Παράλληλη αναζήτηση
| 988 εγγραφές [151 - 160] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βλακόμουτρο το [vlakómutro] Ο41 : (οικ.) 1. βλάκας. 2. αυτός που έχει πρόσωπο, όψη βλάκα.
[βλάκ(ας) -ο- + μούτρο]
- βλαχόπουλο το [vlaxópulo] Ο41 : νεαρός Bλάχος. || (πληθ.) νεαροί Bλάχοι, χωρίς διάκριση γένους.
[Bλάχ(ος) -όπουλο]
- βοσκόπουλο το [voskópulo] Ο41 : βοσκός νεαρής ηλικίας. || (πληθ.) βοσκοί νεαρής ηλικίας, χωρίς διάκριση γένους.
[βοσκ(ός) -όπουλο]
- βότσαλο το [vótsalo] Ο41 : μικρή πέτρα, στρογγυλεμένη από το νερό, στις όχθες θαλασσών, ποταμών και λιμνών: Tα βότσαλα της άμμου. Έριχνε / πετούσε βότσαλα στη λίμνη / στη θάλασσα.
βοτσαλάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. βήσσαλον(;) `τούβλο΄ < υστλατ. (laterculus) bessalis ( [-ális] ) `τούβλο οχτώ ιντσών΄(;)]
- βούκινο το [vúkino] Ο41 : είδος σάλπιγγας από χαλκό ή όστρακο. ΦΡ κάνω κτ. ~, κοινολογώ ένα μυστικό, κτ. εμπιστευτικό: Εγώ του είπα ένα μυστικό, κι αυτός το ΄κανε ~.
[μσν. βούκινον < λατ. bucina θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.]
- βούνευρο το [vúnevro] Ο41 : μαστίγιο από δέρμα (από τον αυχενικό τένοντα ή από το γεννητικό μόριο βοδιού).
[λόγ. < μσν. βούνευρον < αρχ. βοῦ(ς) + νεῦρον]
- βουτυρόπαιδο το [vutirópeδo] Ο41 : (μειωτ.) ΣYN σοκολατόπαιδο. 1. υπερβολικά καλομαθημένο και αναθρεμμένο με πολλές περιποιήσεις αγόρι, μαμόθρεφτο. 2. παχουλό, αφράτο και συνήθ. νωθρό σωματικά αγόρι, πλούσιας οικογένειας.
[βουτυρο- + παιδ(ί) -ο]
- βράγχιο το [vránxio] Ο41 (συνήθ. πληθ.) : όργανο του αναπνευστικού συστήματος των υδρόβιων και μερικών αμφίβιων ζώων και οργανισμών: Bράγχια των ψαριών / των γυρίνων / των μαλακίων.
[λόγ. εν. < αρχ. πληθ. βράγχια]
- βρεχάμενα τα [vrexámena] Ο41 : (λαϊκότρ.) τα μέρη του πλοίου που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας· ύφαλα. ANT τα στεγνά.
[μπε. του ρ. βρέχ(ω) -άμενος, στον πληθ.]
- βρομογύναικο το [vromojíneko] Ο41 : η βρομογυναίκα.
[βρομο- + γυναίκ(α) -ο]



