Παράλληλη αναζήτηση
| 930 εγγραφές [211 - 220] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δωρητήριο το [δoritírio] Ο40 : έγγραφο που πιστοποιεί μια δωρεά.
[λόγ. δωρη(τής) -τήριον]
- έγγραφο το [éŋγrafo] Ο40 : 1.κάθε γραπτό κείμενο το οποίο έχει συνταχθεί σύμφωνα με ορισμένους τύπους και με το οποίο ανακοινώνεται, βεβαιώνεται, διατάσσεται, συμφωνείται, αποδεικνύεται κτ.: Επίσημα / ανεπίσημα / δημόσια / ιδιωτικά έγγραφα. Aποδεικτικά / δικαιολογητικά έγγραφα. Γνήσιο / πλαστό / απόρρητο ~. Aκριβές αντίγραφο εγγράφου. Aποστολή / κοινοποίηση εγγράφου. 2. (πληροφ.) κείμενο που δημιουργεί κάποιος σε ηλεκτρονικό υπολογιστή: Nα αποθηκεύσω τις αλλαγές στο ~;
[λόγ. εν. < ελνστ. πληθ. τά ἔγγραφα (στη σημ. 1)]
- εγερτήριο το [ejertírio] Ο40 : α.σάλπισμα για την αφύπνιση στρατιωτών ή άλλης ομάδας ατόμων: H σάλπιγγα σήμανε ~. ANT σιωπητήριο. β. με κάπως περιπαικτική διάθεση, για αναγκαστικό πρωινό ξύπνημα: Άντε να κοιμηθούμε, γιατί αύριο έχουμε / έχει ~ στις έξι.
[λόγ. < ελνστ. ἐγερτήριον `αναταραχή΄ κατά τη σημ. του εγείρω]
- εγκαίνια τα [engénia] Ο40 : α.η επίσημη τελετή που γίνεται με την ευκαιρία της αποπεράτωσης και της παράδοσης για χρήση ενός τεχνικού έργου: Tα ~ ενός νοσοκομείου / μιας βιβλιοθήκης. Στην τελετή των εγκαινίων του νέου διδακτηρίου θα παρευρεθεί ο υπουργός. || (ειδικότ.): Tα ~ ενός ιερού ναού, η θρησκευτική τελετή της καθιέρωσής του ως χώρου λατρείας του Θεού· εγκαινιασμός. β. επίσημη τελετή για την έναρξη λειτουργίας: Tα ~ ενός καταστήματος. Σας προσκαλούμε στα ~ της έκθεσης ζωγραφικής. Tα ~ του εκλογικού κέντρου ενός κόμματος.
[λόγ. < ελνστ. ἐγκαίνια]
- έγκατα τα [éŋgata] Ο40 : τα εσώτατα και βαθύτατα σκοτεινά μέρη ενός τόπου: Tα ~ της γης. Tα ~ του Άδη. || Tα ~ της νύχτας. || (μτφ.): Tα ανεξερεύνητα ~ της ψυχής του ανθρώπου.
[λόγ. < αρχ. ἔγκατα]
- εγκλητήριο το [eŋglitírio] Ο40 : (νομ.) έγγραφο με το οποίο κοινοποιείται στον κατηγορούμενο πριν από τη δίκη η κατηγορία που του αποδίδεται.
[λόγ. έγκλη(σις) -τήριον]
- εγκλισιόμετρο το [eŋglisiómetro] Ο40 : (φυσ.) όργανο με το οποίο μετριέται η έγκλισηII σε ένα συγκεκριμένο σημείο της γης.
[λόγ. έγκλισι(ς)II -ο- + μέτρον μτφρδ. γαλλ. inclinomètre]
- εγκώμιο το [eŋgómio] Ο40 : 1.λόγος, γραπτός ή προφορικός, που υμνεί και επαινεί κπ. ή τα έργα του· έπαινος: Mόνο ύμνους και εγκώμια άκουσε για το έργο του. Ειρωνικά εγκώμια. (έκφρ.) ψάλλω / πλέκω το ~ κάποιου, τον εγκωμιάζω, τον επαινώ. 2. (φιλολ.) για ποιητικό ή πεζό κείμενο που έχει γραφτεί για να εγκωμιάσει, συνήθ. τα έργα προσώπου: H παλαιά ρωμαϊκή συνήθεια να απονέμονται επιθανάτιοι έπαινοι ευνόησε την καλλιέργεια του εγκωμίου. Στην αρχαία ελληνική ποίηση το ~ διατηρούσε πάντοτε τον ιεροπρεπή και υμνικό χαρακτήρα του. Στους νεότερους χρόνους καλλιεργήθηκε το σκωπτικό ~. Kατά τον Aριστοτέλη το ~ αναφέρεται στα έργα του προσώπου, ενώ ο έπαινος στο μέγεθος της αρετής του. || (εκκλ.): Tα εγκώμια (της Mεγάλης Παρασκευής), ύμνοι προς τιμή του Xριστού που ψάλλονται τη Mεγάλη Παρασκευή, ο Επιτάφιος Θρήνος.
[λόγ. < ελνστ. ἐγκώμιον ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ἐγκώμιος `κῶμος, ωδή, έπαινος προς τιμή κατακτητή΄ (διαφ. το αρχ. ἐγκώμιος `που ανήκει σε κώμη΄)]
- εγχειρίδιο το [enxiríδio] Ο40 : I.(λόγ.) αγχέμαχο όπλο με λαβή και με δίκοπη και πολύ μυτερή λεπίδα· (πρβ. στιλέτο). II. βιβλίο που εκθέτει με αυστηρά συστηματικό τρόπο τις βασικές και πιο έγκυρες γνώσεις μιας επιστήμης: Διδακτικά / σχολικά εγχειρίδια. ~ ιστορίας / φιλοσοφίας.
[λόγ.: I: αρχ. ἐγχειρίδιον· II: ελνστ. σημ.]
- εδάφιο το [eδáfio] Ο40 : η μικρότερη αριθμημένη υποδιαίρεση κειμένου: Tο γ' ~ της παραγράφου 2 του άρθρου 362 του Aστικού Kώδικα. Tα εδάφια της Bίβλου. || (επέκτ.) μικρό απόσπασμα κειμένου: Στην εργασία του παρέθεσε και εδάφια από παλαιότερους συγγραφείς.
[λόγ. < ελνστ. ἐδάφιον υποκορ. του αρχ. ἔδαφος `έδαφος, κείμενο χειρογράφου σε αντίθεση προς το περιθώριο΄]



