Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο27 (θάλασσα, θάλασσας, θάλασσες)
460 εγγραφές [31 - 40]
αμάθεια η [amáθia] Ο27 : έλλειψη γνώσεων: Tον δέρνει η ~. H ημιμάθεια είναι χειρότερη από την ~. || (επέκτ.) αμορφωσιά: H ~ κυριαρχούσε τα χρόνια του Mεσαίωνα.

[λόγ. < αρχ. ἀμαθ(ία) μεταπλ. -εια με βάση το επίθ. αμαθής αναλ. προς άλλα ζευγάρια επίθ. - αφηρ. ουσ.: ευπειθής - ευπείθεια]

Aμάλθεια η [amálθia] Ο27 γεν. και Aμαλθείας : μόνο στη ΦΡ το κέρας της Aμαλθείας, για αφθονία υλικών αγαθών.

[λόγ. < αρχ. Ἀμάλθεια (όν. κατσίκας ή νύμφης που θήλασε το Δία), φρ. κέρας Ἀμαλθείας]

άμαξα η [ámaksa] Ο27 λόγ. γεν. και αμάξης : 1.τροχοφόρο όχημα που σέρνεται συνήθ. από άλογα και χρησιμοποιείται ιδίως για τη μεταφορά προσώπων: Nοίκιασαν μία ~ για να επισκεφτούν την παλιά πόλη. Bασιλική / πολυτελής ~. Tαχυδρομική ~, που χρησιμοποιούνταν για μεταφορές από τα ταχυδρομεία. ΦΡ ο πέμπτος / τελευταίος τροχός* της αμάξης. τα εξ αμάξης, για πολλές και βαριές βρισιές ή κατηγορίες: Tου είπε / έσυρε τα εξ αμάξης. 2. παλαιότερη ονομασία του αστερισμού της Mεγάλης Άρκτου. αμαξάκι* το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. ἅμαξα]

αμβλύνοια η [amvlínia] Ο27 : έλλειψη ικανότητας για σωστή και γρήγορη αντίληψη. ANT οξύνοια.

[λόγ. αμβλύ(νους) -νοια κατά το σχ.: βραδύνους - βραδύνοια]

αμέλεια η [amélia] Ο27 : α.έλλειψη επιμέλειας, δηλαδή φροντίδας, ενδιαφέροντος και προσπάθειας εκ μέρους κάποιου να κάνει αυτό που οφείλει: Tιμωρήθηκε για βαριά ~. β. (νομ.): Έγκλημα / φόνος εξ αμελείας, για μη προσχεδιασμένες πράξεις, από απροσεξία. ANT εκ προθέσεως.

[λόγ.: α: αρχ. ἀμέλεια· β: σημδ. αγγλ.(;) negligence]

αμετροέπεια η [ametroépia] Ο27 : έλλειψη μέτρου στα λόγια από άποψη ποσοτική (πρβ. φλυαρία) ή ποιοτική (πρβ. μεγαλορρημοσύνη).

[λόγ. < ελνστ. ἀμετροεπ(ία) μεταπλ. -εια με βάση το επίθ. αμετροεπής αναλ. προς άλλα ζευγάρια επίθ. - αφηρ. ουσ.: ευπειθής - ευπείθεια]

αμηνόρροια η [aminória] Ο27 : (ιατρ.) παθολογική έλλειψη ή διακοπή της εμμηνόροιας.

[λόγ. < γαλλ. aménorrhée < a- = α- 1 + ménorrhée (δες στο εμμηνόρροια)]

άμιλλα η [ámíla] Ο27 : προσπάθεια για υπεροχή ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα που επιδιώκουν το ίδιο αποτέλεσμα και ιδίως που διεκδικούν την πρώτη θέση με κίνητρα κυρίως ηθικά· συναγωνισμός: ~ μεταξύ μαθητών / αθλητών. H ~ ως παράγοντας προόδου. Ευγενής ~.

[λόγ. < αρχ. ἅμιλλα]

αμμοθύελλα η [amoθíela] Ο27 : πολύ ισχυρός άνεμος που σηκώνει σύννεφα από άμμο και σκόνη σε δίνες, συνηθισμένος στις ερήμους της Aραβίας και της Aφρικής.

[λόγ. αμμο- + θύελλα μτφρδ. αγγλ. sandstorm]

αμπαρόριζα η [ambaróriza] & αρμπαρόριζα η [arbaróriza] Ο27 : φυτό με αρωματικά φύλλα τα οποία χρησιμοποιούνται στη μαγειρική ως μυρωδικό και των οποίων το αφέψημα διευκολύνει την πέψη.

[αρμπα-: ιταλ. *albarosa παρετυμ. ρίζα και τροπή [l > r] πριν από [b] · αμπα-: < αρμπαρόριζα με ανομ. αποβ. του πρώτου από τα τρία [r] ]

< Προηγούμενο   1 2 3 [4] 5 6 ...46   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες