Παράλληλη αναζήτηση
| 725 εγγραφές [171 - 180] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ινστιτούτο το [institúto] Ο39 : α. ονομασία που δίνεται σε ορισμένους οργανισμούς οι οποίοι ασχολούνται με την προαγωγή επιστημονικού, καλλιτεχνικού ή τεχνικού κλάδου· (πρβ. ίδρυμα, κέντρο): Iνστιτούτο Nεοελληνικών Σπουδών. Iνστιτούτο Γεωλογικών και Mεταλλευτικών Ερευνών. Γαλλικό Iνστιτούτο. || το κτίριο στο οποίο στεγάζεται ένα ινστιτούτο. β. ονομασία, τίτλος που δίνεται για εμπορικούς και διαφημιστικούς σκοπούς σε ιδιωτικές οικονομικές επιχειρήσεις.
[λόγ. < νλατ. institut(um) -ον < λατ. institutum `σχέδιο, ταχτοποίηση, καθορισμός΄ ή ιταλ. istituto (στη νέα σημ.) < λατ. institutum με επαναφορά του [n] από τη λατ. μορφή για να δείχνει η λ. περισσότερο λόγια (διαφ. το μσν. τα ινστιτούτα `εισαγωγές των νόμων΄)]
- ιντερμέτζο το [intermédzo] Ο39 : μικρή αυτοτελής μουσική σύνθεση η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ των μερών μιας άλλης μεγάλης σύνθεσης· (πρβ. ιντερμέδιο).
[λόγ.(;) < ιταλ. intermezzo]
- ινωδογόνο το [inoδoγóno] Ο39 : (ιατρ.) ουσία που περιέχεται στο πλάσμα του αίματος και αποτελεί παράγοντα πήξης του.
[λόγ. ινώδ(ης) -ο- + -γόνον, ουδ. του -γόνος, σφαλερά αντί π.χ. “ινογόνο”, μτφρδ. γερμ. Fibrogen (-gen = -γόνος)]
- ίο το [ío] Ο39 : μενεξές.
[λόγ. < αρχ. ἴον]
- ιπποτροφείο το [ipotrofío] Ο39 : το μέρος όπου γίνεται συστηματική εκτροφή αλόγων· ιπποφορβείο.
[λόγ. < ελνστ. ἱπποτρο φεῖον]
- ιπποφορβείο το [ipoforvío] Ο39 : το μέρος όπου γίνεται συστηματική εκτροφή αλόγων· ιπποτροφείο.
[λόγ. ιπποφορβ(ή) -είον < ιππο-I + αρχ. φορβή `τροφή αλόγων΄ (πρβ. αρχ. ἱπποφόρβιον)]
- ίσο το [íso] Ο39 : 1. (μουσ.) σημαδόφωνο της παλαιάς και νέας σημειογραφίας της βυζαντινής μουσικής. 2. η μουσική συνοδεία της κύριας μελωδίας στη βυζαντινή μουσική· ισοκράτημα: Kρατώ το ~, εκτελώ τη μουσική συνοδεία και ως ΦΡ συμφωνώ συνεχώς με τις απόψεις κάποιου· (πρβ. σιγοντάρω).
[ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ίσος]
- ιστίο το [istío] Ο39 : (λόγ.) το πανί οποιουδήποτε θαλάσσιου σκάφους (πλοίου, βάρκας) ή μηχανής που κινείται με τη δύναμη του ανέμου (ανεμόμυλου): Tα ιστία ενός πλοίου, τα πανιά ή άρμενα.
[λόγ. < αρχ. ἱστίον]
- ιστιοφόρο το [istiofóro] Ο39 : θαλάσσιο σκάφος που κινείται αποκλειστικά με τη δύναμη του ανέμου: Σήμερα τα ιστιοφόρα χρησιμοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά ως σκάφη αναψυχής.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. ἱστιοφόρος]
- ισχίο το [isxío] Ο39 : (ανατ.) το γύρω από την άρθρωση των μηριαίων οστών μέρος του σώματος.
[λόγ. < αρχ. ἰσχίον]



