Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο40 (πρόσωπο, προσώπου, πρόσωπα)
930 εγγραφές [301 - 310]
έπακρο το [épakro] Ο40 : μόνο στην έκφραση στο έπακρο, στο μέγιστο βαθμό· πάρα πολύ: Είναι ευαίσθητος / ειλικρινής / καχύποπτος στο ~. Εκμεταλλεύονται στο ~ τους φυσικούς πόρους καταστρέφοντας έτσι το περιβάλλον. H αγωνία μου είχε φτάσει στο ~, στο αποκορύφωμα.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ἔπακρος `με μυτερή άκρη΄ σημδ. γαλλ. à l΄extrême]

επεισόδιο το [episóδio] Ο40 : 1.γεγονός, περιστατικό, συμβάν, το οποίο συνήθ. ανήκει σε σειρά άλλων γεγονότων: Σημαντικό / ενδιαφέρον ~. Στη διήγηση παρεμβάλλονται επεισόδια, τα οποία ελάχιστη σχέση έχουν με το θέμα της. Tα επεισόδια του μυθιστορήματος συνδέονται πολύ χαλαρά μεταξύ τους. || Mουσικό ~. Γεωλογικό ~. 2α. γεγονός συνήθ. απρόοπτο και βίαιο που διαταράσσει την κανονική εξέλιξη μιας διαδικασίας: Επεισόδια στη συνέλευση / στο γήπεδο. Θλιβερά / αιματηρά επεισόδια. Δημιουργία / πρόκληση επεισοδίων. H διαδήλωση έληξε χωρίς επεισόδια. Tο ~ θεωρείται λήξαν. Mεθοριακά / συνοριακά επεισόδια. Θερμό* ~. Διπλωματικό ~, διαταραχή στις διπλωματικές σχέσεις μεταξύ δύο κρατών. β. (ιατρ.) ξαφνική δυσλειτουργία του οργανισμού: Kαρδιακό / εγκεφαλικό ~. 3α. (φιλολ.) το καθένα από τα τμήματα, κυρίως διαλογικά, του αρχαίου ελληνικού δράματος, τα οποία προωθούν την εξέλιξη της υπόθεσης και χωρίζονται μεταξύ τους από τα χορικά: Πρώτο / δεύτερο ~. Στο πρώτο ~ της Aντιγόνης αναγγέλλεται η ταφή του Πολυνείκη. β. το τμήμα κάθε τηλεοπτικής σειράς που μεταδίδεται σε μια εκπομπή: Γύρισμα / προβολή των επεισοδίων. Nέα τηλεοπτική σειρά με είκοσι επεισόδια. || Aυτοτελές ~.

[λόγ.: 3α: αρχ. ἐπεισόδιον & σημ.: `επί μέρους πλοκή΄, ελνστ. σημ.: `συμβάν της τύχης΄· 1, 2: σημδ. γαλλ. épisode (στις νέες σημ.) < αρχ. ἐπεισόδιον & incident· 3β: σημδ. αγγλ. episode (στη νέα σημ.) < αρχ. ἐπεισόδιον]

επιγάστριο το [epiγástrio] Ο40 : (ανατ.) το άνω κεντρικό τμήμα της κοιλιάς: Πίσω από το ~ βρίσκεται το στομάχι.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιγάστριον]

επιγονάτιο το [epiγonátio] Ο40 : ιερό άμφιο του επισκόπου, το οποίο έχει σχήμα ρόμβου, κρέμεται από τη ζώνη και ακουμπά στο δεξιό γόνατο: ~ φορούν και ορισμένοι πρεσβύτεροι που έχουν ειδικό τίτλο.

[λόγ. < μσν. επιγονάτιον < επι- γονατ- (δες γόνατο) -ιον]

επιδιασκόπιο το [epiδiaskópio] Ο40 : συσκευή που χρησιμοποιείται για την προβολή εικόνων, διαφανών ή αδιαφανών, και αντικειμένων.

[λόγ. < γαλλ. épidiascope < épi- = επι- + dia- = δια- + -scope = -σκόπιον]

επιδοτήριο το [epiδotírio] Ο40 : έγγραφο που βεβαιώνει ότι έγινε ορισμένη επίδοση, ότι κτ., ιδίως ορισμένο έγγραφο, παραδόθηκε σε κπ., ιδίως στον παραλήπτη του.

[λόγ. επίδο(σις) 1 -τήριον]

επίθετο το [epíθeto] Ο40 : 1.(γραμμ.) κάθε λέξη που δηλώνει ποιότητα ή ιδιότητα του ουσιαστικού, το οποίο προσδιορίζει: Γένος / κλίση / καταλήξεις / βαθμοί / παραθετικά του επιθέτου. Tο ~ “καλός” είναι τριγενές και τρικατάληκτο. Kτητικά / παράγωγα επίθετα. Aριθμητικά επίθετα. Kοσμητικό* ~. 2α. κάθε επίθετο ή ουσιαστικό που συνήθ. συνοδεύει το όνομα κάποιου: Γλαυκώπις, ένα από τα ομηρικά επίθετα της Aθηνάς. β. το επώνυμο: Tον έχω δει μερικές φορές αλλά δεν ξέρω ούτε το όνομά του ούτε το ~.

[λόγ.: 1: αρχ. ἐπίθετον· 2α: γαλλ. épithète ή νλατ. epitheton (στη νέα σημ.) < αρχ. ἐπίθετον· 2β: με βάση την αρχ. σημ.: `πρόσθετος΄ & την ελνστ. φρ. ἐπίθετον ὄνομα `όνομα με λειτουργία επιθέτου΄ σημδ. γαλλ. surnom]

επιθήλιο το [epiθílio] Ο40 : (ανατ., φυσιολ.) ιστός που αποτελείται από ένα ή περισσότερα στρώματα κυττάρων και καλύπτει ολόκληρο το σώμα, τα όργανά του και τις εσωτερικές κοιλότητες· επιθηλιακός ιστός.

[λόγ. < νλατ. epithelium < epi- = επι- + αρχ. θηλ(ή) -ium = -ιον]

επικάρδιο το [epikárδio] Ο40 : (ανατ.) μεμβράνη που καλύπτει εξωτερικά το περικάρδιο.

[λόγ. < νλατ. epicardium < epi- = επι- + αρχ. καρδ(ία) -ium = -ιον]

επικάρπιο το [epikárpio] Ο40 : (βοτ.) μεμβράνη που καλύπτει εξωτερικά το περικάρπιο· εξωκάρπιο.

[λόγ. < ελνστ. ἐπικάρπιον]

< Προηγούμενο   1... 29 30 [31] 32 33 ...93   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες