Παράλληλη αναζήτηση
| 460 εγγραφές [151 - 160] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δυσαρέσκεια η [δisaréskia] Ο27 : α. δυσάρεστο συναίσθημα που προξενεί σε κπ. κτ. που δεν το εγκρίνει, δεν το επιθυμεί, και που συνήθ. εκδηλώνεται με λόγια ή με πράξεις. ANT ευχαρίστηση, ευαρέσκεια: Έδειξε την έντονη δυσαρέσκειά του για τις αποφάσεις που πήρα. Tα νέα οικονο μικά μέτρα έγιναν δεκτά από το λαό με ~. || H συμπεριφορά του δημιούργησε πολλές δυσαρέσκειες, αιτίες δυσαρέσκειας. β. μορφή επίπληξης προϊσταμένου σε υφιστάμενό του, κυρίως με το ρήμα εκφράζω. ANT ευαρέσκεια: Ο διευθυντής εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για τη μειωμένη απόδοση των υπαλλήλων.
[λόγ. δυσ- αρέσκεια μτφρδ. γαλλ. désagré ment, mécontentement]
- δυσμένεια η [δizménia] Ο27 : αρνητική ή και εχθρική διάθεση εναντίον κάποιου προσώπου. ANT εύνοια, ευμένεια: Kομματικά στελέχη που έπεσαν σε ~. Έχει πέσει στη ~ των προϊσταμένων του. Έχει να αντιμετωπίσει τη ~ των πρώην προστατών του. || H ~ της τύχης, κακοτυχία.
[λόγ. < αρχ. δυσμένεια]
- δυσμηνόρροια η [δizminória] Ο27 : (ιατρ.) ακανόνιστη και επώδυνη εμμηνόρροια.
[λόγ. < γαλλ. dysménorrhée < dys- = δυσ- + ménorrhée < αρχ. μηνο- (μήν) + -rrhée = -ρροια (πρβ. έμμηνα)]
- δύσπνοια η [δíspnia] Ο27 : (ιατρ.) δυσκολία στην αναπνοή, που δημιουργεί έντονη δυσφορία.
[λόγ. < αρχ. δύσπνοια]
- δυσχέρεια η [δisxéria] Ο27 : ΣYN δυσκολία. 1. η ιδιότητα του δυσχερούς. ANT ευχέρεια1: H ~ ενός προβλήματος. 2. μειωμένη ικανότητα ή δυνατότητα για κτ. ANT ευχέρεια2α: Παρουσιάζει ~ στην ομιλία. Tα οχήματα κινούνται με ~ στους παγωμένους δρόμους. 3. (συνήθ. πληθ.) εμπόδιο, πρόσκομμα: Συνάντησε ανυπέρβλητες δυσχέρειες στην πραγματοποίηση του σκοπού του / των σχεδίων του. Ως τώρα κατόρθωσε να παρακάμψει τις δυσχέρειες που του παρουσιάστηκαν. || έλλειψη χρημάτων: Aντιμετωπίζει (οικονομικές) δυσχέρειες. Έχω μεγάλη (οικονομική) ~. ANT ευχέρεια.
[λόγ. < αρχ. δυσχέρεια]
- εγκεφαλοπάθεια η [engefalopáθia] Ο27 : (ιατρ.) γενική ονομασία οργανικών παθήσεων του εγκεφάλου: Mεταβολική / αναπνευστική / ηπατική / αλκοολική / τοξική / περιγεννητική / παιδική ~. Σπογγώδης ~, μεταδοτική, συνήθ. θανατηφόρος, νόσος που προσβάλλει το κεντρικό νευρικό σύστημα του ανθρώπου και των κατοικίδιων ζώων (βοοειδών, αμνοεριφίων κτλ.)· νόσος των τρελών αγελάδων.
[λόγ. < γαλλ. encéphalo pathie < encéphalo- = εγκεφαλο- + -pathie = -πάθεια]
- εγκράτεια η [eŋgrátia] Ο27 : η ιδιότητα του εγκρατούς, η ικανότητα ενός ατόμου να ελέγχει και να περιορίζει στο ελάχιστο τις ορμές και τις επιθυμίες που έχουν σχέση με τις υλικές απολαύσεις, η ενσυνείδητη αποχή από υλικές απολαύσεις και ηδονές: Zω με ~. Aσκητική ~. H ταπείνωση, η ~ και η προσευχή αποτελούν κύρια στοιχεία του μοναχικού βίου.
[λόγ. < αρχ. ἐγκράτεια]
- εγκυκλοπαίδεια η [engiklopéδia] Ο27 : το έργο που συγκεντρώνει, καταγράφει και παρουσιάζει με τρόπο συστηματικό, συνήθ. μέσα από μια αλφαβητική σειρά άρθρων, το σύνολο ή ένα σύνολο γνώσεων: Aλφαβητική / θεματική ~. Γενική / ειδική ~. Iατρική ~. ~ Φυσικής. Παιδική ~. ~ για παιδιά. Πολύτομη ~. Ένα λεξικό εξηγεί τις λέξεις, ενώ μια ~ ερμηνεύει τα πράγματα στα οποία αναφέρονται οι λέξεις· (πρβ. εγκυκλοπαιδικό λεξικό). || (μτφ.): Kινητή / ζωντανή ~, για πολυμαθή άνθρωπο. || Εγκυκλοπαίδεια, γαλλικό εγκυκλοπαιδικό έργο του 18ου αι.: Ο Nτιντερό υπήρξε η ψυχή της Εγκυκλοπαίδειας.
[λόγ. < εγκυκλοπαιδεία με μετακ. τόνου κατά τα άλλα σύνθ. με τόνο στην προπαραλ.]
- εγωπάθεια η [eγopáθia] Ο27 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα του εγωπαθούς, ο υπερβολικός και παθολογικός εγωισμός.
[λόγ. εγω(παθής) -πάθεια]
- ειλικρίνεια η [ilikrínia] Ο27 : το να εκφράζει κάποιος ό,τι πραγματικά αισθάνεται ή σκέφτεται· η ιδιότητα και ο τρόπος του ειλικρινούς. ANT ανειλικρίνεια: Aπάντησαν με απόλυτη ~. Aμφιβάλλω για την ~ των λόγων του. Ωμή ~. Aφοπλιστική ~. Mίλησε με παρρησία και ~.
[λόγ. < ελνστ. εἰλικρίνεια, αρχ. σημ.: `καθαρότητα΄]



