Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο30 (νίκη, νίκης, νίκες)
429 εγγραφές [291 - 300]
πλαστίνη η [plastíni] Ο30 : η κυριότερη λευκωματώδης ουσία του πρωτοπλάσματος των κυττάρων.

[λόγ. < γερμ. Ρlastin (-in = -ίνη) < αρχ. θ. πλαστ- (πλάθω)]

πλάτη η [pláti] Ο30 : 1α. το οπίσθιο τμήμα του κορμού του ανθρώπινου σώματος από τον αυχένα και τους ώμους ως τη μέση· ράχη, νώτα: Πόνος / τραύμα / μαχαιριά στην ~. Tο φόρεμα αφήνει ακάλυπτη την ~. Tον χτύπησε φιλικά στην ~. Aκουμπούσαν ~ με ~. || (πληθ.): Έχει φαρδιές / στενές / δυνατές πλάτες. (έκφρ.) σηκώνω* τις πλάτες μου. γυρίζω* / γυρνώ σε κπ. την ~. δείχνω* σε κπ. την ~. ΦΡ κάνω πλάτες σε κπ., υποβοηθώ, καλύπτω κπ. που κάνει μια (συνήθ. επιλήψιμη, παράνομη) πράξη. έχω γερές πλάτες, διαθέτω ισχυρούς προστάτες, ισχυρά μέσα. βάζω ~, βοη θώ, στηρίζω κπ. πίσω* από την ~ μου. χτυπούν τα πόδια του / οι φτέρνες του στην ~, για κπ. που (για κπ. λόγο) τρέχει πολύ γρήγορα. || (μτφ.): Bαριές ευθύνες / υποχρεώσεις έπεσαν στις πλάτες του. Φορτώνομαι* κτ. στην ~ μου και ως έκφραση. (έκφρ.) κουβαλώ* κπ. στην ~ μου. || (ως επίρρ.): Bγήκε ~ στην τηλεόραση, χωρίς να δείχνει το πρόσωπό του. β. το αντίστοιχο τμήμα ρούχου: Tο σακάκι / το παλτό / το φόρεμα με στενεύει στην ~. 2. η ωμοπλάτη των ζώων, η σπάλα. 3. (μτφ.) α. η πίσω επιφάνεια πλατιού αντικειμένου: H ~ του φτυαριού. β. το τμήμα επίπλου (μπρος ή πίσω) στο οποίο ακουμπάει η πλάτη1: H ~ της καρέκλας / του καθίσματος / του καναπέ. Aκούμπησε το παλτό του στην ~ της πολυθρόνας. πλατούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. πλατίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. πλατάρες οι MΕΓΕΘ στη σημ. 1.

[αρχ. πληθ. πλάται (εν. πλάτη `πλατύ αντικείμενο΄)· πλάτ(η) -ούλα· πλάτ(η) -ίτσα· πλάτ(η) -άρα, πληθ. -άρες]

πλεκτάνη η [plektáni] Ο30 : σχέδιο ή σύνολο ενεργειών, που εμπεριέχει δόλο και που έχει στόχο να παρασύρει, να εξαπατήσει ή και να βλάψει κπ.· μηχανορραφία, δολοπλοκία, παγίδα: Στήνω μια / πέφτω σε μια ~. Σατανική ~ των μυστικών υπηρεσιών.

[λόγ. < ελνστ. πλεκτάνη `δίχτυ αράχνης, δόλια ενέργεια΄, αρχ. σημ.: `κτ. πλεγμένο΄]

πλώρη η [plóri] Ο30 : το μπροστινό άκρο του πλοίου. ANT πρύμη: H ~ του πλοίου προσέκρουσε σε νάρκη. || (επέκτ.) το μπροστινό μισό τμήμα του πλοίου: Kουβέντιαζαν στην ~. ΦΡ βάζω ~: α. ξεκινώ για κάπου, με συγκεκριμένη κατεύθυνση, προορισμό: Ο καπετάνιος έβαλε ~ για την Άνδρο, για ταξίδι με πλοίο. (γενικότ.): Έβαλε ~ για το σπίτι του / για την ταβέρνα. β. (μτφ.) ξεκινώ για κτ., επιδιώκω κτ.: Έβαλε ~ για βουλευτής / υπουργός.

[μσν. πλώρ(α) μεταπλ. αναλ. προς το πρύμη < αρχ. πρῷρα με ανομ. [r-r > l-r] ]

ποίμνη η [pímni] Ο30 : 1. (λόγ.) κοπάδι, ιδίως προβάτων. 2. (εκκλ.) το σύνολο, το πλήθος των πιστών, το ποίμνιο.

[λόγ.: 1: αρχ. ποίμνη· 2: μσν. σημ.]

πολίχνη η [políxni] Ο30 : (λόγ.) μικρή πόλη.

[λόγ. < αρχ. πολίχνη]

πολυβιταμίνες οι [polivitamínes] Ο30 : (φαρμ.) σκεύασμα που περιέχει πολλές βιταμίνες.

[λόγ. πολυ- + βιταμίνες μτφρδ. αγγλ. multivitamins (για την παραγωγή δες πολυ-3)]

πολυουρεθάνη η [poliureθáni] Ο30 : πλαστική ύλη που χρησιμοποιείται κυρίως ως στεγανωτικό και μονωτικό υλικό: Διογκωμένη / χυτή ~.

[λόγ. < διεθ. poly- = πολυ- + urethane (-ane = -άνη)]

πολυπραγμοσύνη η [polipraγmosíni] Ο30 : 1. η ενασχόληση με πολλά συγχρόνως πράγματα, με πολλές υποθέσεις. α. (συχνότ., αρνητ.) η ανάμειξη κάποιου σε υποθέσεις (τρίτων) που δεν τον αφορούν. β. (σπανιότ., θετ.) η ανάπτυξη πλούσιας δραστηριότητας. 2. η ιδιότητα, οι δραστηριότητες, η συμπεριφορά του πολυπράγμονα.

[λόγ. < αρχ. πολυπραγμοσύνη]

πόρνη η [pórni] Ο30 : γυναίκα που κατ΄ επάγγελμα και με αμοιβή εκτελεί τη σεξουαλική πράξη, που προσφέρει το σώμα της για τη σεξουαλική ικανοποίηση άλλων· ιερόδουλη, πουτάνα: Έγινε ~ από φτώχεια και ανέχεια. Επισκέπτεται συχνά τις πόρνες του λιμανιού. Aρσενική ~, τραβεστί. || (επέκτ.) υβριστικός χαρακτηρισμός για ανήθικη γυναίκα. || και ως βρισιά για οποιαδήποτε γυναίκα. πορνίδιο* το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. πόρνη]

< Προηγούμενο   1... 28 29 [30] 31 32 ...43   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες