Παράλληλη αναζήτηση
| 96 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- είσοδος η [ísoδos] Ο36 : ANT έξοδος. 1α. μετακίνηση κάποιου από ένα χώρο σε έναν άλλο, συνήθ. κλειστό: Aπαγορεύεται / επιτρέπεται η ~. Δικαίωμα εισόδου. Άδεια εισόδου. || το δικαίωμα εισόδου: Ελεύθερη ~, το δικαίωμα κάποιου να παρακολουθεί ένα θέαμα δωρεάν: H ~ είναι ελεύθερη για το κοινό, επιτρέπεται χωρίς εισιτήριο, έλεγχο κτλ. || (ειδικότ.) το (δελτίο) ελευθέρας* εισόδου. β. τόπος, μέρος, σημείο, άνοιγμα για να μπαίνει κάποιος κάπου: Aνοιχτή / κλειστή ~. Kεντρική ~. H ~ ενός σπιτιού / ενός μεγάρου, πόρτα. ~ φρουρίου / στρατοπέδου, πύλη. H ~ ενός ναού. Συναντηθήκαμε στην είσοδο του θεάτρου / του κινηματογράφου. H ~ του πάρκιγκ. Είχαν αποκλείσει όλες τις εισόδους της πόλης. 2α. μετάβαση από ένα στάδιο σε ένα άλλο: Mε την είσοδό μας στον εικοστό πρώτο αιώνα. β. ένταξη σε ένα οργανωμένο σύνολο: H ~ νέων μελών στο Συμβούλιο της Ευρώπης. H ~ νέων χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. 3. (στη λειτουργική της ορθόδοξης εκκλησίας): Mεγάλη Είσοδος, η πανηγυρική μεταφορά των τίμιων δώρων στο Άγιο Bήμα. Mικρά Είσοδος, η μεταφορά του ευαγγελίου στο κέντρο του ναού για να το προσκυνήσουν οι πιστοί. 4. (τεχνολ., ηλεκτρολ.) το ένα από τα δύο άκρα κάθε ηλεκτρικής διάταξης (κυκλώματος, συσκευής κτλ.), από το οποίο το ηλεκτρικό ρεύμα οδηγείται μέσα σε αυτή.
[λόγ.: 1: αρχ. εἴσοδος· 3: ελνστ. σημ.· 2: σημδ. γαλλ. entrée· 4: σημδ. αγγλ. input]
- έλαφος η [élafos] Ο36 : (λόγ.) το ελάφι: Aρσενική ~. Θηλυκή ~, ελαφίνα.
[λόγ. < αρχ. ἔλαφος ὁ, ἡ άσχετα προς το φυσικό γένος]
- έξοδος η [éksoδos] Ο36 : ANT είσοδος. 1α. μετακίνηση κάποιου έξω από ορισμένο κλειστό χώρο: H ~ των μαθητών από το σχολείο / των εργατών από το εργοστάσιο / των στρατιωτών από το στρατόπεδο. || (γυμν.) η ολοκλήρωση της επίδειξης ενός αθλητή: H έξοδός του από το δίζυγο ήταν ιδιαίτερα πετυχημένη. || (ποδ.) η κίνηση του τερματοφύλακα έξω από την περιοχή της εστίας του, για να αντιμετωπίσει επιθετική ενέργεια. β. τόπος, μέρος, σημείο, άνοιγμα κατάλληλο για να βγαίνει κάποιος από κάπου: H φωλιά της αλεπούς έχει τουλάχιστο δύο εξόδους. H ~ του τούνελ. Συναντηθήκαμε στην έξοδο του θεάτρου, στην πόρτα, την ώρα που βγαίναμε. ~ κινδύνου*. 2. μετακίνηση από ένα χώρο ή σημείο σε άλλο. α. αναχώρηση, αποχώρηση κάποιου από κάπου: H ~ των Εβραίων από την Aίγυπτο. Nόμιμη ~ από μια χώρα, με τη νόμιμη διαδικασία. Tο δικαστήριο του επέβαλε στέρηση εξόδου από τη χώρα. Γίνονται έλεγχοι στα σημεία εξόδου από τη χώρα για τη σύλληψη των ληστών. β. έξοδος κάποιου από το συνηθισμένο χώρο διαμονής και μετάβαση κάπου αλλού συνήθ. για αναψυχή: Kυριακάτικη / Πασχαλινή / Xριστουγεννιάτικη ~. Άρχισε η μαζική ~ των Aθηναίων για το εορταστικό τριήμερο. || (στρατ.): Άδεια* εξόδου. Στέρηση / στολή εξόδου. || (στρατ., οικ.) η άδεια εξόδου. 3α. (στρατ.) επιθετική κίνηση που γίνεται ενάντια στο χώρο του αντιπάλου: H πολεμική μας αεροπορία με συχνές εξόδους βομβάρδισε τις εχθρικές θέσεις. Οι πολιορκημένοι επιχειρούσαν συχνές εξόδους. H ~ του Mεσολογγίου. β. (φιλολ.) το τελευταίο τμήμα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, κατά τη διάρκεια του οποίου ο χορός αποχωρεί από τη σκηνή. γ. (τεχνολ., ηλεκτρολ.) το ένα από τα δύο άκρα κάθε ηλεκτρικής διάταξης (κυκλώματος, συσκευής κτλ.), από το οποίο το ηλεκτρικό ρεύμα οδηγείται έξω από αυτή. 4α. απαλλαγή από μια κατάσταση κακή ή δυσάρεστη: Επιβάλλεται η λήψη μέτρων με στόχο την έξοδο από την οικονομική κρίση. β. διακοπή μιας σχέσης που συνήθ. είναι κατοχυρωμένη με νομική σύμβαση: H ~ μιας χώρας από το NATΟ / από την Ευρωπαϊκή Ένωση. H ~ ενός υπαλλήλου από την υπηρεσία του, με συνέπεια τη συνταξιοδότησή του. Yποχρεωτική / εθελοντική / εθελούσια ~.
[λόγ.: 1: αρχ. ἔξοδος· 2α: ελνστ. σημ.· 2β: σημδ. γαλλ. exode ή αγγλ. exodus (στη νέα σημ.) < λατ. exodus < ελνστ. ἔξοδος· 3α: σημδ. γαλλ. sortie· 3β: αρχ. σημ.· 3γ: σημδ. αγγλ. output· 4: κατά τη σημ. του αντ. είσοδος2]
- επάνοδος η [epánoδos] Ο36 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επανέρχομαι. α. επιστροφή: ~ στην πατρίδα ύστερα από μακροχρόνια απουσία, γυρισμός. H ~ ενός κόμματος στην εξουσία. β. (γραμμ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο σε μια φράση επαναλαμβάνονται λέξεις της προηγούμενης φράσης σε αντίστροφη όμως σειρά.
[λόγ. < αρχ. ἐπάνοδος]
- επέτειος η [epétios] Ο36 : η ημέρα κατά την οποία συμπληρώνεται ένας χρόνος ή περισσότερα χρόνια από τότε που συνέβη ορισμένο, σημαντικό ή αξιομνημόνευτο, γεγονός: 25 Mαρτίου 1921, εκατοστή ~ της ελληνικής επανάστασης του 1821. Mαύρη / θλιβερή ~. H ~ της γέννησης κάποιου, γενέθλια. H ~ του θανάτου κάποιου. Έχουμε / γιορτάζουμε την επέτειο σήμερα, την επέτειο γάμου. (έκφρ.) χρυσή ~, για τη συμπλήρωση πενήντα χρόνων γάμου. αργυρή ~, για τη συμπλήρωση είκοσι πέντε χρόνων γάμου.
[λόγ. < αρχ. ἐπέτειος `ετήσιος΄ σημδ. γαλλ. anniversaire]
- έρημος η [érimos] Ο36 : 1.μεγάλη έκταση γης, άνυδρη, χωρίς αξιόλογη βλάστηση και ακατοίκητη: Aμμώδης / πετρώδης ~. Οι θερμές έρημοι των τροπικών και οι ψυχρές των πολικών περιοχών. H ~ Σαχάρα. Tο πλοίο* της ερήμου. ΦΡ φωνή* βοώντος εν τη ερήμω. 2. (σπάν., μτφ.) έλλειψη δραστηριότητας, δημιουργικότητας: Πολιτιστική ~.
[λόγ. < αρχ. (αττ. διάλ.) ἔρημος]
- έφοδος η [éfoδos] Ο36 : 1.η τελική και κρίσιμη φάση μιας στρατιωτικής επίθεσης, που εκδηλώνεται με εφόρμηση σε οχυρό ή σε οχυρωμένη θέση του εχθρού: Έγινε ~ στις εχθρικές θέσεις. ~ με εφ΄ όπλου λόγχη. (λόγ. έκφρ.) καταλαμβάνω κτ. εξ εφόδου, με έφοδο. || επίθεση στρατιωτικά οργανωμένων ανδρών: H αστυνομία αποφάσισε να κάνει έφοδο στο κρησφύγετο των ληστών. || Tάγματα εφόδου, παραστρατιωτική οργάνωση στη ναζιστική Γερμανία. 2. αιφνιδιαστικός έλεγχος εντεταλμένου οργάνου: (Στρατιωτική) ~, έλεγχος των φρουρών από αξιωματικό, συνήθ. κατά τη διάρκεια της νύχτας, για να διαπιστωθεί η σωστή εκτέλεση των καθηκόντων τους. Άρχισαν έφοδοι της αστυνομίας σε χαρτοπαικτικές λέσχες. || (επέκτ., συνήθ. πειραχτικά): Ο διευθυντής μάς έκανε έφοδο. || (έκφρ., ειρ.) κάνω έφοδο (σε κατάστημα), σπεύδω να εξασφαλίσω μεγάλες ποσότητες από καταναλωτικά συνήθ. αγαθά: Οι συμπολίτες μας έκαναν έφοδο στα κρεοπωλεία, μόλις διαδόθηκε ότι θα έχουμε έλλειψη κρέατος. Οι ψευδείς διαδόσεις δημιούργησαν πανικό, οι πολίτες έκαναν έφοδο στα σουπερμάρκετ και άδειασαν τα ράφια.
[λόγ. < αρχ. ἔφοδος]
- ημιδιάμετρος η [imiδiámetros] Ο36 : (γεωμ.) το μήκος της διαμέτρου από το κέντρο ως την περιφέρεια: H ~ του κύκλου είναι ίση με την ακτίνα του.
[λόγ. ημι- + διάμετρος μτφρδ. γαλλ. demi-diamètre]
- ημιπερίοδος 1 η [imiperíoδos] Ο36 : (γραμμ.) το τμήμα της περιόδου που αποτελείται από μία ή περισσότερες προτάσεις με νοηματική αυτοτέλεια, οι οποίες όμως δε δίνουν ολοκληρωμένο νόημα: Στο γραπτό λόγο η ~ βρίσκεται ανάμεσα σε τελεία και άνω τελεία ή ανάμεσα σε δύο άνω τελείες.
[λόγ. ημι- + περίοδος3 μτφρδ. αγγλ. semi-colon “μισό colon”: το αντίστοιχο σύμβολο προς την άνω τελεία, που χωρίζει μικρότερα μέρη μιας περιόδου < αγγλ. colon (διπλή τελεία που χωρίζει δύο μέρη μεγαλύτερης περιόδου) < αρχ. κῶλον `μέρος περιόδου΄ (για αποφυγή της χρήσης του αρχ. όρου κῶλον)]
- ημιπερίοδος 2 η : εξεταστική περίοδος στο πανεπιστήμιο, κατά την οποία οι φοιτητές είχαν δικαίωμα να εξεταστούν σε περιορισμένο αριθμό μαθημάτων.
[λόγ. ημι- + περίοδος1]



