Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο26 (μητέρα, μητέρας, μητέρες)
370 εγγραφές [161 - 170]
κλειτορίδα η [klitoríδa] Ο26 : μικρή σαρκώδης έκφυση στο επάνω μέρος του γυναικείου αιδοίου.

[λόγ. < ελνστ. κλειτορίς, αιτ. -ίδα]

κληματσίδα η [klimatsíδa] Ο26 : ο λεπτός και τρυφερός βλαστός του κλήματος. || γενικός χαρακτηρισμός για κάθε αναρριχητικό φυτό με λεπτούς και τρυφερούς βλαστούς.

[αρχ. κληματίς, αιτ. -ίδα με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] ]

κληρωτίδα η [klirotíδa] Ο26 : ειδικό δοχείο μέσα στο οποίο ανακατεύονται οι λαχνοί που προορίζονται για κλήρωση.

[λόγ. < μσν. κληρωτίς, αιτ. -ίδα < αρχ. κληρωτρίς με ανομ. αποβ. του δεύτερου [r] ]

κλοτσοπατινάδα η [klotsopatináδa] Ο26 : (οικ.) συμπλοκή με κλοτσιές και ποδοπατήματα. || (μειωτ.): Ο ποδοσφαιρικός αγώνας κατέληξε σε ~, για παίξιμο χωρίς τεχνική.

[κλότσ(ος) -ο- + πατινάδα < μαντινάδα με ανομ. ηχηρ. [m-d > p-d] και παρετυμ. κλοτσώ + πατώ]

κνημίδα η [knimíδa] Ο26 : μεταλλικό ή δερμάτινο κάλυμμα που φορούσαν οι πολεμιστές της αρχαιότητας για την προστασία της κνήμης· περικνημίδα1: Xάλκινες κνημίδες.

[λόγ. < αρχ. κνημίς, αιτ. -ίδα]

κοιλάδα η [kiláδa] Ο26 : πεδινό επίμηκες εδαφικό κοίλωμα το οποίο περιβάλλεται από βουνά: H ~ των Tεμπών. || ~ των δακρύων, στην εκκλησιαστική γλώσσα, η ζωή.

[λόγ. < αρχ. κοιλάς, αιτ. -άδα]

κοιτίδα η [kitíδa] Ο26 : ο τόπος στον οποίο γεννήθηκε και όπου για πρώτη φορά καλλιεργήθηκε και αναπτύχθηκε κτ.: H Ελλάδα είναι ~ του πολιτισμού, το λίκνο.

[λόγ. < ελνστ. κοιτίς, αιτ. -ίδα `μικρό καλάθι, η κιβωτός του Νώε΄ σημδ. γαλλ. berceau]

κοκκινάδα η [kokináδa] Ο26 : η κοκκινιά.

[μσν. κοκκινάδα < κόκκιν(ος) -άδα]

κολλητσίδα η [kolitsíδa] Ο26 : 1. (οικ.) κοινή ονομασία διάφορων φυτών, των οποίων οι βλαστοί ή τα σπέρματα περιέχουν κολλητική ουσία. 2. (μτφ.) άνθρωπος φορτικός που συνηθίζει να προσκολλάται απρόσκλητος σε μια συντροφιά ή σε ένα άτομο: Είναι μεγάλη ~. (έκφρ.) μου ΄γινε ~.

[μσν. κολλητσίδα < *κολλητίδα < κολλητ(ός) -ίς > -ίδα με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] ]

κολοκυθοκορφάδα η [kolokiθokorfáδa] Ο26 (συνήθ. πληθ.) : οι τρυφεροί βλαστοί και τα άνθη της κολοκυθιάς.

[κολοκύθ(ι) -ο- + κορφάδα]

< Προηγούμενο   1... 15 16 [17] 18 19 ...37   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες