τη συμπιέσουμε ή τη βράσουμε: Στύβουμε καλά τα λεμόνια, ώσπου να βγει όλο τους το ~, χυμός. Bράζουμε τα χόρτα και χύνουμε το ~ τους. β. ζωμός από βρασμένο κρέας: Περιχύνουμε τις πατάτες με ~ από κρέας, για να νοστιμίσουν. || Ο καφές / η σούπα είναι σκέτο ~, χωρίς τα απαραίτητα υλικά και συνεπώς άνοστα. ΦΡ βράζει στο ~ του, για κπ. που μάταια και χωρίς αποτέλεσμα ταλαιπωρείται, προσπαθώντας να κάνει κτ. με τα δικά του ανεπαρκή μέσα. τι είν΄ ο κάβουρας*, τι είναι το ~ του. || (χλευ., λαϊκ.) τον παίρνουν τα ζουμιά, αρχίζει να κλαίει. ΠAΡ H παλιά / η γριά η κότα έχει το ~, η ώριμη γυναίκα είναι, ως έμπειρη, περισσότερο θελκτική από ερωτική άποψη. 2. (προφ., μτφ.) α. η ουσία λόγου ή σκέψης: Λόγια χωρίς ~. Πολλά είπε αλλά το ~ είναι ένα. β. ωφέλιμο αποτέλεσμα ή κέρδος: (Δεν) έχει ~ η υπόθεση / η δουλειά.
ζουμάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. ζουμί < ζουμίν < ζωμίν ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ) < ελνστ. ζωμίον (υποκορ. του αρχ. ζωμός)]
- θρονί το [θroní] Ο43 : (λογοτ.) θρόνος και γενικότερα κάθισμα.
[μσν. θρονί(ν) < θρονίον υποκορ. του αρχ. θρόν(ος) -ίον (πρβ. ελνστ. θρόνιον)]
- καδί το [kaδí] Ο43 : μικρή κάδη.
[ελνστ. ή μσν. *καδίον (πρβ. ελνστ. κάδιον) υποκορ. της λ. κάδος]
- καμουτσί το [kamutsí] Ο43 : καμουτσίκι.
[τουρκ. kamçι με ανάπτ. φων. ( [u] από επίδρ. του χειλ. [m] ) για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]
- κανί 1 το [kaní] Ο43 & κανίο το [kanío] Ο39 : ραντιστήρι, κυρίως ως εκκλησιαστικό σκεύος.
[μσν. καννί(ον) `κύπελλο΄ υποκορ. του ελνστ. κάννα `καλάμι΄ (δες στο κάννη) (ορθογρ. απλοπ.)]
- κανί 2 το (συνήθ. πληθ.) : (ειρ.) μακριά και αδύνατα πόδια: Άπλωσε τα κανιά του. Mάζεψε τα κανιά σου. Έχει στραβά κανιά, είναι στραβοκάνης.
[μσν. καννί(ον) `κόνδυλος καλαμιού΄ υποκορ. του ελνστ. κάννα `καλάμι΄ (δες στο κάννη) (ορθογρ. απλοπ.)]
- καπρί το [kaprí] Ο43 : (λαϊκότρ.) κάπρος.
[μσν. καπρίν υποκορ. του αρχ. κάπρος `αγριογούρουνο΄]
- καραγιαπί το [karajapí] Ο43 : (οικ., συνήθ. μειωτ.) οικοδομή που δεν έχει προχωρήσει από το αρχικό στάδιο κατασκευής, συνήθ. ο τσιμεντένιος σκελετός μιας οικοδομής.
[καρα- + γιαπί]



