Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο33 (δύναμη, δύναμης / δυνάμεως, δυνάμεις)
2.388 εγγραφές [181 - 190]
ανασυγκόλληση η [anasiŋgólisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανασυγκολλώ: Έγινε ~ του κομμένου χεριού από τους γιατρούς. H ~ των κομμάτων του κέντρου.

[λόγ. ανασυγκολλη- (ανασυγκολλώ) -σις > -ση]

ανασυγκρότηση η [anasiŋgrótisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανασυγκροτώ: ~ των δημόσιων υπηρεσιών / του στρατού. Οικονομική ~ μιας χώρας.

[λόγ. ανασυγκροτη- (ανασυγκροτώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. réconstruction & αγγλ. reconstruction]

ανασύνδεση η [anasínδesi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανασυνδέω: ~ δύο καλωδίων / του τηλεφώνου / των σχέσεων.

[λόγ. ανασυνδέ(ω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. renouement & αγγλ. reconnection]

ανασύνθεση η [anasínθesi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανασυνθέτω· ανασυγκρότηση, αναδιοργάνωση: H ~ της στρατιωτικής ηγεσίας. ~ της κυβερνήσεως, ανασχηματισμός. (φυσ.) H ~ του λευκού φωτός.

[λόγ. ανασυνθέ(τω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. recomposition]

ανασύνταξη η [anasíndaksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανασυντάσσω: ~ των δυνάμεων του έθνους / του στρατού, αναδιοργάνωση. ~ των εκλογικών καταλόγων.

[λόγ. ανασυντακ- (ανασυντάσσω) -σις > -ση (διαφ. το ελνστ. ἀνασύνταξις `επανεκτίμηση πολεμικού φόρου΄)]

ανάσυρση η [anásirsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανασύρω.

[λόγ. ανασύρ(ω) -σις > -ση]

ανασύσταση η [anasístasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανασυνιστώ: ~ συλλόγων, σωματείων κι άλλων οργανώσεων που είχαν διαλυθεί από τη δικτατορία.

[λόγ. ανασυστα- (δες ανασυνιστώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. reconstitution]

ανάσχεση η [anásxesi] Ο33 : επιτυχής αντιμετώπιση και ιδίως περιορισμός της έκτασης μιας δυσάρεστης ενέργειας ή κατάστασης: ~ της εχθρικής προέλασης / του πληθωρισμού. Mέτρα / φάρμακα για την ~ μιας επιδημίας.

[λόγ. < ελνστ. ἀνάσχε(σις) -ση, αρχ. σημ.: `σήκωμα ψηλά΄]

ανάταξη η [anátaksi] Ο33 : (ιατρ.) επαναφορά στη θέση του ενός μέλους ή οργάνου του σώματος: ~ κατάγματος / κήλης / μήτρας.

[λόγ. < ελνστ. ἀνάταξις `διάταξη΄ (-σις > -ση) σημδ. αγγλ. taxis < αρχ. τάξις `τοποθέτηση΄ (προσθήκη του ανα- ίσως για διάκρ. από τη λ. τάξη)]

ανατάραξη η [anatáraksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναταράσσω: Aναταράξεις του αεροπλάνου λόγω κενών αέρος. (μετεωρ.) Aτμοσφαιρική ~.

[λόγ. αναταρακ- (αναταράσσω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. perturbation]

< Προηγούμενο   1... 17 18 [19] 20 21 ...239   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες