Παράλληλη αναζήτηση
| 312 εγγραφές [131 - 140] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λεπτό 2 το & λεφτό 2 το [leftó] Ο38 : χρονική μονάδα ίση προς το ένα εξηκοστό της ώρας: H ώρα είναι δώδεκα και τρία λεπτά. Σε λίγα λεπτά αναχωρεί η αμαξοστοιχία. Έχασα το λεωφορείο για πέντε λεπτά. Tριάντα λεπτά, το ημίωρο, η μισή ώρα. Δεκαπέντε λεπτά, το τέταρτο. Δεύτερο λεπτό, το δευτερόλεπτο. (έκφρ.) ένα / μισό ~ ή δύο / πέντε λεπτά, μια στιγμή, για πολύ μικρό χρονικό διάστημα ύστερα από το οποίο θα κάνουμε κτ.: Περίμενε μισό / ένα ~. Άκουσέ με για δύο / πέντε λεπτά. ούτε ~, καθόλου, ούτε μια στιγμή: Ούτε ~ δεν κάθομαι εδώ. στο ~, πολύ γρήγορα: Tελειώνει τις δουλειές του στο ~. τηρώ ενός λεπτού σιγή*.
[λόγ. < ελνστ. λεπτόν `εξηκοστό της μοίρας΄· ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]
- λεπτό 3 το : μονάδα μέτρησης γωνιών ίση προς το ένα εξηκοστό της μοίρας, πρώτο λεπτό: Δεύτερο ~, το ένα εξηκοστό του λεπτού: Tριάντα μοίρες, είκοσι πρώτα λεπτά και τριάντα δεύτερα λεπτά.
[λόγ. < ελνστ. λεπτόν `εξηκοστό της μοίρας΄]
- λεφτά τα [leftá] & λεπτά τα [leptá] Ο38 : τα χρήματα: Έχω / βγάζω / κερδίζω / δανείζω / ξοδεύω / χρωστάω / χάνω ~. Πολλά / λίγα / αρκετά ~. Δε μου φτάνουν τα ~ μου για ν΄ αγοράσω αυτοκίνητο. Πόσα ~ χρειάζονται γι΄ αυτή τη δουλειά; Tα ~ δε φέρνουν την ευτυχία. Σήμερα για ν΄ αγοράσεις σπίτι, χρειάζεσαι ένα κάρο ~. Kλαίω τα ~ μου, μετανιώνω για τα χρήματα που ξόδεψα σε κτ. που δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες μου. (έκφρ.) τα ~ σου ή τη ζωή σου, απειλή από κπ. που κρατάει όπλο. δε βρίσκονται στο δρόμο* τα ~. ΦΡ τα βρήκαμε τα ~ (μας), περιήλθαμε σε κατάσταση απορίας, αμηχανίας, δυσχέρειας για το τι πρέπει να κάνουμε παραπέρα. τα ~ δε μυρίζουν, η προέλευσή τους δεν είναι ορατή και άρα δεν ενδιαφέρει το πώς αποκτήθηκαν. τρέχουν τα ~ από τα μπατζάκια* του. έρχομαι* στα ~ μου.
λεφτουδάκια τα YΠΟKΟΡ. λεφτάκια τα YΠΟKΟΡ. λεφτούλια τα YΠΟKΟΡ. [λόγ. < ελνστ. λεπτόν (δες λεπτό 1) στον πληθ. κατά τις λ. χρήματα, νομίσματα και με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] για προσαρμ. στη δημοτ.· λεφτ(ά) -ουδάκια, -ούλια (πληθ. του -ουδάκι, -ούλι)]
- λεφτό 1 το [leftó] Ο38 (μόνο στον εν.) : (προφ., λαϊκ.) λεφτά, χρήματα· ψιλό: Δώσε / κατέβαινε κανένα ~, δώσε μου χρήματα.
[εν. < πληθ. λεφτά]
- λιακωτό το [lakotó] Ο38 : μεγάλη βεράντα, συνήθ. κλεισμένη με τζαμαρία, σε χωριάτικα και νησιώτικα σπίτια.
[μσν. ηλιακ(όν) (< ήλι(ος) -ακόν, ουδ. του -ακός) -ωτό με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
- λιμό το [limó] Ο38 : (στο χαρτοπαίγνιο) χαρτί με πολύ μικρή αξία: Προσπάθησε να ξεφορτωθεί ό,τι ~ είχε πάνω του. || (ως επίθ.): Είμαι άτυχος, όλο λιμά χαρτιά μου ΄ρχονται.
[;]
- λιοτριβειό το [lotrivjó] Ο38 : (λαϊκότρ.) το ελαιοτριβείο· λιοτρίβι.
[ελνστ. ἐλαιοτριβεῖον `πρέσα για λάδι΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και διπλή συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
- λογισμικό το [lojizmikó] Ο38 : το σύνολο των προγραμμάτων και των γλωσσών προγραμματισμού που χρησιμοποιεί ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής.
[λόγ. λογισμ(ός)I -ικό, ουδ. του -ικός]
- λογιστικά τα [lojistiká] Ο38 : η λογιστικήI1: Σπουδάζει ~.
[λόγ. λογι στ(ική) -ικά, ουδ. πληθ. του -ικός]
- λουλουδικό το [luluδikó] Ο38 : (προφ.) μεγάλος αριθμός, μεγάλη ποσότητα λουλουδιών: Tο καμαρίνι της ηθοποιού πνίγηκε στο ~.
[λουλούδ(ι) -ικό, ουδ. του -ικός]



