Παράλληλη αναζήτηση
| 725 εγγραφές [251 - 260] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κουαρτέτο το [kuartéto] Ο39 : 1. μουσική σύνθεση που εκτελείται από τέσσερις μουσικούς: ~ για έγχορδα. Tα κουαρτέτα του Mπραμς. 2. ομά δα, συγκρότημα τεσσάρων μουσικών που εκτελούν μια σύνθεση: Φωνητικό ~. ~ εγχόρδων. 3. (συνήθ. ειρ., πειραχτικά) ομάδα τεσσάρων ατόμων που συνδέονται ή συνεργάζονται στενά και που συνήθ. παρουσιάζονται μαζί.
[λόγ. < ιταλ. quartetto]
- κουζινέτο 1 το [kuzinéto] Ο39 : μικρή συσκευή για το μαγείρεμα.
[ιταλ.(;)]
- κουζινέτο 2 το : (μηχανολ.) στοιχείο μηχανής που στηρίζει και οδηγεί έναν περιστρεφόμενο άξονα· έδρανο.
[ιταλ. cuscinetto ( [s > z] ;)]
- κουιντέτο το [kuintéto] Ο39 : 1. μουσική σύνθεση που εκτελείται από πέντε μουσικούς: ~ για έγχορδα. 2. ομάδα, συγκρότημα πέντε μουσικών που εκτελούν μαζί μια σύνθεση. 3. (συνήθ. ειρ., πειραχτικά) ομάδα πέντε ατόμων που συνδέονται ή συνεργάζονται στενά και που συνήθ. παρουσιάζονται μαζί.
[λόγ. < ιταλ. quintetto]
- κουμάντο το [kumándo] Ο39 (χωρίς πληθ.) : (προφ.) η ρύθμιση, η τακτοποίηση, ο έλεγχος επάνω σε κτ. ή σε κπ.: Δεν ξέρει να κάνει ~. ~ θα μου κάνεις τώρα; Ποιος κάνει ~ εδώ μέσα; Δε θα κάνεις εσύ ~ στη ζωή μου. Έχει καλό / κακό ~, διαχείριση.
[ιταλ. comando ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [m] )]
- κουράγιο το [kurájo] Ο39 : η ψυχική αντοχή με την οποία αντιμετωπίζει κάποιος τις δύσκολες καταστάσεις: Έχω / κάνω / παίρνω / δίνω ~. Είναι γυναίκα με ~. Mη χάνεις το ~ σου! Πρέπει να βρεις το ~ να αντιμετωπίσεις το πρόβλημα. ~ φίλε! || το θάρρος, η τόλμη: Δεν είχα το ~ να της πω την αλήθεια. Πού το βρήκες το ~ να του αντιμιλήσεις; ~ που το ΄χει να βγαίνει έξω με τέτοιον καιρό! ΦΡ χαρά* στο ~ του!
[ιταλ. coraggio ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] )]
- κουρείο το [kurío] Ο39 : το κατάστημα του κουρέα.
[λόγ. < αρχ. κουρεῖον]
- κουφέτο το [kuféto] Ο39 : 1. μικρό ζαχαρωτό, συνήθ. ωοειδές, που αποτελείται συνήθ. από ένα αμύγδαλο καλυμμένο από σκληρό στρώμα ζάχαρης και που προσφέρεται στους γάμους και στα βαφτίσια. ΠAΡ ΦΡ όρσε*, γαμπρέ, κουφέτα! 2. (μτφ.) α. για ρούχα πολύ άσπρα ή πολύ καθαρά: ~ έγιναν τα σεντόνια. β. για κτ. πολύ όμορφο, τρυφερό και ανάλαφρο, συνήθ. για μικρό παιδί.
κουφετάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. κουφέτο < κουμφέτο με αποβ. του [m] πριν από [f] < ιταλ. confetto (προφ. [mf] ) και [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [f] ]
- κοχύλι το [koxíli] Ο39 : όστρακο που περιβάλλει το σώμα των περισσότερων μαλακίων.
[αρχ. κογχύλιον με αποβ. του [n] πριν από [x] ]
- κρανίο το [kranío] Ο39 : ο σκελετός της κεφαλής και ειδικότερα το οστέινο περίβλημα του εγκεφάλου: Tα οστά του κρανίου και τα οστά του προσώπου. Ο θόλος / η βάση του κρανίου. Kρανίου τόπος, ο Γολγοθάς και ως ΦΡ για ολοκληρωτική καταστροφή και ερήμωση ενός τόπου. ΦΡ τα παίρνω* στο ~. (απαρχ.) τρικυμία* εν κρανίω.
[λόγ. < αρχ. κρανίον]



