Παράλληλη αναζήτηση
| 930 εγγραφές [151 - 160] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δανειστήριο το [δanistírio] Ο40 : ίδρυμα ή γραφείο όπου χορηγούνται δάνεια.
[λόγ. δανεισ- (δανείζω) -τήριον]
- δάπεδο το [δápeδo] Ο40 : το έδαφος ενός κλειστού κυρίως, αλλά και ενός περιορισμένου, χώρου το οποίο έχει γίνει ομαλό και λείο με τεχνητό τρόπο και συνήθ. έχει επιστρωθεί με διάφορα υλικά· (πρβ. πάτωμα): Ξύλινο / μαρμάρινο / ψηφιδωτό ~. Tο ~ του δωματίου / του ασανσέρ. Tο ~ της αυλής. Tο ~ του σαλονιού ήταν καλυμμένο με μοκέτα.
[λόγ. < αρχ. δάπεδον]
- δασμολόγιο το [δazmolójio] Ο40 : 1. σύνολο από διατάξεις που αφορούν τη δασμολόγηση: Προστατευτικό ~, που επιβάλλει υψηλούς δασμούς στα εισαγόμενα προϊόντα, για να ενισχύσει την εγχώρια βιομηχανία. 2. επίσημος πίνακας στον οποίο αναγράφονται τα εμπορεύματα καθώς και ο αντίστοιχος δασμός.
[λόγ. δασμο(λογία) -λόγιον]
- δέκαθλο το [δékaθlo] Ο40 : (αθλ.) σύνθετο αγώνισμα για άντρες που αποτελείται από δέκα χωριστά αγωνίσματα: Nικητής στο ~.
[λόγ. < γαλλ. décathlon < déc(a)- = δεκ(α)- + -athlon κατά το pentathlon < αρχ. πένταθλον (πρβ. μσν. δέκαθλος ο `δεκαπλός ανταγωνισμός΄)]
- δέκατα τα [δékata] Ο40 : πυρετός, συνήθ. επίμονα επαναλαμβανόμενος, που ανεβάζει τον υδράργυρο του θερμομέτρου λίγες γραμμές πάνω από τους 37Φ Kελσίου.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. δέκατος]
- δεκατημόριο το [δekatimório] Ο40 : (λόγ.) το ένα από τα δέκα ίσα μέρη ενός συνόλου.
[λόγ. < αρχ. δεκατημόριον]
- δενδρύλλιο το [δenδrílio] & δεντρύλλιο το [δendrílio] Ο40 : νεαρό ή μικρό δέντρο με λεπτό κορμό: Διατέθηκαν δενδρύλλια πεύκων, για να αναδασωθεί η καμένη περιοχή. Kαλλιεργούσε δενδρύλλια ινδικής κάνναβης.
[λόγ. δένδρ(ον) -ύλλιον· προσαρμ. στη δημοτ. κατά τη λ. δέντρο]
- δερματεμπόριο το [δermatembório] Ο40 : εμπόριο δερμάτων· δερματεμπορία.
[λόγ. δερματ(ο)- + -εμπόριο]
- δευτέριο το [δeftério] Ο40 : (χημ.) ισότοπο του υδρογόνου που ο πυρήνας του αποτελείται από ένα πρωτόνιο και ένα νετρόνιο.
[λόγ. < νλατ. deuter(ium) -ιον < αρχ. δεύτερος]
- Δημήτρια τα [δimítria] Ο40 : κύκλος καλλιτεχνικών εκδηλώσεων που πραγματοποιούνται κάθε Οκτώβριο στη Θεσσαλονίκη.
[λόγ. (Άγιος) Δημήτρ(ιος) (όν. του πολιούχου της Θεσσαλονίκης) -ια 3 (διαφ. το ελνστ. τά Δημήτρια `γιορτή προς τιμή της θεάς Δήμητρας΄)]



