Παράλληλη αναζήτηση
| 460 εγγραφές [371 - 380] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σιτάρκεια η [sitárkia] Ο27 : η επάρκεια μιας χώρας σε σιτηρά· η επαρκής παραγωγή σιτηρών, που καλύπτει τις ανάγκες του πληθυσμού.
[λόγ. σιτ(ο)- + αρκ(ώ) -εια κατά το σχ.: επαρκώ - επάρκεια]
- σιτοκαλλιέργεια η [sitokaliérjia] Ο27 : η καλλιέργεια σιτηρών.
[λόγ. σιτο- + καλλιέργεια]
- σκατόμυγα η [skatómiγa] Ο27 : είδος μεγάλης μύγας που τρέφεται με περιττώματα. || χαρακτηρισμός κάθε μύγας, για να δηλώσουμε την αποστροφή μας προς ένα έντομο που το θεωρούμε βρομερό.
[σκατο- + μύγα]
- σκολόπεντρα η [skolópendra] & (λόγ.) σκολόπενδρα η [skolópenδra] Ο27 : η σαρανταποδαρούσα.
[-νδρ-: λόγ. < αρχ. σκολόπενδρα (προφ. [nd] )· -ντρ-: προσαρμ. στη δημοτ.]
- σκόρπαινα η [skórpena] Ο27 & σκορπίνα η [skorpína] Ο26 : είδος ψαριού με αγκαθωτά πτερύγια και πολύ νόστιμο κρέας.
[ελνστ. σκόρπαινα· σκορπ(ιός) -ίνα]
- σμηγματόρροια η [zmiγmatória] Ο27 : (ιατρ.) υπερβολική έκκριση σμήγματος.
[λόγ. σμηγματ- (σμήγμα) -ο- + -ρροια]
- σοβαροφάνεια η [sovarofánia] Ο27 : η ιδιότητα του σοβαροφανούς· προσποιητή εκδήλωση σοβαρότητας.
[λόγ. σοβαροφαν(ής) -εια]
- σπανακόπιτα η [spanakópita] Ο27 : πίτα με σπανάκι: Zεστή ~.
σπανακοπιτάκι το YΠΟKΟΡ. [σπανά κ(ι) -ο- + -πιτα]
- σπανακοτυρόπιτα η [spanakotirópita] Ο27 : πίτα με σπανάκι και τυρί.
σπανακοτυροπιτάκι το YΠΟKΟΡ. [σπανά κ(ι) -ο- + τυρόπιτα]
- σπάτουλα η [spátula] Ο27 : 1. εργαλείο του χεριού από λεπτό και πλατύ έλασμα με λαβή, που συνήθ. το χρησιμοποιούν για να απλώνουν επάνω σε μια επιφάνεια χρωστικές ή άλλες ουσίες: H ~ του μπογιατζή / του ζωγράφου. || ανάλογο εργαλείο της κουζίνας: Ξύλινη ~. 2. (μτφ.) για να δηλωθεί υπερβολική κολακεία, γλείψιμο: Άρχισε / έβγαλε πάλι τη ~.
[αντδ. < βεν. spatola ( [o > u] από επίδρ. του [l] ) < υστλατ. *spatula < αρχ. σπάθα (δες στο σπάλα)]



