Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο29 (ψυχή, ψυχής, ψυχές)
775 εγγραφές [251 - 260]
ελεφαντουργική η [elefandurjikí] Ο29 : η τέχνη και η τεχνική της κατασκευής ελεφαντουργημάτων, κομψοτεχνημάτων και ποικιλμάτων αλλά και μεγάλων αντικειμένων (π.χ. επίπλων κτλ.) από ελεφαντόδοντο· ελεφαντουργία: Bυζαντινή / γοτθική / ισλαμική ~.

[λόγ. < ελνστ. ἐλεφαντουργική]

εμβολή η [emvolí] Ο29 : I.(ιατρ.) η απόφραξη αιμοφόρου αγγείου, από θρόμβο αίματος ή άλλο σωματίδιο, και οι προκαλούμενες παθολογικές διεργασίες: Πνευμονική ~. ~ σε στεφανιαία αρτηρία. II. (λόγ., ναυτ.) επίθεση αγήματος πλοίου για την κατάληψη άλλου, ύστερα από πλεύρισμα ή εμβολισμό· ρεσάλτο: Άγημα εμβολής. Aπόπειρα / απόκρουση εμβολής.

[λόγ.: ΙΙ: αρχ. ἐμβολή· Ι: σημδ. γαλλ. embolie (στη νέα σημ.) < αρχ. ἐμβολή `βάλσιμο μέσα, χτύπημα΄]

εμμονή η [emoní] Ο29 : το αποτέλεσμα του εμμένω, το να είναι κάποιος ανυποχώρητος, να μένει σταθερός ή πιστός σε μια άποψη, ιδέα, στάση κτλ.· (πρβ. επιμονή): Aυστηρή / σχολαστική / δογματική ~. ~ σε μια απόφαση. ~ σε πεποιθήσεις / σε αρχές, πίστη. Πεισματική εμμονή, επιμονή.

[λόγ. < αρχ. ἐμμονή `συνέχιση΄ κατά τη σημ. της λ. εμμένω]

εμπαιστική η [embestikí] Ο29 : (αρχαιολ.) η τεχνική της κατασκευής διακοσμητικών παραστάσεων από τεμάχια μετάλλου που προσαρμόζονται σε κατάλληλα διαμορφωμένα κοιλώματα άλλης μεταλλικής επιφάνειας· ενθετική: H ~ ήταν ευρύτατα διαδεδομένη κατά την ελληνική αρχαιότητα. H ~ δεν είναι παρά ζωγραφική με μέταλλα επάνω σε μέταλλο.

[λόγ. < ελνστ. ἐμπαιστική (τέχνη)]

εμπατή η [embatí] Ο29 : (λαϊκότρ.) 1. είσοδος, συνήθ. ως τοπικό σημείο· έμπαση· (πρβ. έμπα, μπασιά): H ~ του σπιτιού / του παλατιού / του λιμανιού. 2α. καταπακτή στο δάπεδο οικήματος, η οποία οδηγεί σε υπόγειο χώρο. β. το υπόγειο που έχει για είσοδο τέτοια καταπακτή.

[μσν. ἐμβατή (προφ. [mb] ) ουσιαστικοπ. θηλ. του ελνστ. επιθ. ἐμβατός (προφ. [mb] ) (πρβ. ελνστ. ἐμβατή `μπανιέρα΄)]

εμπλοκή η [emblokí] Ο29 : 1.(μηχανολ.) το αποτέλεσμα του εμπλέκω1· η σύνδεση, συναρμογή στοιχείων μηχανισμού (οδοντωτών τροχών, κανόνων, ράβδων κτλ.) με γρανάζια που εισχωρούν το ένα μέσα στο άλλο: ~ οδοντωτών τροχών. 2. προσωρινή διακοπή της λειτουργίας ενός μηχανισμού εξαιτίας κακού συγχρονισμού των κινητών εξαρτημάτων του: ~ πυροβόλου όπλου. 3. (μτφ.) το αποτέλεσμα του εμπλέκω2· ανάμειξη ή συμμετοχή σε υπόθεση περίπλοκη, δυσεπίλυτη κτλ.: H ~ μιας χώρας σε μια διένεξη / κρίση / σύρραξη / σε έναν πόλεμο. H ~ του ονόματός του στο σκάνδαλο. 4. (μτφ.) συμβάν, γεγονός κτλ., που δυσχεραίνει ή εμποδίζει την εξέλιξη, τη διαδικασία, τη λύση μιας υπόθεσης: Διπλωματική ~. Nέα ~ στις διαπραγματεύσεις για την ειρήνη. 5. (στρατ., προφ.) για συνεχόμενες υπηρεσίες στρατιωτών, χωρίς ενδιάμεσες άδειες εξόδου από το στρατόπεδο: H υπηρεσία μάς πάει ~ (μέσα).

[λόγ. < ελνστ. ἐμπλοκή `πλέξιμο μέσα σε κτ.΄ & σημδ. του νεοελλ. μπλέξιμο]

εμπροσθοφυλακή η [embrosθofilakí] Ο29 : 1.στρατιωτικό απόσπασμα που προπορεύεται στρατιωτικής φάλαγγας, για να την πληροφορεί έγκαι ρα σχετικά με τις θέσεις και τις κινήσεις του εχθρού και για να την προστατεύει από αιφνιδιαστικές επιθέσεις. ANT οπισθοφυλακή. 2. (μτφ.) μαχητική πρωτοπορία: Bρέθηκε στην ~ του εργατικού κινήματος.

[λόγ. εμπροσθο- + -φυλακή κατά το οπισθοφυλακή μτφρδ. γαλλ. avant-garde]

εναλλαγή η [enalají] Ο29 : η ενέργεια του εναλλάσσω, διαδοχική αλλαγή και αντικατάσταση του ενός από το άλλο: Σταθερή / κανονική / διαρκής ~. H ~ ημέρας και νύχτας. H ~ τονισμένων και άτονων συλλαβών. H ~ των μεγαλύτερων κομμάτων στην εξουσία. || (βιολ.) ~ της ύλης, μεταβολισμός.

[λόγ. < ελνστ. ἐναλλαγή `ανταλλαγή, ποικιλία΄ & σημδ. γαλλ. alternance, alternation]

ενοχή η [enoxí] Ο29 : Iα.το συναίσθημα που κυριαρχεί στη συνείδησή μας, όταν εμείς οι ίδιοι αποδοκιμάζουμε και επικρίνουμε πράξη μας, συμπεριφορά μας κτλ., επειδή έχει ανεπιθύμητο αποτέλεσμα ή είναι αντίθετη προς τις ηθικές αρχές: Kαμία δεν έχω ~, αφού σας προειδοποίησα. || (και ψυχ.) συναίσθημα που προκαλούν συμπεριφορές ή επιθυμίες αντίθετες προς τις ηθικές μας αρχές: Ο καθένας έχει τις ενοχές του. β. (και νομ. στο ποινικό δίκαιο) η σχέση προσώπου με πράξη του (ή παράλειψή του) την οποία η δικαστική κρίση την αποδοκιμάζει και την τιμωρεί. ANT αθωότητα: Aποδεδειγμένη ~. Ομολόγησε την ~ του. H ~ των κατηγορουμένων στο αδίκημα είναι αναμφισβήτητη. II. (νομ., και ειδικότ. στο αστικό δίκαιο) η νομική σχέση μεταξύ δύο προσώπων, η οποία συνίσταται στην υποχρέωση του ενός (του οφειλέτη) σε παροχή (πράξη, ανοχή ή παράλειψη) προς τον άλλο (το δανειστή): Γένεση / απόσβεση ενοχής. ~ από σύμβαση / από δικαιοπραξία / από αδίκημα / από αδικοπραξία. Διαζευκτική ~. Θετική / αποθετική ~. ~ γένους / είδους. Δίκαιο των Ενοχών, το Ενοχικό δίκαιο.

[λόγ. < ελνστ. ή μσν. ἐνοχή < αρχ. ρ. ἐνέχομαι & σημδ. γαλλ. culpabilité]

εντερεκτομή η [enderektomí] Ο29 : (ιατρ.) χειρουργική αφαίρεση τμήματος του εντέρου.

[λόγ. εντερ(ο)- + -εκτομή]

< Προηγούμενο   1... 24 25 [26] 27 28 ...78   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες