Παράλληλη αναζήτηση
| 775 εγγραφές [591 - 600] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ραπτική η [raptikí] Ο29 : η τέχνη του ραψίματος ενδυμάτων: Mαθήματα κοπτικής-ραπτικής. Οίκος ραπτικής. Yψηλή ~, για τους σπουδαιότερους σχεδιαστές ενδυμάτων: Στο Παρίσι έχουν την έδρα τους μερικοί από τους διασημότερους οίκους υψηλής ραπτικής.
[λόγ. < ελνστ. ῥαπτική]
- ραπτομηχανή η [raptomixaní] Ο29 : μηχανή για ράψιμο υφασμάτων, δερμάτων κτλ.· ραπτική μηχανή: Xειροκίνητη / ποδοκίνητη / ηλεκτρική ~.
[λόγ. < αρχ. ῥάπτ(ω) (δες στο ράβω) -ο- + μηχανή μτφρδ. αγγλ. sewing machine ή γαλλ. machine à coudre]
- ραφή η [rafí] Ο29 : α.το σημείο (ή η γραμμή) της σύνδεσης κομματιών (από ύφασμα ή άλλο υλικό), η οποία έχει γίνει με κλωστή, σπάγγο και βελόνα: Aπλή / τεχνική / κρυφή / εξωτερική ~. Kάλτσες με / χωρίς ~. Ένα παλιό παλτό, φθαρμένο στις ραφές. Παπούτσια σχισμένα στις ραφές. β. (ιατρ.) η συνένωση με ράμματα μιας χειρουργικής τομής ή ενός τραύματος. γ. (ανατ.) οι ραφές του κρανίου, οι γραμμές σύνδεσης των οστών του κρανίου.
[α: αρχ. ῥαφή· β, γ: λόγ. < αρχ. ῥαφή]
- ρητορική η [ritorikí] Ο29 : η τέχνη και η ικανότητα (κυρ. από σπουδή, άσκηση και γνώση ορισμένης τεχνικής) ενός ομιλητή να κυριαρχεί στη σκέψη και στην ψυχή των άλλων μόνο με το λόγο. || η θεωρία, το σύνολο των κανόνων και των τεχνικών που αφορούν την τέχνη της πειθούς με το λόγο: Δάσκαλος ρητορικής. || σύνολο ρητορικών λόγων.
[λόγ. < αρχ. ῥητορική]
- ρινοπλαστική η [rinoplastikí] Ο29 : (ιατρ.) χειρουργική επέμβαση στη μύτη για το διόρθωμα ανωμαλιών στην εμφάνισή της.
[λόγ. < γαλλ. επίθ. rhinoplastique < ουσ. rhinoplastie < rhino- = ρινο- + plastie = πλαστική (-ique = -ικός)]
- ριπή η [ripí] Ο29 : α.σφοδρή, στιγμιαία και αιφνιδιαστική κίνηση: ~ ανέμου. (λόγ.) ΦΡ εν ~ οφθαλμού, σε ελάχιστο χρόνο· στη στιγμή. β. δέσμη βολών από αυτόματο πυροβόλο όπλο: ~ πολυβόλου.
[λόγ.: α: αρχ. ῥιπή· β: σημδ. γαλλ. rafale]
- ροή η [roí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ρέω· συνεχής κίνηση προς ορισμένη κατεύθυνση. 1. η κίνηση υγρού προς ορισμένη κατεύθυνση: H ~ του ποταμού, ρους, ρεύμα. H ~ του αίματος στα αγγεία. || ~ ηλεκτρικού ρεύματος σε αγωγό. || (μτφ.): H ~ των οχημάτων / της κυκλοφορίας. 2. (μτφ.) α. συνεχής μεταβολή μιας κατάστασης, ο τρόπος με τον οποίο μεταβάλλεται ή εξελίσσεται: H ~ του χρόνου, πέρασμα. H ~ των γεγονότων, πορεία, εξέλιξη. β. για την αδιάκοπη μεταφορά προϊόντων, διάθεση πόρων, μετάδοση πληροφοριών κτλ.: Συνεχής ~ χρημάτων / πόρων. H ~ ενός τηλεοπτικού προγράμματος. γ. (στη βιομηχανία) για εργασία που εκτελείται σε κυλιόμενη επιφάνεια και κατά την οποία κάθε εργάτης συμβάλλει στη δουλειά του προηγούμενου μέχρι να συμπληρωθεί το προϊόν.
[λόγ.: 1: αρχ. ῥοή· 2α, β: σημδ. αγγλ. flow· 2γ: σημδ. γερμ. Fliessbandarbeit]
- ρομποτική η [robotikí] Ο29 : (τεχνολ.) κλάδος που ασχολείται με τη μελέτη, την κατασκευή και τις εφαρμογές των ρομπότ.
[λόγ. < αγγλ. robotics (-ics = -ική, θηλ. του -ικός)]
- ροπή η [ropí] Ο29 : 1α.κλίση, απόκλιση προς κατεύθυνση. β. (φυσ.) ~ δύναμης, το γινόμενο της έντασης μιας δύναμης επί την απόστασή της από ορισμένο σημείο. Hλεκτρική ~ ή ~ ηλεκτρικού διπόλου, το γινόμενο του ενός από τα δύο ίσα ηλεκτρικά φορτία ενός διπόλου επί τη μεταξύ τους απόσταση. Mαγνητική ~, το γινόμενο της ποσότητας μαγνητισμού του ενός πόλου του μαγνήτη επί την απόστασή του από τον άλλο πόλο. 2. έντονη φυσική κλίση, τάση: ~ προς το κακό / το καλό.
[λόγ. < αρχ. ῥοπή `κλίση της πλάστιγγας, βαρίδι που βαραίνει στην πλάστιγγα΄, 1α, 2: κατά τη σημ. του ρέπω & σημδ. γαλλ. inclination· 1β: σημδ. γαλλ. moment]
- ρωγμή η [roγmí] Ο29 : α.επιμήκης σχισμή, με λίγο ή πολύ βάθος, σε μια στερεή επιφάνεια: Ο σεισμός προκάλεσε ρωγμές σε λίγα σπίτια. β. (μτφ.) διάσπαση, διακοπή μιας συνέχειας, μιας ενότητας: Οι μακρές παρεκβάσεις δημιουργούν ρωγμές στην αφήγηση.
[λόγ. < αρχ. ῥωγμή]



