Παράλληλη αναζήτηση
| 98 εγγραφές [81 - 90] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τάση η [tási] Ο31 : I. για φαινόμενο που ακολουθεί μια κατεύθυνση χωρίς να έχει ακόμη ολοκληρώσει την πορεία του. 1α. φυσική συνήθ. προδιάθε ση ενός ατόμου: Έχει ~ για παχυσαρκία. Έχει την ~ να λέει ψέματα. Έχει κακές τάσεις, ροπές. H ~ του ανθρώπου προς το κακό / προς την τελειότητα. || κλίση, έμφυτη ικανότητα: Άτομο με καλλιτεχνικές τάσεις. β. προτίμηση που έχει ομαδικό χαρακτήρα: Επικρατεί / υπάρχει η ~ να εγκατα λείπουν οι κάτοικοι το κέντρο των πόλεων. γ. εξελικτική πορεία οικονομι κών μεγεθών: H δραχμή παρουσιάζει ανοδική / πτωτική ~. Ο τιμάριθμος παρουσιάζει πληθωριστικές τάσεις. 2. (συνήθ. πληθ.) α. ρεύματα, προσα νατολισμοί σε έναν πολιτιστικό, κοινωνικό ή πολιτικό τομέα: Aνανεωτικές τάσεις στο χώρο της ζωγραφικής / της λογοτεχνίας / της αρχιτεκτονικής. Mέσα στο κόμμα υπάρχουν δεξιές / αριστερές τάσεις. β. επιδιώξεις, διαθέσεις: Οι επεκτατικές τάσεις των λαών προκαλούν τους πολέμους. 3. διάθεση για ικανοποίηση μιας σωματικής ανάγκης: ~ για εμετό / για ούρηση. 4. (λόγ.) τέντωμα. || αίσθημα τάσης, που προκαλείται από ανωμαλία σε κάποιο όργανο ή τμήμα του σώματος. II1. (ηλεκτρολ.) η δύναμη που ασκείται στη ροή του ηλεκτρικού ρεύματος σε ένα κύκλωμα· διαφορά δυναμικού· βολτάζ: Ως μονάδα τάσης χρησιμοποιείται το βολτ. Ρεύμα υψηλής / χαμηλής τάσης. Όταν υπερφορτίζεται το δίκτυο πέφτει η ~. 2. (μηχ.) οι εσωτερικές δυνάμεις που αναπτύσσονται στα διάφορα σώματα, για να εξουδετερώσουν τις παραμορφώσεις που υφίστανται από εξωτερικά αίτια.
[λόγ. < αρχ. τά(σις) `τέντωμα΄ -ση & σημδ. γαλλ. tension]
- τέρψη η [térpsi] Ο31 : ευχαρίστηση: Θέαμα που προκαλεί αισθητική ~. || ψυχαγωγία: Aνέκδοτα και αστεία που προκαλούσαν την ~ του ακροατηρίου. || (συνήθ. ειρ.) προς τέρψιν του κοινού / του ακροατηρίου κτλ., για θέαμα ή για ακρόαμα χαμηλής ποιότητας.
[λόγ. < αρχ. τέρψις (-σις > -ση)]
- τήξη η [tíksi] Ο31 : (φυσ.) η μεταβολή ενός σώματος από στερεό σε υγρό, υπό την επίδραση της θερμότητας. ANT πήξη: Σημείο τήξης ενός σώματος. H ~ του πάγου / των μετάλλων.
[λόγ. < αρχ. τῆξις (-σις > -ση)]
- τίγρη η [tíγri] Ο31 & τίγρης ο [tíγris] Ο10 πληθ. τίγρεις : 1. μεγαλόσωμο σαρκοβόρο και αιμοβόρο θηλαστικό της Aσίας, με καστανόξανθο τρίχω μα που έχει μαύρες ραβδώσεις: Bασιλική / ανθρωποφάγος ~. Όρμησε σαν ~. Tίγρεις της Iνδίας. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός: α. γυναίκας άγριας και σκληρής. β. άντρα γενναίου και τολμηρού.
[λόγ. < ελνστ. ἡ τίγρις, αρχ. ὁ τίγρης μεταπλ. -ις > -η, -ης]
- τμήση η [tmísi] Ο31 : (λόγ.) η ενέργεια του τέμνω.
[λόγ. < αρχ. τμῆ(σις) -ση]
- τρήση η [trísi] Ο31 : (λόγ.) τρύπημα.
[λόγ. < αρχ. τρῆ(σις) -ση]
- τύψη η [típsi] Ο31 : δυσάρεστη ψυχική κατάσταση που δημιουργεί το συναίσθημα της ενοχής: Aισθάνομαι / έχω τύψεις (συνειδήσεως). Ομολόγη σε το έγκλημα, επειδή τον βασάνιζαν οι τύψεις. Έχω τύψεις που του αρνήθηκα τη βοήθειά μου. H ~ είναι η τιμωρία που μας επιβάλλει η συνείδηση.
[λόγ. < ελνστ. τύψις `χτύπημα΄ κατά τη φρ. τύπτειν τήν συνείδησιν (-σις > -ση)]
- ύβρη η [ívri] Ο31 : ύβρις2.
[< ύβρ(ις) μεταπλ. -η για προσαρμ. στη δημοτ.]
- φάση η [fási] Ο31 : 1. καθένα από τα στάδια, καθεμία από τις στιγμές ή τις περιόδους που αποτελούν διακριτά τμήματα της εμφάνισης, της πορείας, της εξέλιξης ενός φαινομένου ή γεγονότος μέσα στο χρόνο: Πρώτη / αρχική / δεύτερη / προχωρημένη / τελική ~. Kρίσιμη / ενδιαφέρουσα / αποφασιστική ~. Οι διαδοχικές φάσεις μιας εγχείρησης. ~ ανάπτυξης / κάμψης / ανάκαμψης. Οι διαπραγματεύσεις για τα πυρηνικά μπήκαν σε νέα ~. Ο καλλιτέχνης είναι σε δημιουργική ~. Tα πειράματα βρίσκονται στην τελική ~. H Ευρώπη έχει μπει από καιρό σε ~ οικονομικής ολοκλήρωσης. || (προφ., λαϊκ.) περίοδος, στιγμή: Tον πέτυχα σε άσκημη ~, μόλις είχε χάσει τα λεφτά του στα χαρτιά. Είμαι σε ~ που περνάω καλά. (έκφρ.) έχει ~, για κτ. ή για κπ. που παρουσιάζει ενδιαφέρον, που είναι ευχάριστο, διασκεδαστικό ή πρωτότυπο. 2. (αθλ., κυρ. ποδ., μπάσκετ, βόλεϊ) χρόνος ή τμήμα χρόνου κατά το οποίο εκτυλίσσεται μια ενέργεια ή μια διακριτή σειρά ενεργειών ενός ή περισσότερων παικτών: H τηλεόρα ση δείχνει τις κυριότερες / σπουδαιότερες φάσεις από τους αγώνες της Kυριακής. Ο διαιτητής παρακολούθησε τη ~ από κοντά και την άφησε να εξελιχτεί. Aγώνας πλούσιος / φτωχός σε φάσεις. Tιμωρήθηκε αυστη ρά, γιατί χτύπησε τον αντίπαλο παίκτη εκτός φάσεως, χωρίς το χτύπημα να προκύπτει από τη φυσιολογική εξέλιξη, από τις συνθήκες του αγώνα. 3. (επιστ.) α. (ηλεκτρ.) καθένα από τα κυκλώματα σε ένα πολυφασικό ηλεκτρικό σύστημα ή καθένας από τους αγωγούς σε ένα ηλεκτρικό δίκτυο: Ρεύμα τριών φάσεων, τριφασικό. Διαφορά φάσεως. β. (μηχ.) μέγεθος που δείχνει την κατάσταση ταλάντωσης ενός κύματος σε μια ορισμένη θέση ή μια ταλάντωση σε μια ορισμένη χρονική στιγμή, που επαναλαμβάνεται στο χρόνο και σε σταθερά διαστήματα. γ. (φυσ., χημ.) ομογενές (από φυσική και χημική άποψη) τμήμα ενός συστήματος σε ισορροπία: Yγρή / στερεά / αέρια ~ των σωμάτων. δ. (γεωλ.) σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, που αποτελεί τμήμα μιας μεγαλύτερης γεωλογικής περιόδου. ε. (αστρον.) καθεμιά από τις διαφορετικές (φωτεινές) όψεις της Σελήνης ή άλλων ουράνιων σωμάτων, όψεις που παρατηρούνται διαδοχικά και κυκλικά και εξαρτώνται από τη θέση των σωμάτων αυτών σε σχέση με τον Ήλιο ή με τη Γη: Οι (τέσσερις) φάσεις της Σελήνης. Ο φάσεις της Aφροδίτης / του Ερμή.
[λόγ.: 3ε: ελνστ. φάσεις (“εμφανίσεις”), αρχ. σημ.: `εμφάνιση΄· 1-3δ: σημδ. αγγλ. phase (< νλατ. phasis < ελνστ. φάσις)]
- φθίση η [fθísi] Ο31 : (παρωχ.) η φυματίωση.
[λόγ. < αρχ. φθί(σις) -ση]



